Με άκρως θετικά σχόλια αναλύει η Frankfurter Allgemeine Zeitung την παρουσία της κυβέρνησης Μητσοτάκη εδώ κι ένα χρόνο, σε κείμενο που έχει τον τίτλο «Η αισιοδοξία της Ελλάδας».
Μάλιστα, στο κείμενο υπάρχει αναφορά τόσο στη διαχείριση του κορονοϊού όσο και στα επόμενα βήματα για τον τουρισμό, σημειώνοντας ότι «η Ελλάδα δεν χρειάζεται τον οίκτο, αλλά αξίζει υποστήριξης για τις νέες προσπάθειές της».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο, όπως αποτυπώνεται από το ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Στις αρχές της χρονιάς η Ελλάδα ήταν στον καλύτερο δυνατό δρόμο για να καταστεί από περίπτωση χώρας σε κρίση σε χώρα-πρότυπο.
Από τον περασμένο Ιούλιο, οι Έλληνες έχουν κυβέρνηση με σταθερή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Αυτή καταπιάστηκε από μόνη της με πολλές μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε ήδη να έχουν υλοποιηθεί, αφότου οι προκάτοχοί της επί δέκα χρόνια είχαν κάνει τα πάντα, προκειμένου να δαιμονοποιήσουν ως σύμβολο εξαναγκασμού και άκαρδου καπιταλισμού τις μεταρρυθμίσεις που ζητήθηκαν από τους πιστωτές για τη βοήθεια κατά την ευρω-κρίση.
Όμως, το 2019 η πλειοψηφία των Ελλήνων βαρέθηκε την λαϊκιστική φρασεολογία και ψήφισε τον νηφάλιο, φιλελεύθερο μεταρρυθμιστή Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος πρωτύτερα είχε κατακτήσει την ηγεσία του κόμματος των συντηρητικών από τη θέση του “αουτσάιντερ”. Ο Μητσοτάκης νίκησε στην εσωκομματική εκλογή το φθαρμένο κατεστημένο του κόμματος, το οποίο έως το 2009 οδηγούσε τους Έλληνες σε πορεία με κατεύθυνση την άβυσσο.
Η καλή προετοιμασία, το αέρινο ξεκίνημα του νέου υπουργικού συμβουλίου μετά την εκλογική νίκη, γρήγορες συμβολικές αλλαγές, μία πρώτη μείωση του πολύ μεγάλου φόρου ακινήτων για τη μεσαία τάξη στις χαρακτηριζόμενες ως “καλύτερες περιοχές” είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη άνοδο του ελληνικού οικονομικού κλίματος, την ώρα που στην Ιταλία ή τη Γερμανία, για παράδειγμα, η διάθεση το φθινόπωρο του 2019 είχε ήδη υποχωρήσει. Ακόμα και τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, εν μέσω της κρίσης του κορονοϊού, η Ελλάδα βρισκόταν, σύμφωνα με το δείκτη που μετριέται από την Eurostat για την εκτίμηση των οικονομικών προοπτικών, σημαντικά πάνω από τις τιμές των μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ – η Ελλάδα πέτυχε την τρίτη καλύτερη επίδοση.
Στους καιρούς της πανδημίας του κορονοϊού, οι Έλληνες ένιωσαν για πρώτη φορά ότι δεν είναι οι ουραγοί της Ευρώπης, αλλά ότι ανήκουν στις χώρες-πρότυπο. Χάρη και στην προσεκτική κυβέρνηση, αλλά και στον γρήγορο περιορισμό της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, η Ελλάδα μετρά μέχρι τώρα μόνον 3.600 κρούσματα και λιγότερους από 200 νεκρούς. Στη Βαυαρία, η οποία έχει τον ίδιο πληθυσμό με την Ελλάδα, οι τιμές είναι 13 φορές μεγαλύτερες. Η μέχρι τώρα ομαλή πορεία της πανδημίας ενισχύει την προσδοκία ότι η Ελλάδα θα διέλθει την κρίση καλά και στο οικονομικό πεδίο. Επιπλέον, με την επιτυχία τους στον περιορισμό του ιού, οι Έλληνες επιδιώκουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη όσων στην Κεντρική Ευρώπη είναι διατεθειμένοι να κάνουν διακοπές στο εξωτερικό.
Ωστόσο, ειδικά στον τουρισμό υπάρχουν αυτήν τη στιγμή οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι. Αυτός ο κλάδος, σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικονομία, βίωνε κατά τα περασμένα δέκα χρόνια συνεχώς καινούρια ρεκόρ. Το 2019 καταμετρήθηκαν 34 εκατ. επισκέπτες, οι οποίοι έφεραν στη χώρα 18 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 10% του ΑΕΠ. Παρόλο, όμως, που τα περισσότερα ξενοδοχεία έχουν ξανανοίξει μετά την επιβληθείσα -εξαιτίας του κορονοϊού- παύση, οι προοπτικές για τον κλάδο με τους 700.000 απασχολούμενους είναι γι’ αυτό το καλοκαίρι θολές. Οι επισκέπτες από την Αμερική, τη Ρωσία και τη Μεγάλη Βρετανία δεν επιτρέπεται καταρχήν να εισέλθουν στη χώρα, ενώ ταυτόχρονα πολλοί παραθεριστές από την Ευρώπη αποφεύγουν τα αεροπορικά ταξίδια. Έτσι, η Ελλάδα θα χάσει, μάλλον, αυτήν τη χρονιά τα 2/3 των συναλλαγών από τον τουρισμό.
Οι Έλληνες δεν πτοούνται καταρχήν από αυτό. Η κυβέρνηση επιμένει στη μεταρρυθμιστική πορεία της. Σύμβολα των αλλαγών, τις οποίες η προηγούμενη αριστερή λαϊκιστική κυβέρνηση δεν θέλησε ή δεν κατάφερε, είναι η έναρξη των οικοδομικών εργασιών σε ένα πρότζεκτ 8 δισ. ευρώ στην περιοχή του πρώην αεροδρομίου της Αθήνας, στο Ελληνικό, η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, η κατά το ήμισυ μείωση των “κόκκινων δανείων”, αλλά και η μεταφορά ολοένα και περισσότερων διοικητικών διαδικασιών στο διαδίκτυο.
Προκειμένου η Ελλάδα να αλλάξει ριζικά, όπως είναι η υπόσχεση, είναι απαραίτητες και πολλές άλλες μεταρρυθμίσεις. Το αν οι αντοχές της κυβέρνησης αρκούν και η καλή διάθεση διατηρηθεί, αυτό θα φανεί το φθινόπωρο. Ο πρωθυπουργός εμφανίζεται σε κάθε περίπτωση φιλόδοξος: Την ώρα που στη Ρώμη ερασιτέχνες γίνονται υπουργοί και οι κομματικοί φίλοι τους σύμβουλοι, ο απόφοιτος του Harvard, Μητσοτάκης, έφερε τον κάτοχο Νόμπελ στα Οικονομικά, Χριστόφορο Πισσαρίδη, ο οποίος θα επεξεργαστεί ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα για περισσότερη παραγωγικότητα, εξαγωγές και θέσεις εργασίας. Ταυτόχρονα, ο Πισσαρίδης θα προσδώσει αξιοπιστία στα επενδυτικά σχέδια, τα οποία θα χρηματοδοτηθούν με την προσδοκώμενη βοήθεια από την ΕΕ. Έτσι ακριβώς θα μπορούσε η Ελλάδα να επωφεληθεί από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανασυγκρότησης, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η σταθερή μεταρρυθμιστική κυβέρνηση έχει εκλεγεί έως το 2023.
Οι πρώτες επιτυχίες του Μητσοτάκη δείχνουν ότι κάνει καλό στην Ελλάδα το να αλλάξει επιτέλους περισσότερο. Γι’ αυτό, όμως, είναι τώρα και η ώρα να έλθει το τέλος του μύθου της Ελλάδας ως του καημένου θύματος λανθασμένων μεταρρυθμιστικών επιθυμιών των πιστωτών. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται τον οίκτο, αλλά αξίζει υποστήριξης για τις νέες προσπάθειές της. Από αυτές θα μπορούσε να προκύψει μία ιστορία επιτυχίας».