Επί οκτώμιση χρόνια περίμενε ο ελληνικός λαός και ο πολιτικός κόσμος να ξημερώσει αυτή η ημέρα. Ήταν Σάββατο 23 Αυγούστου 1975. Η δίκη των πρωταίτιων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 έχει ολοκληρωθεί και τώρα όλα είναι έτοιμα για την ανακοίνωση των ποινών. Στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των Γυναικείων Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού βρίσκεται πλήθος κόσμου.
Δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, συγγενείς των κατηγορουμένων που αντιμετώπιζαν τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσης, μάρτυρες υπεράσπισης, θύματα που υπέστησαν βασανιστήρια από το χουντικό καθεστώς, πολιτικοί και βέβαια πλειάδα αστυνομικών. Μέχρι και την προηγούμενη, στην τακτική επικοινωνία που είχαν οι κατηγορούμενοι με τους δικηγόρους τους, το μόνο ερώτημα που υπέβαλλαν ήταν: «Υπάρχει κίνδυνος θανατικής ποινής;». Οι συνήγοροί τους όμως δεν μπορούσαν να τους δώσουν μια καθησυχαστική απάντηση. Τώρα όλα ήταν έτοιμα για να δοθεί η απάντηση.
Το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας
Στις 09:35 π.μ. ακριβώς, ο πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών Γιάννης Ντεγιάννης μαζί με τους εφέτες και τους εισαγγελείς εμφανίζονται στην αίθουσα και κάθονται στις θέσεις τους. Ο 61χρονος ανώτατος δικαστικός Ντεγιάννης, ρωτάει εάν κανένας από τους παράγοντες της δίκης έχει να προσθέσει τίποτα. Από τους 20 παριστάμενους κατηγορούμενους μονάχα δύο αποκρίθηκαν «ναι».
Ο πρωτεργάτης των Απριλιανών, ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός, ήθελε να κάνει μια διευκρίνηση. Ανέφερε πως «όσα είπε ο τότε ο τότε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού κύριος Γρηγόριος Σπαντιδάκης σχετικά με το πρόσωπό μου, είναι αληθινά. Παρακαλώ να θεωρηθεί ότι επιβαρύνουν την προσωπική μου περίπτωση».
Από την πλευρά του ο Σπαντιδάκης, που επίσης ζήτησε να μιλήσει, δήλωσε πως «ο φόβος που ανέφερα στην απολογία μου ότι με κατείχε τις πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου 1967, δεν ήταν φόβος προσωπικός, αλλά φόβος ροής ελληνικού αίματος».
Κατόπιν αυτών, κηρύχθηκε το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας και το δικαστήριο αποσύρθηκε για να αποφασίσει τις ποινές.
Οι καταδικαστικές αποφάσεις
Νωρίς το μεσημέρι, λίγο μετά τη μια, τα μέλη του Εφετείου Αθηνών επανεμφανίζονται. Ο πρόεδρος, αφού κάνει μια τελευταία γρήγορη επαλήθευση του κειμένου που έχει μπροστά του, αρχίζει να εκφωνεί την υπ’ αριθμόν 477 απόφαση. Όλοι μένουν ακίνητοι και σιωπηλοί. «Στην τόση ησυχία, ο ήχος της φωνής μου αντηχούσε σαν δυνατό χτύπημα σε μέταλλο» θα αναφέρει πολύ αργότερα ο εφέτης Γιάννης Ντεγιάννης.
Οι επίορκοι συνταγματάρχες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Νικόλαος Μακαρέζος μαζί με τον ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό που κάθονται στην πρώτη σειρά του εδώλιου των κατηγορουμένων και ήταν επικεφαλής του κινήματος, καταδικάζονται σε στρατιωτική καθαίρεση και θάνατο. Στο άκουσμα της ποινής προσπαθούν να φανούν απαθείς.
Οι Γρηγόριος Σπαντιδάκης, Γεώργιος Ζωιτάκης, Δημήτριος Ιωαννίδης, Νικόλαος Ντερτιλής, Μιχαήλ Μπαλόπουλος, Μιχαήλ Ρουφογάλης και Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, σε στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια. Οι Οδυσσέας Αγγελής και Ιωάννης Λαδάς σε στρατιωτική καθαίρεση και 20ετή κάθειρξη.
Οι Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, Αντώνιος Λέκκας, Γεώργιος Κωνσταντόπουλος, Στέφανος Καραμπέρης, Ευάγγελος Τσάκας, Νικόλαος Γκαντώντας και Κωνσταντίνος Ασλανίδης σε ισόβια. Ο τελευταίος ερήμην, καθώς είχε δραπετεύσει στο εξωτερικό και κρατούνταν στις φυλακές της Γένοβας και σε είχε προλάβει να εκδοθεί ώστε να μεταφερθεί από την Ιταλία στην Ελλάδα.
Ερήμην σε ισόβια καταδικάζονται επίσης οι φυγόδικοι Ιωάννης Παλαιολόγος και Πέτρος Κωτσέλης.
Δείτε μέρος της ανακοίνωσης των καταδικαστικών αποφάσεων, εδώ:
Ο μόνος που κρίθηκε ότι έδειξε μεταμέλεια
Από τους υπόλοιπους καταδικασθέντες, σε επτά επιβλήθηκαν ποινές από 20ετούς καθείρξεως μέχρι 5ετούς φυλακίσεως, ενώ οι Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, Κωνσταντίνος Καρύδας και έξι ακόμη, κηρύχθηκαν αθώοι.
Ο Δημήτριος Σταματελόπουλος αν και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, ήταν ο μόνος στον οποίο αναγνωρίστηκαν τα ελαφρυντικά του προηγουμένου εντίμου βίου και κρίθηκε ότι έδειξε αληθινά μεταμέλεια για τις πράξεις του. Κι αυτό γιατί αν και ανήκε στους άμεσα συμμετέχοντες όταν ξέσπασε το κίνημα της 21ης Απριλίου, διαφώνησε σύντομα, ήρθε σε ρήξη με τον Παπαδόπουλο και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Αποφυλακίστηκε μάλιστα με χάρη τον Απρίλιο του 1977.
Τι θυμάται από εκείνη την ημέρα ο πρόεδρος του δικαστηρίου
Το 1991 ο πρόεδρος της ιστορικής δίκης Γιάννης Ντεγιάννης (σ.σ. και βουλευτής ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1981 – 1989), θα γράψει ένα βιβλίο με όλα όσα έζησε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Τίτλος του, «Η Δίκη». Σε αυτό αναφέρει πως μόλις ανακοίνωσε τις αποφάσεις, παρατήρησε πως οι περισσότεροι κατηγορούμενοι «προσπαθούσαν να δείξουν ψυχραιμία, αδιαφορία. Ίσως να ήταν σαστισμένοι, να ζαλίστηκαν. Θα τους ήρθε ξαφνικό, δεν θα είχαν φανταστεί πως τα παλιά τους ξενύχτια για να ετοιμάσουν την μεγάλη μέρα, την 21η Απριλίου, θα τους έφερναν ως εκεί. […]
Εξηγήσαμε στους καταδικασμένος πως αν δεν ήταν ευχαριστημένοι από την απόφαση, είχαν δικαίωμα να προσφύγουν στον Άρειο Πάγο. Η τελευταία μας φράση: «Λύεται η συνεδρίασης». Η δίκη είχε τελειώσει».
«Φοβόμασταν ότι μας περίμεναν με το αυτόματο στο χέρι»
Και συνεχίζει: «Σηκωθήκαμε από την έδρα, στρέψαμε τα νώτα αφήνοντας πίσω μας την σιωπή. Γυρίσαμε στην αίθουσα διασκέψεων, είχαμε αλλά να σκεφτούμε. Δεν βλέπαμε τι γίνεται έξω, ακούγαμε μόνο το θολό βουητό. Περιμέναμε ν’ αδειάσει η αίθουσα του ακροατηρίου, οι διάδρομοι, ο περίβολος, ο δρόμος. Είχαμε κλείσει ένα βιβλίο, ανοίγαμε ένα άλλο, δεν ξέραμε τι ήταν εκεί γραμμένα. Μέχρι την απαγγελία της αποφάσεως ήταν παράλογο να θέλει κάποιος να μας σκοτώσει. Τώρα αυτά είχα να αντιστραφεί. Ό,τι ήταν να πάθουν οι κατηγορούμενοι το έπαθαν. Δεν φοβόνταν το χειρότερο. Οι καταδίκες όμως – η θανατικές, οι άλλες – ίσως ξυπνούσαν μίσος. Κάποιοι – συγγενείς, φίλοι, οπαδοί των καταδίκων – ήταν ελεύθερη να εκδικηθούν. Το πρωί όταν μπαίναμε στο δικαστήριο, μας χειροκροτούσαν. Δεν ήταν απίθανο το μεσημέρι κάποιοι πιο πέρα να μας περίμεναν με το αυτόματο στο χέρι.
Περιμέναμε. Δεν είχε απομείνει ψυχή, ξεκίνησα. Δεν είχαμε κανένα ξεχωριστό σχέδιο να αμυνθούμε αν χρειαζόταν. Απλώς εκείνη την ημέρα θα ακολουθούσαμε άλλη πορεία. Θα πηγαίναμε προς Πειραιά και από εκεί για Αθήνα. Μπήκαμε στη λεωφόρο, αυτή δεν μπορούσαμε να την ξεφύγουμε. Προσπερνούσαμε αυτοκίνητα, μας προσπερνούσαν, δεν βρίσκαμε λογαριασμό. Παρατηρήσαμε ότι ένα αυτοκίνητο με αριθμό ΒΝ 2896, αν θυμάμαι καλά, μας ακολουθούσε. Σκεφτήκαμε πως πιθανόν να ήταν τυχαίο. Πρόσεξαμε με τους επιβάτες. Τέσσερις – πέντε άνδρες, νέοι όχι νεαροί, με γένια, με «ζιβάγκο». Στρίψαμε δεξιά στην πρώτη πάροδο, το άλλο αυτοκίνητο πιστός ακόλουθός μας.
Ξαναγυρίσαμε στην λεωφόρο, το ίδιο αυτοκίνητο σκιά μας. Τάχα μείναμε από βενζίνη, σταματήσαμε σε κάποιο πρατήριο. Λίγο πιο πίσω ορατό, ακίνητο και το άλλο αυτοκίνητο. Η αφοσίωση των επιβατών του το λιγότερο μας ενοχλούσε – δεν ξέραμε τι είδους ήταν η αφοσίωσή τους. Φύγαμε πάλι με περισσότερη ταχύτητα, χαμένος κόπος. Σε κάποιο σταυροδρόμι συναντήσαμε αστυφύλακα της Τροχαίας. Εξηγήσαμε ποιοι είμαστε, τον παρακαλέσαμε να κρατήσει ακίνητο 15 λεπτά της ώρας το αυτοκίνητο – διώκτη. Έπειτα να το αφήσει ελεύθερο να πάει στο καλό. Περιμέναμε. Σε λίγο μας πλησίασε ένας από τους επιβάτες του. Χαιρέτησε στρατιωτικά κάνοντας μικρή υπόκλιση. Αστυνόμος τάδε, είπε το όνομα του, που δεν θυμάμαι πια.
«Είμαστε για την ασφάλειά σας». Έγιναν ιλαρά τα πρόσωπά μας. Ευχαριστήσαμε, μα του εξηγήσαμε πως προτιμούσαμε να επιστρέψουμε χωρίς συνοδεία. Χαιρετισμοί, ευχαριστίες, άλλη μία φορά χώρισαν οι δρόμοι μας. Πήραμε μαζί μας την απορία: «Ήταν δύσκολο να μας είχαν ειδοποιήσει πως εκείνη την ημέρα θα μας ακολουθούσε συντροφιά, συνοδεία για την ασφάλειά μας;».
Η οργισμένη φωνή κατά του Καραμανλή
Ο Ντεγιάννης υποστηρίζει πως τον ένα μήνα που κράτησε η δίκη ήταν ατάραχος αν και χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια για να υποτάξει τα νεύρα του σε κάποιες στιγμές. Στο τέλος όμως, έπεσε όλη η κούραση μαζεμένη. Μετά την ανακοίνωση των ποινών, όταν έφτασε στο σπίτι, «κρατιόμουν ακόμη στα πόδια μου. Δεν άκουσα τις μεσημεριανές ειδήσεις. Το πιο σημαντικό γεγονός θα ήταν η απόφασή μας, αυτή την ήξερα. Τα υπόλοιπα τ’ άφησα για το βράδυ. Γύρω στις πέντε το απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο. Από την άλλη άκρη ήρθε η οργισμένη φωνή, ρωτούσε γιατί δεν αγανακτούσα. Έτσι έμαθα πως ο πρωθυπουργός είχε μετατρέψει στο μεταξύ το θάνατο σε ισόβια κάθειρξη».
Ο τότε πρόεδρος της κυβέρνησης Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε επιλέξει στο πλαίσιο της ομαλής μετάβασης στη δημοκρατία να μην εκτελεστούν οι θανατικές ποινές κατά των Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου, αλλά να μετατραπούν σε ισόβια. Αλλά «όταν λέμε ισόβια δεσμά, εννοούμε ισόβια» όπως σημείωνε χαρακτηριστικά. Επ’ αυτού θα συγκαλούσε τη Δευτέρα 25 Αυγούστου και το Υπουργικό Συμβούλιο, παρά τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης που έκανε λόγο ακόμη και για δεσμεύσεις του πρωθυπουργού προς τη Χούντα, που τώρα τις εκπλήρωνε.
Φαινόταν ότι δεν θα εκτελούνταν οι τρεις πρωταίτιοι
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ντεγιάννης θα αναφέρει στο βιβλίο του πως «όταν αποφασίσαμε την ποινή του θανάτου για τους τρεις αρχηγούς, δεν συζητήσαμε αν η ποινή επρόκειτο ή έπρεπε να εκτελεστεί – δεν ήταν δικό μας έργο. Αργότερα το συζητήσαμε. Κανείς δεν πίστευε πως θα τουφεκίζονταν οι συνταγματάρχες.
Από τον Απρίλη του 1967 ως τον Αύγουστο του 1975, μέχρι την δίκη δηλαδή, είχαν περάσει περισσότερο από οχτώ χρόνια. Μέχρι να συζητηθεί η αίτηση αναιρέσεως στον Άρειο Πάγο, να γίνει το διάταγμα, να το υπογράψει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα φτάναμε στα 10 χρόνια. Δύσκολο να εκτελεστούν θανατικές ποινές ύστερα από τόσον καιρό. Πολλοί θα ενώνονταν με τους εχθρούς της θανατικής ποινής, θα γινόταν θόρυβος, η εκτέλεση θα δημιουργούσε ήρωες. Ήταν μακρινός ο τουφεκισμός των έξι, μα όχι και τελείως λησμονημένος».
Πώς φθάσαμε στη δίκη
Κάτι που ίσως αρκετοί δεν γνωρίζουν είναι ότι επί αρκετούς μήνες μετά την πτώση της Χούντας τον Ιούλιο του 1974, οι πρωταίτιοι δεν βρίσκονταν στην φυλακή, αλλά κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, ή ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, όπως για παράδειγμα ο «πρωθυπουργός» (το 1967-1973) και μετέπειτα «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» (το 1973) Γεώργιος Παπαδόπουλος. Αυτό οφείλεται όπως όλα δείχνουν στο γεγονός ότι υπήρξε ασάφεια στο νομοθετικό διάταγμα που εξέδωσε άμεσα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που ανέλαβε την εξουσία. Βάσει αυτού, χορηγούνταν αμνηστία για όλα τα πολιτικά εγκλήματα του διαστήματος μεταξύ 21ης Απριλίου 1967 που καταλύθηκε η Δημοκρατία και 23ης Ιουλίου 1974 που επανήλθε. Με την απόφαση αυτή, κατέστη δυνατή η ταχεία απελευθέρωση και η επιστροφή από τους τόπους εξορίας, των φυλακισμένων και εκτοπισμένων αντιπάλων του δικτατορικού καθεστώτος.
Ωστόσο, η διαταγή δεν εξαιρούσε τους πραξικοπηματίες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να παραμένουν ελεύθεροι. Με τη Γ΄ Συντακτική της Πράξη, η Βουλή των Ελλήνων επιχείρησε να ερμηνεύσει το διάταγμα, και μόνο έτσι εξαιρέθηκαν από την αμνηστία τα εγκλήματα των κινηματιών και άνοιξε ο δρόμος για οποιονδήποτε πολίτη το επιθυμούσε, να καταθέσει μηνύσεις εναντίον των πραξικοπηματιών για εσχάτη προδοσία.
Η αρχή έγινε από μια ομάδα νεαρών δικηγόρων της Αθήνας (μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος), έτσι ώστε κινήθηκε η διαδικασία της ποινικής δίωξης, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή τους.
Τι ανέφερε το κατηγορητήριο
Στο βούλευμα βάσει του οποίου παραπέμφθηκαν να δικαστούν οι πρωταίτιοι της Χούντας, αναφέρονται σημαντικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει επί της ουσίας όλο το ιστορικό της συνωμοτικής δράσης. Όσον αφορά το έγκλημα της στάσεως, το κατηγορητήριο αναφέρει επί λέξει:
«Την 21η Απριλίου 1967 πλείονες ηνωμένοι έλαβον τα όπλα, άνευ αδείας, προσκληθέντες δε υπό των Αρχηγών των ηρνήθησαν να καταθέσουν ταύτα. Αντιθέτως, ετέλεσαν βιαιοπραγίας κατά προσώπων και πραγμάτων και ετάραξαν την κοινήν ησυχίαν και ειρήννη, προσκληθέντες δε υπό των ανωτέρων των, ηρνήθησαν να επανέλθουν εις την τάξιν. Ήτοι εκινητοποίησαν εντός της πόλεως των Αθηνών και τον προαστίων αυτής, άρματα μάχης, μονάδας πεζικού, καταδρομών, ΕΣΑ, κ.λ.π. και δι’ αυτών προέβησαν εις τον περιορισμόν εις τα Ανάκτορα Τατοΐου του Ανωτάτου Άρχοντος, τότε Βασιλέως Κωνσταντίνου, και εις τας συλλήψεις των: Προέδρου της Κυβερνήσεως Π. Κανελλόπουλου, υπουργών Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως Π. Παπαληγούρα και Γ. Ράλλη, Αρχηγών ΓΕΕΘΑ αντιναυάρχου Αυγέρη, ΓΕΝ αντιναυάρχου Εγκολφόπουλου και ΓΕΑ αντιπτεράρχου Αντωνάκου, ανωτάτων και ανωτέρων αξιωματικών, πολιτικών ηγετών και χιλιάδων πολιτών εις τας οδούς των Αθηνών και των άλλων πόλεων της χώρας. Προσκληθέντες δε υπό των Αρχηγών των, Ανωτάτου Άρχοντος και προέδρου της Κυβερνήσεως, ηρνήθησαν να καταθέσουν τα όπλα και να επανέλθουν εις την τάξιν. Του ως άνω εγκλήματος ετύγχανον υποκινηταί και ετέθησαν επί κεφαλής».
Η πλήρης σύνθεση του δικαστηρίου
Πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου όπως προαναφέραμε, ήταν ο εφέτης Αθηνών Γιάννης Ντεγιάννης, από τους παλαιότερους εφέτες, ενδέκατος στη σειρά αρχαιότητος μεταξύ των 151 τότε εφετών του Κράτους. Ήταν δικαστής από το 1948 και προήχθη στον βαθμό του εφέτη το 1969.
Τη δικαστική σύνθεση απάρτιζαν επίσης ως τακτικά μέλη οι Παναγιώτης Λογοθέτης (δικαστής από το 1950 και εφέτης από το 1969), Παναγιώτης Κωνσταντινόπουλος (δικαστής από το 1954 και εφέτης από το 1972), Ιωάννης Γρίβας (δικαστής από το 1954 και εφέτης από το 1972) και ο Γεώργιος Πλαγιαννάκος (δικαστής από το 1956 και εφέτης από το 1972). Αναπληρωματικά μέλη ήταν οι συνάδελφοι και ομοιόβαθμοί τους Ηλίας Γιαννόπουλος (δικαστής από το 1955, εφέτης από το 1972) και Δημήτριος Τζούμας (δικαστής από το 1956, εφέτης από το 1973). Την Έδρα του Εισαγγελέως κατείχε ο αντεισαγγελεύς Εφετών Κ. Σταμάτης (υφηγητής Ποινικού Δικαίου) και αναπληρωτής του ο επίσης αντεισαγγελεύς Εφετών Σπ. Κανίνιας.
Δείτε απόσπασμα από τις απολογίες των κατηγορουμένων από το αρχείο της ΕΡΤ, εδώ:
Η απολογία Παπαδόπουλου
«Ονομάζομαι Γεώργιος Παπαδόπουλος και είμαι έγγαμος εκ δεύτερου γάμου μετά της Δεσποίνης, το γένος Γάσπαρη…» Με αυτά τα λόγια του δικτάτορα ξεκίνησε η δίκη των πρωταιτίων της 21ης Απριλίου 1967, στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού. Αφού άκουσε επί ημέρες τις καταθέσεις των μαρτύρων, ο πρόεδρος του ζήτησε να απολογηθεί. Ο διάλογος που ακολούθησε, είχε ως εξής:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σηκωθήτε παρακαλώ κι Παπαδόπουλε. Ακούσατε την αποδεικτικήν διαδικασίαν. Τι έχετε να απολογηθήτε επί αυτής.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Εμμένω εις την αρχικήν μου δήλωσιν. Η δήλωσίς μου είναι ότι δεν προτίθεμαι να συμμετάσχω εις την διαδικασίαν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αρνείσθε ότι είσθε κατηγορούμενος;
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Το τι σημαίνει αυτό το πράγμα θα προτιμούσα να μην το ευκρι νίσω
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι κύριε, αλλά να εξηγήσε τε τι εννοείτε με αυτήν την λέξιν.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν προτίθεμαι να συμπληρώσω τίποτε πέραν αυτού.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν νομίζετε ότι έχετε ένα είδος ηθικής ευθύνης τουλάχιστον, μεταξύ άλλων προσώπων, οι οποίοι σας ανεγνώρισαν ως αρχηγόν και οι οποίοι ευρίσκονται μαζί σας εις αυτό το εδωλίον και ότι επίσης πέραν αυτών υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι και οι οποίοι θα διήγον έναν βίον ειρηνικός μέχρι τώρα ή τουλάχιστον έναν βίον ο οποίος δεν θα τους ωδήγει εις το εδώλιον του κατηγορουμένου, ώστε έναντι αυτών να εξηγήσετε, εάν δεν θέλετε να χρησιμοποιήσετε την λέξιν να απολογηθήτε.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Να μου επιτρέψη το Δικαστήριόν σας να διατηρήσω εις τον εαυτόν μου την ευθύνη να κρίνω τι μου επιβάλλεται να πράξω αυτήν την στιγμήν και όταν αφορά τας υποχρεώσεις έναντι εμού και όσων αφορά τας υποχρεώσεις έναντι οιωνδήποτε άλλων, θεωρουμένων μετά των άλλων και των συνδικαζομένων μετ’ εμού.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή αποδέχεσθε την ευθύνη δι’ όσα υφίστανται οι άλλοι;
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν αποδέχομαι, πέρα της ευθύνης στην οποία εδήλωσα αρχικώς ότι αποδέχομαι…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με συγχωρείτε, από τη μία πλευράν λέτε να επιστρέψωμεν εις τον εαυτόν σας να πράξη αυτό ή εκείνο. Αυτό όμως μοιραίως συσχετίζεται με ένα είδος ευθύνης απέναντι αυτών των ανθρώπων. Την δέχεσθε τουλάχιστον αυτήν την ευθύνην έναντι αυτών των ανθρώπων; Διότι κύριος σας το λέω περισσότερο γι’ αυτό το πράγμα, διά να εξηγήσετε την θέσιν σας απέναντι των άλλων οι οποίοι κάθηνται και των οποίων υπήρξατε αρχηγός. Εσείς μεν είσθε ελεύθερος να διαθέσετε τον εαυτόν σας, αλλά τους άλλους κυρίους νομίζετε ότι είσθε ελεύθερος να τους διαθέσετε;
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Εις την ζωήν μου ανέλαβα τας ευθύνας ως εγώ τας αντελαμβανόμην, κατά την υποκειμενικήν αντίληψιν, συνεπής προς τον όρκον, τον οποίο εκάστοτε είχα δώσει και κατά την συνείδησίν μου. Σας παρακαλώ να μην επιμείνετε διότι δεν θέλω να σας κουράσω. Δεν προτίθεμαι να διαφοροποιήσω την θέσιν μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είναι ανθρώπινον αυτό που λέτε, κατά την υποκειμενικήν σας γνώμην. Να το μετατρέψωμεν εις ένα είδος αντικειμενικής αληθείας και να δούμε, αυτός ο τρόπος αναλήψεως των ευθυνών, όπως τον αντιμετωπίζετε σεις, ανταποκρίνεται εις την αντικειμενικήν αλήθειαν ή τουλάχιστον εις την απλήν λογικήν;
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Επί 40 έτη εις την ζωήν μου αντεμετώπιζα τας ευθύνας μου ως εγώ αντελαμβανόμην. Έναντι αυτού θα δώσω λόγον και έναντι της ιστορίας και έναντι του ελληνικού λαού δι’ ό,τι έπραξα έναντί του και έναντι των συνδικαζομένων μετ’ εμού συνεργατών μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η ιστορία, εις την οποίαν θα δώσετε λόγον, φαντάζεσθε ότι είναι απούσα την στιγμήν αυτήν, ότι δεν παρευρίσκεται αυτήν την στιγμήν εις την αίθουσαν;
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό είναι υπόθεσις των ιστορικών, οι οποίοι θα αναφερθούν…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σεις είπατε ότι θα δώσετε λόγον εις την ιστορίαν. Η ιστορία, εις την αφηρημένην της έννοιαν, απουσιάζει αυτήν την στιγμήν;(…)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα ήθελα επί του τελευταίου θέματος την άποψίν σας. Πώς από την μίαν πλευράν λέτε «γνωρίζω την κατηγορίαν, δεν την αποδέχομαι» και παραλλήλως κινείτε μίαν διαδικασίαν μέχρις Ανωτάτου Δικαστηρίου και πιθανόν αύριο, δεν ξέρω ποία θα είναι η απόφασις,– εάν δεν είσθε ευχαριστημένος τι θα κάνετε; Εάν επιτρέπετε: θα ειπήτε αδιαφορώ, δεν προσφεύγω εις Ανώτερον Δικαστήριον διά τα γενόμενα; Εάν τυχόν η απόφασις δεν είναι ευχάριστος διά σας;
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό θα το δούμε αύριο κύριε Πρόεδρε.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Κύριε Παπαδόπουλε ήλθε η ώρα να μας ειπήτε ποία ήσαν τα μέλη της Επιτροπής, ώστε να ξέρουμε και ημείς, διά να μη στηριζόμεθα εις τας ανευθύνους πληροφορίας, από σας, πρώτη πηγή, ποία η ευθύνη κάστου των κατηγορουμένων, διά να μη δια πραχθούν λάθη εις βάρος ουδενός. Αυτό θα ήτο μία προσφορά προς το Δικαστήριον.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν θα πάρετε από μένα τίποτε περισσότερον κ. Εισαγγελεύ. Δεν συμμετέχω εις την διαδικασίαν.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Καλώς, έχετε δικαίωμα να μην συμμετάσχετε, αλλά μίαν πληροφορία διά τους άλλους κατηγορουμένους;
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Δεν συμμετέχω εις την διαδικασίαν.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Μήπως αδικηθή κανείς κ. Παπαδόπουλε.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Αυτό είναι ευθύνη του Δικαστηρίου σας.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Σεις όμως αρνείσθε να βοηθήσετε το Δικαστήριον, ενώ ημπορείτε.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Αι αμφιβολίαι είναι υπέρ του κατηγορουμένου, και δεν δια κινδυνεύετε να κάνετε λάθη.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Ναι, αλλά ημπορεί να αδικήσετε κανένα συνάδελφόν σας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οι κ. συνάδελφοι παρακαλώ έχουν καμμίαν ερώτησιν; (Ησυχία)
Οι κ. υπερασπισταί των λοιπών κατηγορουμένων; (Ησυχία) Ουδεμίαν.
Η κατάθεση Κανελλόπουλου: «Ήμουν ο νόμιμος πρωθυπουργός της χώρας όταν Έλληνες, δυστυχώς, λοχαγοί διέρρηξαν το σπίτι μου»
Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο πρωθυπουργός της χώρας την ημέρα που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα.
Η κατάθεσή του διήρκεσε αρκετές ώρες και ήταν αρκετά διαφωτιστική για την πολιτική κατάσταση της χώρας πριν την κατάλυση της χώρας καθώς επίσης και για τα όσα ακολούθησαν αργότερα.
Από τη μνήμη του ανακάλεσε επίσης τις στιγμές της σύλληψής του, τα ξημερώματα της 21ς Απριλίου. «Μέχρι των προ των πρωινών ωρών 21 Απριλίου 1967 ήμουν ο νόμιμος πρωθυπουργός της Ελλάδος, όταν Έλληνες, δυστυχώς λοχαγοί, διέρρηξαν την θύρα του διαμερίσματος όπου κατοικώ» είπε χαρακτηριστικά.
Ο διάλογος που ακολούθησε με τον πρόεδρο της έδρας Γιάννη Ντεγιάννη ήταν ο εξής:
ΠΡ.: Διέρρηξαν;
ΚΑΝ.: Διέρρηξαν και εισέβαλαν με προτεταμένα τα αυτόματα.
ΠΡ.: Πόσοι περίπου ήσαν;
ΚΑΝ.: Δύο λοχαγοί και μεγάλος αριθμός υπαξιωματικών και στρατιωτών. Όταν λοιπόν διέρρηξαν την θύρα του διαμερίσματός μου και εισέβαλαν, προσέβαλαν με την βία των όπλων την νόμιμη εξουσία. Προσέβαλαν το Δημοκρατικό Πολίτευμα της χώρας. Όπως σήμερα είμαι πρώτος μάρτυς κατηγορίας, έτσι και την στιγμή εκείνη, μέχρι των πρώτων πρωινών ωρών της 21ης Απριλίου ήμουν ο πρώτος υπεύθυνος, μετά τον Βασιλέα, στην κρατική εξουσία.
Ακολούθως περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν στο Πεντάγωνο και στάθηκε στη συνάντηση που είχε εκεί με τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο. «Είδα των Βασιλέα σε κατάσταση μεγάλης ταραχής και μου διηγήθηκε τα όσα είχε υποστή» σημείωσε χαρακτηριστικά.
ΠΡ.: Έγινε χρήση βίας και εναντίον του;
ΚΑΝ.: Όχι σωματικής βίας.
ΠΡ.: Ότι εκυκλώθη κ.λπ. (σ.σ. εννοεί το Ανάκτορο στο Τατόι)
ΚΑΝ.: Δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες. Με ρώτησε τι πρέπει να κάνη. Και του απάντησα: «Δύο λύσεις υπάρχουν. Η μία είναι αυτή που θα έχετε και εμένα συμπαραστάτη σας. Να καλέσετε αμέσως αυτούς που είναι επικεφαλής, να τους ζητήσετε να συγκεντρωθούν όλοι στη μεγάλη αίθουσα του Πενταγώνου και εκεί να ζητήσετε από τους πρωταιτίους να τεθούν στη διάθεσή σας και στους άλλους να γυρίσουν στις μονάδες τους. Στην περίπτωση αυτή θα είμαι συμπαραστάτης σας. Αργότερα βεβαίως θα παραιτηθώ, γιατί επί των ημερών μου – αδιάφορο αν ήμουν 17 μόνο ημέρες πρωθυπουργός – εσημειώθη αυτό το μέγα ατύχημα».
ΠΡ.: Και η δεύτερη λύση;
ΚΑΝ.: Του είπα: «Η δεύτερη λύση, μεγαλειότατε, είναι να συμβιβασθήτε. Αλλά στην περί πτώση αυτή, βεβαιωθήτε ότι δεν είσθε βασιλεύς και πάντως εγώ δεν θα είμαι κοντά σας. Ο βασιλεύς επήγε τότε εις το παράθυρο και μου λέει: ελάτε και σεις. Και μου έδειξε το χάλι, το οποίο υπήρχε κάτω. Στρατιώτες και λοχαγοί ή υπολοχαγοί, όλοι ανακατεμένο με τα όπλα, να συζητούν και να ομιλούν σε μια κατάσταση εξάψεως. Και μου λέγει: Θα υπάρξη αιματοχυσία. Δεν βλέπετε σε ποια ταραχή βρίσκονται;
Ποιός τους κίνησε; Πράγματι και έξω από το γραφείο στο οποίο ήταν ο Βασιλεύς υπήρχαν τουλάχιστον 10-15 λοχαγοί με αυτόματα, αγριεμένοι και λόγω της νύκτας την οποίαν είχαν περάσει, διότι και αυτοί δεν εγνώριζαν ίσως 24 ώρες πριν τι θα διέπρατταν. Τυπικώς ετέλουν εν αγνοία και την στιγμήν εκείνη. Και βέβαια υπήρχεν ο κίνδυνος να συμβή κάτι. Αλλά είπα εις τον Βασιλέα ότι αυτή είναι η μόνη λύσις. Η άλλη λύσις, ο συμβιβασμός, εκτός του ότι δεν θα με εύρη κοντά σας, θα σημάνη ότι θα παύσετε και σεις να είσθε Βασιλεύς. Φοβούμενος την αιματοχυσίαν, όπως άλλωστε και την 13ην Δεκεμβρίου 1967, εσκέφθη, ότι έπρεπε να επιχειρήση έναν συμβιβασμό».
Αμέσως μετά, αναφέρθηκε στην πολιτική κατάσταση που υπήρχε λίγο πριν ξεσπάσει το πραξικόπημα. «Η κατάσταση όταν σχημάτισα κυβέρνηση ήταν οξεία, είπε. Γιατί; Διότι εγένοντο δηλώσεις βίαιες εναντίον της αποφάσεως του Βασιλέως να αναθέσει σε εμένα την κυβέρνηση. Εκτός του κ. Μαρκεζίνη, όλοι και άλλοι επετέθησαν βιαιότατα. Αλλά όταν στις 14 Απριλίου εισηγήθην στον Βασιλέα και εξεδώσαμε το διάταγμα της διαλύσεως της Βουλής, αλλά τα κόμματα, εκτός του κ. Μαρκεζίνη, και ενός μέρους των βουλευτών, οι οποίοι είχαν αποσπασθή από την Ένωση Κέντρου, εδήλωσαν ότι θα λάβουν μέρος στις εκλογές, τις οποίες θα διενεργούσε η κυβέρνηση της EPE. Και είχαν σταματήσει οι εκδηλώσεις. Κάποιες φοιτητικές εκδηλώσεις που είχαν γίνει στις 3, 4, 5 Απριλίου, είχαν ξεθυμάνει. Και πρέπει να σας πω ότι στις εκδηλώσεις εκείνης έλαβαν μέρος και φοιτητές του Κέντρου και της Αριστεράς και φοιτητές της ΕΡΕ και είχα δώσει εντολή στον Διευθυντή της Αστυνομίας – διότι είχαν απαγορευθή οι εκδηλώσεις – με την αυτή αυστηρότητα να αντιμετωπίση και τους μεν και τους δε. Και πρέπει να σας πω ακόμη ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας αντιμετωπίσθησαν με μεγαλύτερη αυστηρότητα οι φοιτηταί, οι ανήκοντες στη νεολαία του κόμματος, που ευρίσκετο στην εξουσία. Ήταν τουλάχιστον 8-10 τραυματίας, οι οποίοι εισήχθησαν στα νοσοκομεία.
Αυτό όμως επέρασε. Στις 14 του μηνός, όταν διελύθη η Βουλή, ηρέμησαν σχετικά τα πνεύματα διότι σε προεκλογική περίοδο μπαίναμε και ήταν αδιανόητη η πολιτική ηρεμία των πνευμάτων. Όταν υπάρχουν εκλογαί γίνεται αγών μεταξύ των κομμάτων. Αλλά ηρέμησεν τὸ πεζοδρόμιον. Και αυτή ακόμη η μεγάλη Μαραθώνιος πορεία, η οποία είχε προγραμματισθή δύο – τρεις ημέρες μετά τη διάλυση της Βουλής και για την οποίαν είχαν καταβληθὴ προσπάθειες μεγάλες, ανεστάλη. Βεβαίως, απηγόρευσα εγώ την πραγματοποίησή της αλλά δεν ήταν η απαγόρευση η οποία οδήγησε τους οργανωτές της Μαραθωνίου πορείας να την αναστείλουν επ’ αόριστον. Ήταν δική τους απόφαση γιατί ήθελαν όλοι να πάμε όσο το δυνατόν ομαλώτερα στις εκλογές…
Ποιος θα εκέρδιζε τας εκλογάς, κύριε Πρόεδρε, αυτό θα το αποφάσιζε ένας και μόνον, ο κυρίαρχος Λαός. Ουδείς είχε το δικαίωμα ούτε εκ των κυρίων που κάθονται εις τα εδώλια των κατηγορουμένων, ούτε εσείς ούτε εγώ να είπωμεν ότι θα παύσωμεν να σεβόμεθα την δημοκρατίαν και να χρησιμοποιήσωμεν άλλα μέσα, εάν δεν κερδίση το Κόμμα που επιθυμούμε. Και δεν ημπορούμεν να το είπωμεν αυτό, κύριε Πρόεδρε, διότι τότε παύει να υπάρχη Δημοκρατία, Η οποία προϋποθέτει και την υποταγήν μας, όχι μόνον την σιωπηλήν βεβαίως, εις την θέλησιν του Λαού, έστω και εάν η θέλησις αυτή αντίκειται εις τας ιδικάς μας πεποιθήσεις».
Πόσο έκατσαν τελικά στη φυλακή οι χουντικοί;
Οι περισσότεροι από τους οργανωτές του πραξικοπήματος η αλήθεια είναι ότι πέθαναν σε μεγάλη ηλικία. Ο Στυλιανός Παττακός στα 104, ο Νικόλαος Μακαρέζος στα 90, ο Ιωάννης Λαδάς ομοίως στα 90, ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης στα 87, ο Δημήτριος Ιωαννίδης επίσης στα 87 και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος στα 80. Κάθε φορά που κάποιος από τους υπαίτιους για το γεγονός ότι η Ελλάδα έμεινε επί επτά χρόνια «στον γύψο» έφευγε από τη ζωή, ερχόταν στην επικαιρότητα η συζήτηση για το εάν και κατά πόσο έμεινε ο καθένας στη φυλακή και εάν τηρήθηκε η φράση του Καραμανλή πως «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».
- Ο αρχιπραξικοπηματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος, πέθανε στις 27 Ιουνίου 1999 κρατούμενος μεν, αλλά εκτός φυλακής, αφού τους τελευταίους 36 μήνες της ζωής του, νοσηλευόταν στην εντατική του Λαϊκού Νοσοκομείου πάσχοντας από κακοήθη νεοπλασία του ουροποιητικού συστήματος.
- Ο Στυλιανός Παττακός πέθανε πλήρης ημερών στο σπίτι του καθώς είχε αποφυλακιστεί τον Σεπτέμβριο του 1990 λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του», κάτι όμως που δεν τον εμπόδισε να δίνει συνεντεύξεις σε μέσα μαζικής ενημέρωσης υπερασπιζόμενος τα έργα και τις ημέρες του.
- Ο Νικόλαος Μακαρέζος πέθανε επίσης εκτός φυλακής. Αρχικά και η ποινή του είχε μετατραπεί από θανατική σε ισόβια, παρέμεινε έγκλειστος για 16 χρόνια καθώς τον Αύγουστο του 2009 αποφυλακίστηκε λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του».
- Ο στρατιωτικός Μιχαήλ Μπαλόπουλος ήταν ο πρώτος από τους πραξικοπηματίες που πέθανε. Έφυγε από τη ζωή ενώ βρισκόταν στο κελί του, στις 2 Μαρτίου 1978 από οξύ έμφραγμά του μυοκαρδίου
- Ο Οδυσσέας Αγγελής, αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και «Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας» κατά τη δικτατορία, επέλεξε να αυτοκτονήσει. Βρέθηκε απαγχονισμένος στο μπάνιο του κελιού του, στις 22 Μαρτίου 1987.
- Ο Δημήτριος Ιωαννίδης πέθανε τον Αύγουστο του 2010 στο Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας παραμένοντας υπό κράτηση και αμετανόητος μέχρι το τέλος της ζωής του.
- Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, αδερφός του δικτάτορα, πέθανε τον Απρίλιο του 1999 στις φυλακές Κορυδαλλού μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
- Ο Νικόλαος Ντερτιλής πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 2013 μετά από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο που είχε υποστεί τον Δεκέμβριο του 2012. Παρέμεινε στη φυλακή για 38 χρόνια, σκληρός και αμετανόητος.
- Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης αποφυλακίστηκε λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» και πέθανε το 1996.
- Ο Γεώργιος Ζωιτάκης, καταδικασμένος σε ισόβια αλλά έχοντας αποφυλακιστεί λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» ήδη από το 1988, πέθανε στην Αθήνα το 1996.
- Ο επίσης καταδικασθείς σε ισόβια Ιωάννης Λαδάς αποφυλακίστηκε το 1990 και πέθανε σε ηλικία 90 χρονών τον Οκτώβριο του 2010.
- Ο Μιχαήλ Ρουφογάλης πέθανε στη φυλακή, στις 24 Φεβρουάριο του 2000.
- Ο καταδικασμένος σε ισόβια Αντώνιος Λέκκας αποφυλακίστηκε λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» και πέθανε το 1984.
- Ο Νικόλαος Γκαντώνας αποφυλακίστηκε λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» έχοντας εκτίσει ένα μέρος μόνο της 15ετους ποινής που του επιβλήθηκε και πέθανε το 1988.
- Ο Στέφανος Καραμπέρης αποφυλακίστηκε τον Ιανουάριο του 1990 λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» και πέθανε το Νοέμβριο του 2008.
- Τέλος, οι Γεώργιος Κωνσταντόπουλος, Ευάγγελος Τσάκας και Δημήτριος Σταματελόπουλος αποφυλακίστηκαν αφού εξέτισαν τις ποινές τους.
*Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.