Το πολιτικό στίγμα του πρωθυπουργού στην ομιλία του στη Θεσσαλονίκη θα είναι το σχέδιο αξιοποίησης του θετικού μομέντουμ της φάσης δυναμικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, σημειώνει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στην «Εποχή» ενόψει των δύο κεντρικών πολιτικών σταθμών της ερχόμενης εβδομάδας: της επίσκεψης του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και της ετήσιας ομιλίας και παρουσίας του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ.
Αφού περιγράφει τα στοιχεία που δείχνουν μια «κατάσταση επαναφοράς σε οικονομική κανονικότητα», ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος τονίζει ότι τα δύο πολιτικά σχέδια που συγκρούονται και θα εκφραστούν στη ΔΕΘ αφορούν στον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί κάποιος την κανονικότητα: «με όρους αναδιανομής, κοινωνικού κράτους και προστασίας των εργασιακών σχέσεων ή προς όφελος της εγχώριας επιχειρηματικής ολιγαρχίας».
«Βρισκόμαστε», σημειώνει ο κ. Τζανακόπουλος, «σε μια φάση όπου θα πρέπει να μπει σε εφαρμογή το πολιτικό σχέδιο της δίκαιης ανάπτυξης, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις, ώστε τα οφέλη να διανεμηθούν, με όσο το δυνατό δικαιότερο τρόπο». Τονίζει πως για να γίνει αυτό, «χρειαζόμαστε έναν σοβαρό σχεδιασμό προτεραιοποίησης των επενδυτικών σχεδίων που να αφορά και τη βέλτιστη αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων του κράτους, την αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων και την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους». Επισημαίνει ότι «σε αυτά τα τρία πεδία θα κριθεί η δυνατότητα της κυβέρνησης να οδηγήσει τη χώρα εκτός κρίσης». Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν αρνείται το γεγονός ότι πολλοί περνούν δύσκολα, ωστόσο, σημειώνει ότι η θετική πορεία των δεικτών έχει αντανάκλαση και στην πραγματική ζωή, φέρνοντας ως παραδείγματα τη μείωση της ανεργίας κατά 6% και την ανοδική πορεία του δείκτη της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Και υπογραμμίζει: «Αν και μένουν λοιπόν πολλά να γίνουν το πολιτικό ερώτημα παραμένει: Ποια πολιτική δύναμη μπορεί να εγγυηθεί, και κατά την περίοδο της οικονομικής ανάκαμψης, τη βελτίωση της θέσης των πολλών. Η σημερινή κυβέρνηση ή η Νέα Δημοκρατία με ένα σκληρό πρόγραμμα περικοπών και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας;».
Δριμεία κριτική στη ΝΔ
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος ασκεί δριμεία κριτική στη στρατηγική της αξιωματικής αντιπολίτευσης που «επένδυσε τρεις φορές στη στρατηγική της αριστερής παρένθεσης» και διαψεύστηκε και τις τρεις. «Η αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ είναι μυωπική. Έχει έντονα ακροδεξιά στοιχεία, επιδιώκει την πόλωση, ενίοτε άνευ αντικειμένου, και μετατρέπει μια σειρά ήσσονος σημασίας ζητήματα σε υψηλών τόνων αντιπαραθέσεις», αναφέρει, για να τονίσει ότι «στην ηγεσία της ΝΔ βρίσκεται σήμερα μια συμμαχία ακροδεξιών και νεοφιλελεύεθρων και αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον». Με αφορμή την περίπτωση του Ταλίν, αναφέρει ότι η «ΝΔ εμφανίστηκε πιο ακροδεξιά από οποιαδήποτε άλλη πολιτική δύναμη έχει κατά καιρούς παίξει ρόλο στα πολιτικά πράγματα στη χώρα, αν εξαιρέσουμε τη Χρυσή Αυγή».
«Σε θετικό φόντο ξεκινά η γ’ αξιολόγηση»
Αναφορικά με την γ’ αξιολόγηση επισημαίνει ότι θα ξεκινήσει με το θετικό φόντο ότι το 2017 «όχι μόνο θα επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος αλλά και ότι θα έχουμε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη υπεραπόδοση». Προσθέτει ότι, ωστόσο, με δεδομένο ότι κάποιοι από τους δανειστές έχουν την τάση να μηδενίζουν το κοντέρ και να επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη των διαπραγματεύσεων ζητήματα που θεωρούνται κλειστά, δεν μπορεί κανείς να προεξοφλήσει ποια θα είναι η στάση τους. Συμπληρώνει τη βεβαιότητά του ότι ως προς τους Ευρωπαίους δεν θα υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα και πως από εκεί και πέρα «εξαρτάται από το ΔΝΤ και από το πόσο εποικοδομητικό θα είναι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αν θα καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε σύντομα την τρίτη αξιολόγηση, κάτι που αποτελεί στόχο της κυβέρνησης και διακηρυγμένο στόχο των Ευρωπαίων, έτσι ώστε να περάσουμε πια στην τελική φάση υλοποίησης του προγράμματος και τον Αύγουστο του 2018 να βγούμε από τη φάση της σκληρής επιτροπείας και των μνημονίων».
«Εν κατακλείδι, νομίζω ότι υπάρχουν οι πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις να συμβεί αυτό, αρκεί όλες οι πλευρές να μην τραβήξουν το σκοινί περισσότερο από όσο πρέπει», τονίζει. Σημειώνει ότι ήταν σχεδόν αναμενόμενο ότι η ΕΚΤ θα αντιδρούσε στις αρνητικές εκτιμήσεις ΔΝΤ για την πορεία των τραπεζών και θα αποκαθιστούσε την πραγματικότητα. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «έχει αρχίσει η Ευρώπη και οι πιο σκληρές δυνάμεις να αναθεωρούν την άποψή τους για το ΔΝΤ».
Ερωτηθείς αν ισχύει η πρόσκληση που είχε απευθύνει ο πρωθυπουργός στις δυνάμεις της κεντροαριστεράς, ο κ. Τζανακόπουλος σχολιάζει ότι «το λογικό θα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ και η αριστερά να έχουν ένα ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με αυτές τις δυνάμεις». Ωστόσο, αναφέρει, ότι ενώ στην Ευρώπη βλέπουμε μια ριζοσπαστικοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας στην Πορτογαλία, την Ισπανία, ακόμα και τη Γερμανία, «στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΣΥ αλλά και οι υπόλοιπες δυνάμεις του κέντρου δεν φαίνεται να επηρεάζονται από αυτή τη μετατόπιση». «Οι δυνάμεις που συγκροτούν το Κέντρο, εδώ και πολλά χρόνια έχουν επιλέξει όχι απλά μια στρατηγική σύμπλευσης με τον νεοφιλελευθερισμό αλλά μια σύμπλευση πολιτικού χαρακτήρα με δυνάμεις της δεξιάς».
«Το εργασιακό, πυρήνας της πολιτικής μας»
«Το εργασιακό, κατά τη γνώμη μου, (οφείλει να) είναι ο πυρήνας της πολιτικής μας στρατηγικής και η βασική μας διαχωριστική γραμμή από τη ΝΔ», υπογραμμίζει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, εξηγώντας γιατί είναι πολύ κρίσιμη για τους εργαζόμενους η παραμονή αυτής της κυβέρνησης.
Ειδικότερα αναφέρει ότι «από τη μια, έχουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο λέει ότι η ανταγωνιστικότητα πρέπει να στηριχθεί στη συντριβή της εργασίας και στη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών χαμηλού εργατικού κόστους, περιορισμού των εργατικών δικαιωμάτων, διάλυσης κάθε συνδικαλιστικής δράσης, περιορισμού των κατακτήσεων, πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας». Από την άλλη, σημειώνει, υπάρχει η στρατηγική στόχευση της κυβέρνησης: «η ανάπτυξη για να είναι δίκαιη και να μπορεί να παράγει οφέλη για τους πολλούς δεν μπορεί να στηριχθεί στη συντριβή της εργασίας, αντιθέτως πρέπει να στηριχθεί σε ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλών μισθών, εργατικών δικαιωμάτων, ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων».
Απαριθμώντας τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, νομοθετικές και άλλες, τονίζει πως αυτές οι κινήσεις «σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μετά τον Αύγουστο του 2018 θα επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, δηλαδή η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, αλλά και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης αρχίζουν να συγκροτούν μια δέσμη προστατευτικών ρυθμίσεων για την εργασία, που ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων». «Αυτό πρέπει να συμπληρωθεί και από μια πρωτοβουλία για την αύξηση του κατώτατου μισθού, όταν θα έχουμε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε μια τέτοια κίνηση, που θα δημιουργήσει εντελώς διαφορετικούς όρους», προσθέτει.