Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής της στο 6ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, η Λίνα Μενδώνη τόνισε πως «είναι αδιανόητο να μιλάμε για άνοιγμα του τουρισμού χωρίς άνοιγμα των μουσείων». Επίσης, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού επισήμανε ακόμη ότι τα μουσεία είναι έτοιμα να υποδεχτούν τους επισκέπτες μετά από… σιωπή αρκετών μηνών, πάντα με τα υγειονομικά μέτρα που έχουν υποδειχθεί.
Αυτό δηλαδή, θα γίνει με μάσκα, περιορισμένο αριθμό επισκεπτών που θα είναι συγχρόνως στην ίδια αίθουσα και ξεναγήσεις πάλι με περιορισμένο αριθμό συμμετεχόντων. «Είναι πράγματα τα οποία κάναμε και πέρσι και φάνηκε ότι λειτουργούν πολύ καλά», πρόσθεσε η υπουργός, σημειώνοντας ότι μαζί με όλα τα μουσεία θα ανοίξει επίσης η Εθνική Πινακοθήκη (14 Μαΐου), το Μέγαρο Λοβέρδου – Τσίλλερ στην Αθήνα και το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας «Αρέθουσα» (εντός Μαΐου), ενώ τον Ιούνιο θα λειτουργήσει το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού στην Πλάκα.
«Ξεκινάμε δυναμικά. Η πανδημία μας δημιούργησε πολλά πάρα πολλά προβλήματα, συγχρόνως όμως μας έδωσε κάποιες δυνατότητες, καθώς ήταν κλειστά και μπόρεσαν να γίνουν οι δουλειές με έναν τρόπο διαφορετικό και πιο γρήγορο», πρόσθεσε η υπουργός.
Σε ερώτηση πώς συνδέεται ο πολιτισμός με τις τοπικές οικονομίες, η υπουργός αναφέρθηκε στο παράδειγμα της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς μνημεία υπάρχουν σε όλη την επικράτεια. «Η αποκατάσταση ενός μνημείου γίνεται στις περισσότερες των περιπτώσεων με αυτεπιστασία από τις Υπηρεσίες του ΥΠΠΟ.
Αυτό σημαίνει ότι δημιουργούνται θέσεις εργασίες που κατά κύριο λόγο προέρχονται συνήθως από την γύρω περιοχή, προσλήψεις εργατικού ή επιστημονικού προσωπικού. Ειδικά τα έργα αυτεπιστασίας, ο προϋπολογισμός τους διατίθεται τοπικά διότι αν η Εφορεία Αρχαιοτήτων που εκτελεί το έργο θέλει να αγοράσει υλικά, είναι λογικό να τα προμηθευτεί από την τοπική αγορά.
Επομένως, τα έργα επί μνημείου δημιουργούν μια κίνηση των τοπικών οικονομιών», εξήγησε -μεταξύ άλλων- η κ. Μενδώνη, πληροφορώντας ότι αυτήν τη στιγμή στα έργα αυτεπιστασίας στο τρέχον ΕΣΠΑ απασχολούνται περισσότερο από 2.200 άνθρωποι ενώ στα έργα που εκτελεί το ΥΠΠΟ σε έργα τρίτων λίγο λιγότεροι από 2.000.
Όσο για το Ταμείο Ανάκαμψης, συμπλήρωσε ότι υπάρχει συμμετοχή του υπουργείο Πολιτισμού και μάλιστα μετά από πολλά χρόνια έρχεται ένα μεγάλο πακέτο της τάξης των περίπου 650 εκατ. ευρώ, αφιερωμένο στον πολιτισμό είτε αυτό αφορά τη Σύγχρονη Δημιουργία είτε την Πολιτιστική Κληρονομιά. «Αυτό είναι εντελώς ισόρροπο, περίπου 50-50, με κάτι περισσότερο στη Σύγχρονη Δημιουργία. Γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι την περίοδο της πανδημίας οι κλάδοι αυτοί του Πολιτισμού επλήγησαν πολύ και από την άλλη επειδή για την Πολιτιστική Κληρονομιά υπάρχουν και άλλα εργαλεία χρηματοδοτικά, όπως το τρέχον ΕΣΠΑ ή το ΕΣΠΑ της επόμενης προγραμματικής περιόδου», διευκρίνισε η υπουργός.
Η κ. Μενδώνη αναφέρθηκε και στην «οικονομία των εμπειριών», λέγοντας ότι οι ξένοι κυρίως επισκέπτες ενδιαφέρονται πολύ να γνωρίσουν την ιδιαίτερη πολιτιστική και ιστορική ταυτότητα του τόπου, πλεονέκτημα που έχει η Ελλάδα, καθώς και άλλες μεσογειακές χώρες.
«Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα προϊόν που θα είναι απολύτως ανταγωνιστικό για να κρατήσουμε την υψηλή θέση την οποία φαίνεται ότι έχουμε μέσα από πλήθος διεθνών ερευνών. Αναβαθμίζοντας αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, μνημεία, δημιουργούμε νέες εμπειρίες», συμπλήρωσε η κ. υπουργός.
Τέλος, αναφέρθηκε και στη σημασία που έχουν οι μεγάλες δωρεές και η συμμετοχή των ιδρυμάτων στον Πολιτισμό, δίνοντας το παράδειγμα έργων με ιδιώτες χορηγούς, όπως το Τατόι (Ίδρυμα Αθ. Λασκαρίδη και ΑΜΚΕ Αιγέας), τα έργα στην Ακρόπολη (Ίδρυμα Ωνάση), «που έχει ενοχλήσει κάποιους, αλλά δεν θα είχαν γίνει στον χρόνο και στην ποιότητα αν δεν υπήρχε κι εδώ ιδιώτης χορηγός», όπως επισήμανε η κ. Μενδώνη, η Εθνική Πινακοθήκη και το παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης (Ίδρυμα Στ. Νιάρχος), καθώς και το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων (Ίδρυμα Αικ. Λασκαρίδη).