«Η εμπιστοσύνη είναι καλή, αλλά ο έλεγχος ακόμα καλύτερος», έχει τίτλο η συνέντευξη του επιτρόπου οικονομίας, Όλι Ρεν, που δημοσιεύει σήμερα η φλαμανδόφωνη εφημερίδα De Morgen.
Σύμφωνα με τον Όλι Ρεν τα υγιή δημόσια οικονομικά πηγαίνουν συνήθως χέρι – χέρι με την οικονομική ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο επίτροπος οικονομίας τονίζει ότι πολύ καιρό πριν παρέμβει η Ευρώπη η Ελλάδα παρουσίαζε αρνητική ανάπτυξη και η οικονομία της βρισκόταν σχεδόν σε ελεύθερη πτώση. «Η κρίση αυτή προκλήθηκε από το ελληνικό οικονομικό μοντέλο που δεν ήταν πλέον βιώσιμο, καθώς η Ελλάδα ζούσε εδώ και πολλά χρόνια πάνω από τις δυνάμεις της. Εάν κάνεις κάτι τέτοιο, θα έλθει κάποτε η στιγμή της επώδυνης προσαρμογής. Το σχέδιο που εγκρίναμε την περασμένη Δευτέρα, κατατείνει σε αυτό ακριβώς, να κάνει δηλαδή δυνατή την προσαρμογή αυτή και να θέσει εκ νέου τις βάσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη», τονίζει ο Όλι Ρεν.
Στην συνέχεια, σχολιάζοντας εκείνους που δυσπιστούν για τις πιθανότητες επιτυχίας του σχεδίου στήριξης της Ελλάδας, ο Όλι Ρεν τονίζει ότι η εκκίνηση γίνεται από ρεαλιστική αφετηρία, ωστόσο, επισημαίνει ότι πρέπει να διασφαλιστεί η εφαρμογή της. Σύμφωνα με τον Όλι Ρεν είναι σωστό τα κράτη μέλη που διατυπώνουν ενστάσεις να ζητούν και εγγυήσεις, καθότι εάν η υλοποίηση αποτύχει, το πρόγραμμα δεν θα αποδώσει. Σημειώνει, ωστόσο, ότι δεν είναι σωστό να λέει κανείς προκαταβολικά, όπως πράττουν οι αγγλικές και αμερικανικές οικονομικές εφημερίδες, ότι σε κάθε περίπτωση το σχέδιο είναι καταδικασμένο να αποτύχει. «Υπάρχει ακόμα μια σημαντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα ώστε να μειωθεί το χρέος από 160% του ΑΕΠ στο 120%. Κάτι που με τη σειρά του μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την μείωση των επιτοκίων. Η Ελλάδα όμως πρέπει να επιστρατεύσει μια ενότητα και μια επιμονή που απουσίαζαν για πολύ καιρό. Σε αντάλλαγμα η Ελλάδα δικαιούται να υπολογίζει στην αλληλεγγύη της Επιτροπής και των άλλων κρατών μελών», αναφέρει ο επίτροπος οικονομίας.
Ερωτηθείς σχετικά με την ανάγκη εφαρμογής ενός σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα, ο Όλι Ρεν επισημαίνει τη σημασία επενδύσεων με ιδιωτικούς και δημόσιους πόρους. Υπενθυμίζει ότι πέρυσι η Επιτροπή πρότεινε την μείωση της ελληνικής συνεισφοράς στα διαρθρωτικά ταμεία και αυτή τη στιγμή εξετάζονται άλλες δυνατότητες με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, μεταξύ άλλων στην βιομηχανία του τουρισμού. «Πρέπει όμως να έχεις έναν αξιόπιστο δημόσιο τομέα για να προσελκύσεις και να αξιοποιήσεις επενδύσεις», τονίζει ο Όλι Ρεν.
Ερωτηθείς, εξάλλου, αν οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν περικοπές σε εποχές ανάπτυξης αλλά να τολμούν να κάνουν χρέη σε εποχές ύφεσης, ο Όλι ΡΕν απαντά ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Επισημαίνει ότι τα οικονομικά κίνητρα βοήθησαν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις το 2008, αλλά το ύψος του χρέους των κρατών μελών αυξήθηκε κατά μέσο όρο από 60% σε 90% του ΑΕΠ. «Αυτό είναι ανησυχητικό διότι από αυτό το επίπεδο και μετά έχεις αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική δυναμική και ανάπτυξη. Ο Keynes δεν ήταν μόνο υπέρμαχος της τόνωσης της ζήτησης. Κάτι τέτοιο αποτελεί σοβαρή διαστρέβλωση του έργου του. Και δεν μου φαίνεται σώφρον να προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε τα υπέρογκα χρέη δημιουργώντας ακόμα περισσότερα», καταλήγει ο Όλι Ρεν.
Σχετικά με τα ευρωομόλογα ο επίτροπος οικονομίας αναφέρεται σε ένα «θετικό παράδειγμα» από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού:Το 1790 ο τότε υπουργός Oικονομικών A. Hamilton, έκανε μια συμφωνία με τον T. Jefferson . Όλα τα επιμέρους χρέη των πολιτειών συγκεντρώθηκαν σε ένα εθνικό χρέος και σε αντάλλαγμα έπρεπε η πρωτεύουσα της νέας Yόρκης να μεταφερθεί σε μια ελώδη περιοχή της Virginia που είναι σήμερα γνωστή ως Ουάσιγκτον. Η συλλογική μορφή που απέκτησε το χρέος συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα θετικό ορόσημο, τονίζει ο Όλι Ρεν, επισημαίνει ωστόσο ότι η κατάσταση στην Ευρώπη είναι λίγο πιο περίπλοκη. «Πιστεύω ότι μπορούμε να υλοποιήσουμε κάτι τέτοιο τμηματικά, αφότου έχουμε βελτιώσει την δύναμη πυρός που διαθέτουμε, ώστε να έλθουμε πιο κοντά ο ένας με τον άλλο τόσο στο οικονομικό όσο και στο δημοσιονομικό πεδίο» δηλώνει ο επίτροπος οικονομίας και προσθέτει: «Μέσο- και μακρο-πρόθεσμα μπορεί κανείς να εξετάσει το ενδεχόμενο έκδοσης των «ομολόγων σταθερότητας», όπως τα περιέγραψε η Επιτροπή, τα οποία ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο από ευρωοομόλογα. Γίνονται ενδελεχείς μελέτες αυτή τη στιγμή γι’ αυτό, ωστόσο, δεν είναι κάτι που θα συμβεί στο άμεσο μέλλον».
Τέλος, κληθείς να σχολιάσει την ολιγωρία της Ευρώπης στην ελληνική κρίση, ο Όλι Ρεν απαντά: «Ομολογώ ότι υπήρξαν στιγμές που, ως Ευρώπη, τα γεγονότα καμιά φορά μας ξεπερνούσαν. Για το λόγο αυτό, θέλουμε στο εξής – με νηφαλιότητα αλλά και αποφασιστικότητα – να λάβουμε τα μέτρα που είναι αναγκαία για την υπέρβαση της κρίσης και την δημιουργία θέσεων εργασίας».
Ο επίτροπος οικονομίας εκφράζει την ανησυχία του για τη διάσταση απόψεων επί των πολιτικών θεμάτων που παρατηρείται στα κράτη μέλη, ιδίως στα βόρεια και τα νότια. «Υπάρχει άβυσσος που χωρίζει τις απόψεις που ακούγονται στο φινλανδικό και το ελληνικό Κοινοβούλιο, για να μην μιλήσουμε για την γερμανική βουλή. Το καθήκον μου είναι να λειτουργήσω ως γεφυροποιός στην συζήτηση αυτή και αυτό είναι ένα ενίοτε σχιζοφρενικό συναίσθημα γιατί πολλές φορές καλείσαι να συγκεράσεις ακραίες απόψεις», καταλήγει ο Όλι Ρεν.