Η κυβέρνηση υπηρετεί την εθνική θέση που διαμορφώθηκε το 2007 για το ονοματολογικό με την πΓΔΜ, ανέφερε, κατά τη διάρκεια της τακτικής ενημέρωσης των διπλωματικών συντακτών, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος. Έσπευσε, ταυτόχρονα, να σημειώσει πως «περιμένουμε και τα άλλα κόμματα να κάνουν το ίδιο», τονίζοντας πως η κυβέρνηση έχει την πρόθεση να επιλύει θέματα τα οποία χρονίζουν και να μην παραδίνεται στο τέλμα. Σε αυτό το πλαίσιο, επισήμανε την ανάγκη «να ευνοήσουμε μία ενιαία επωφελή, εθνικά συμφέρουσα και για τις δύο πλευρές, λύση». Αναφερόμενος στη χθεσινοβραδινή δέσμευση του πρωθυπουργού της πΓΔΜ, Ζόραν Ζάεφ, μετά τη συνάντηση με τον Έλληνα ομόλογό του, Αλέξη Τσίπρα, στο Νταβός, να μετονομάσει το αεροδρόμιο και την κεντρική λεωφόρο των Σκοπίων, είπε πως είναι ένα πρώτο βήμα, αλλά δεν είναι προφανώς το τελικό και υπογράμμισε πως αυτό που αποφασίστηκε μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών είναι να γίνει από εδώ και πέρα ένας οδικός χάρτης. «Θέλαμε επιβεβαίωση των προθέσεων της άλλης πλευράς να προχωρήσει σε ουσιαστική συζήτηση και να μετουσιώσει στην πράξη δηλώσεις καλών προθέσεων αντιμετώπισης του αλυτρωτισμού. Είναι ένα πρώτο βήμα, δεν είναι προφανώς το τελικό» ανέφερε χαρακτηριστικά ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών. Εστιάζοντας στην προενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ στην ΕΕ, διέκρινε τη σαφή διαφοροποίηση ανάμεσα στις συμφωνίες ένταξης και στις συμφωνίες σύνδεσης, ότι οι δεύτερες αφορούν τη δημιουργία ενός κλίματος τεχνογνωσίας και καταρχήν οικονομικών σχέσεων, που προετοιμάζουν το έδαφος για να ακολουθήσουν οι διαπραγματεύσεις ένταξης. «Με την ΠΓΔΜ η χώρα μας έχει ήδη αποφασίσει επί προηγούμενων κυβερνήσεων να δοθεί το πράσινο φως, ώστε να γίνει ο πρώτος γύρος ενός παρόμοιου γύρου συνεννοήσεων στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης και εμείς αποφασίσαμε, στο πλαίσιο της οικοδόμησης καλών σχέσεων εμπιστοσύνης, να προχωρήσουμε στον β’ γύρο» σημείωσε και ξεκαθάρισε πως αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνιστά προετοιμασία για ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ. Το πέρασμα από τον πρώτο στο δεύτερο γύρο, όπως διευκρίνισε, είναι απλώς η οικοδόμηση ενός μέτρου εμπιστοσύνης ως ανταπόδοση στην πολύ ουσιαστική κίνηση της άλλης πλευράς να κάνει ένα βήμα καταδίκης του αλυτρωτισμού, το ουσιώδες στοιχείο που μας χωρίζει. Όσον αφορά σε φράση που του αποδόθηκε, ότι αποκάλεσε τους ΑΝΕΛ ακροδεξιό κόμμα, ο κ. Κατρούγκαλος ανέφερε «ελπίζω να έχει διορθωθεί» και διευκρίνισε πως είπε ότι «είναι ακροδεξιοί οι μεταγγραφέντες από τον ΛΑΟΣ σήμερα στη ΝΔ, που προέρχονταν από ένα ακροδεξιό κόμμα». Κατέστησε σαφές πως «οι ΑΝΕΛ έχουν χαρακτηριστικά ενός συντηρητικού κόμματος, που ουδέποτε ήταν ακροδεξιοί και προφανώς δεν προέρχονται από ακροδεξιό κόμμα. Προέρχονται από τη ΝΔ, που συλλήβδην δεν είναι ακροδεξιό κόμμα, αλλά φιλοξενεί στο εσωτερικό του ακροδεξιά στοιχεία». Στο ίδιο μήκος κύματος, παρατήρησε πως «μολονότι έχουν αποκλίνουσα άποψη κομματικά οι ΑΝΕΛ από τον ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται ενιαία, δεν έχει κρατήσει αποστάσεις ο υπουργός Άμυνας από τον υπουργό Εξωτερικών, αντιθέτως του έχει δώσει την πλήρη κάλυψή του για να προχωρήσει στη διαπραγμάτευση». Οι ΑΝΕΛ έχουν πει ότι εμπιστεύονται απολύτως τον υπουργό Εξωτερικών και τη διαπραγματευτική τακτική που ακολουθεί, συμπλήρωσε. Μάλιστα, εκτίμησε πως «όταν και εάν θα φθάσουμε σε συμφωνία, διότι η άλλη πλευρά έχει σημαντικά προβλήματα παρά τη βούληση Ζάεφ, οι ΑΝΕΛ θα την υποστηρίξουν γιατί θα είναι εθνικά συμφέρουσα». Σε αυτό το σημείο, επικέντρωσε την κριτική του στη ΝΔ, τονίζοντας πως «το πρόβλημα της σημερινής ηγεσίας της είναι ότι έχοντας και μία ακροδεξιά φωνή, που μεγαλώνει το τελευταίο διάστημα στο εσωτερικό της, αντί να επιμένει στην εθνική συναίνεση, ουσιαστικά αποφεύγει να πάρει θέση για να μην στεναχωρήσει τα ακρδοδεξιά φέουδα». Υπό αυτό το πρίσμα, υποστήριξε πως αυτή δεν είναι υπεύθυνη θέση, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως είναι προς τιμήν πολιτικών, όπως οι κ.κ. Δένδιας, Μπαγκογιάννη, εν μέρει και ο κ. Κουμουτσάκος, «που διαφοροποιούνται από αυτές τις ακροδεξιές εξάρσεις». Όσον αφορά την ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας και σε σχέση με αυτήν της ΠΓΔΜ, παρατήρησε πως έχει ουσιαστικότερες συζητήσεις, με το άνοιγμα των κεφαλαίων. «Η δική μας έμφαση είναι ότι πρέπει να προσεχτούν ιδιαίτερα τα ζητήματα που αφορούν σε πλευρές του κράτους δικαίου, όπως η προστασία των μειονοτήτων» υπογράμμισε και συμπλήρωσε: «Έχουμε σημαντικές εξελίξεις στον τομέα αυτό, όχι μόνο σε συμβολικό και ηθικό επίπεδο, όπως είναι η εκταφή οστών Ελλήνων πεσόντων στο αλβανικό μέτωπο. Αυτό αποτελεί μία απόδειξη ότι η συστηματική προεργασία του υπουργείου μας, για θέματα που επίσης τελμάτωναν, να αποδίδει». Επίσης θέλησε να στείλει μήνυμα στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, λέγοντας πως η Ελλάδα στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική τους, και μάλιστα, όπως είπε, η Σερβία και το Μαυροβούνιο βρίσκονται ένα βήμα πιο κοντά από τις υπόλοιπες χώρες.
«Υποστηρίζουμε το σχήμα της ευρωπαϊκής λίστας στις ερχόμενες ευρωεκλογές»
Ως προς το μέλλον της ΕΕ, αυτό που την προσδιορίζει τη συγκεκριμένη περίοδο είναι η συνάντηση των «7» χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, σημείωσε και πρόσθεσε πως πρόθεση των ηγετών που συμμετέχουν είναι να συμβάλλουν για να ενισχύσουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως η κοινωνική και η δημοκρατική διάσταση της ΕΕ. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, όπως παρατήρησε, ότι στους 7 αντιπροσωπεύονται οι νούμερο δύο (γαλλική), τρία (ιταλική) και τέσσερα (ισπανική) μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης. Σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης, ο κ. Κατρούγκαλος ανέφερε πως οι επτά χώρες επιδιώκουν να έχει δημοκρατικότερο χαρακτήρα η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ. Υποστήριξε, ακόμη, πως έχει γίνει αποδεκτή μία πρόταση που ανέκαθεν την υποστήριζε η Ελλάδα, να έχουμε από τις προσεχείς ευρωεκλογές ένα σχήμα ευρωπαϊκής λίστας. Υποψήφιων ευρωβουλευτών Επικρατείας, με άλλα λόγια, σημείωσε. Ως προς αυτό, χαρακτήρισε θετικό ότι και το Ευρωκοινοβούλιο, με διαφοροποίηση μόνο του ΕΛΚ, φαίνεται να υποδέχεται θετικά παρόμοιες προτάσεις. Ενδιαφέρουσες χαρακτήρισε, επίσης, και τις συζητήσεις για τη μετεξέλιξη του ESM σε ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, αναφέροντας πως καμία χώρα του νότου δεν θέλει το ΔΝΤ να έχει ρόλο στην Ευρώπη. Αποτυπώνοντας την κοινή θέση των 7 χωρών του ευρωπαϊκού νότου, «θέλουμε ο ESM, μετεξελισσόμενος σε ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, να μην έχει χαρακτηριστικά τεχνοκρατικά, αλλά να υπόκειται σε πολιτική λογοδοσία, λόγος για τον οποίο υποστηρίζουμε και τον σχηματισμό μίας θέσης Ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών».