Ο Πρόεδρος της Βουλής δήλωσε πως η προσήλωση της Ελλάδας στην εμπέδωση της σταθερότητας και της ευημερίας στη ΝΑ Ευρώπη και η συναίσθηση της ευθύνης έναντι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης της περιοχής αυτής, οδήγησαν στη σύναψη της Συμφωνίας των Πρεσπών, αποδεικνύοντας ότι, «όταν υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση, τα κράτη δύνανται να επιλύουν ειρηνικά τις διαφορές τους, με βάση το διεθνές δίκαιο και τις αρχές της καλής γειτονίας».
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο ειδήσεων ο Νίκος Βούτσης επισήμανε πως το γεγονός ότι σύσσωμη η διεθνής κοινότητα, με προεξάρχουσα την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αναγνωρίσει τη σημασία της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία αποτελεί «το πιο επιτυχημένο παράδειγμα καλής γειτονίας»,
Η Συμφωνία, όπως είπε, δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο για την πλήρη ανάπτυξη των διμερών πολιτικών και οικονομικών σχέσεων της Ελλάδας με τη Βόρεια Μακεδονία προς όφελος των δύο λαών, και ήδη οι διμερείς επαφές, σε όλα τα επίπεδα, είναι συχνές και στενές και στοχεύουν στη συγκρότηση ενός πλήρους και σύγχρονου πλέγματος συνεργασίας.
Επιπλέον η Συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για την ευρωατλαντική και ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας και επιπλέον αίρονται τα εμπόδια συνεργασίας, ενώ δίνεται η δυνατότητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη να επωφεληθεί από κορυφαίες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, όπως είναι η κινεζική «Οne belt-Οne road» και τα αμερικανικά σχέδια στον οικονομικό και ενεργειακό τομέα για την περιοχή.
Ο κ. Βούτσης διαβεβαίωσε στην ομιλία του πως η ταχεία ενσωμάτωση των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ παραμένει πάγια προτεραιότητα για την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι «πρέπει να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο μετατροπής των Δυτικών Βαλκανίων σε ειδική οικονομική ζώνη, όπου θα ανθεί μια ιδιότυπη νέο-αποικιακή εκμετάλλευση».
Υπενθύμισε δε, ότι η Ελλάδα έχει συγκροτήσει περιφερειακά σχήματα συνεργασίας τόσο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο σε συνεργασία με την Κύπρο, και «με συνέπεια και ρεαλισμό, επενδύει πολιτικά στη διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας μέσω των τριμερών συνεργασιών με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη».
Σε σχέση με την προσφυγική κρίση, τόνισε ότι η διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών που προκαλούνται από ένοπλες συρράξεις πρέπει να είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και την αρχή της αλληλεγγύης, και υπενθύμισε πως η Ελλάδα, ως εξωτερικό σύνορο της ΕΕ, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της προσφυγικής κρίσης. Υπογράμμισε δε ότι παρά την οικονομική κρίση, η οποία την ίδια στιγμή έπληττε σημαντικά τον πληθυσμό της, η Ελλάδα υποδέχτηκε όσους άφηναν πίσω τους τις εστίες τους, σεβόμενη το διεθνές δίκαιο και τις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού».
Όπως επεσήμανε ο Πρόεδρος της Βουλής, στην προσπάθειά της αυτή η Ελλάδα δεν έγινε αποδέκτης της αναμενόμενης αλληλεγγύης από όλους τους Ευρωπαίους εταίρους της, παρέπεμψε στη μη εφαρμογή των αποφάσεων για καταμερισμό ευθυνών από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ενώ τόνισε ότι υπάρχει ανάγκη για τη μεταρρύθμιση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου στη βάση της αλληλεγγύης και δίκαιου επιμερισμού των ευθυνών.
Αναφερόμενος στην Τουρκία, τόνισε πως η Ελλάδα στηρίζει σταθερά την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας αυτής, θεωρώντας ότι είναι προς το συμφέρον της ΕΕ, του τουρκικού λαού, αλλά και της Ελλάδας. Τουρκία και ΕΕ θα πρέπει, όπως σημείωσε, να παραμείνουν προσηλωμένες στη συνέχιση ενός ανοιχτού και ειλικρινούς διαλόγου, σε ουσιώδεις τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως η μετανάστευση, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η ενέργεια, οι μεταφορές και το εμπόριο. «Εξυπακούεται ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας συνδέεται με την αρχή της αιρεσιμότητας, η οποία δεν περιορίζεται στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και το κράτος δικαίου, αλλά επεκτείνεται στην εξωτερική πολιτική και στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς δικαίου της θάλασσας», κατέληξε στην ομιλία του ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.