Υπέρ των «κουπονιών εκπαίδευσης», τάχθηκε ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Αβραντίνη με τίτλο: «Εκπαίδευση: Ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει».
«Δεν ξέρω, αγαπητέ Τάσο, αν είμαστε έτοιμοι να πάμε κατευθείαν σε αυτό το στάδιο και να συζητήσουμε τόσο τολμηρές προτάσεις. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είμαστε ακόμα ώριμοι να το κάνουμε, όχι να το συζητήσουμε, αλλά να πάμε σε αυτή τη λογική. Αλλά ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με ένα πλαίσιο παρεμβάσεων που θα απελευθερώσουν τα σχολεία από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και θα δώσουν περισσότερες δυνατότητες επιλογής στους γονείς αλλά και περισσότερο πεδίο αυτονομίας στους δασκάλους, στους διευθυντές για να μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας που παρέχουν στα παιδιά», είπε συγκεκριμένα ο κ. Μητσοτάκης απευθυνόμενος προς τον συγγραφέα.
Σημειώνεται ότι με τον όρο «κουπόνια εκπαίδευσης», vouchers περιγράφεται ένα μοντέλο επιδοματικής πολιτικής στην Εκπαίδευση, που χρηματοδοτεί το μαθητή και όχι το σχολείο και έτσι δίνει την ελευθερία επιλογής σε γονείς και μαθητές. «Οι κρατικές υπηρεσίες, όποιες και αν είναι αυτές, οφείλουν να είναι στοχευμένες πρωτίστως στον πολίτη και όχι στον πάροχο» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης και εξήγησε: «Η πολιτική, δηλαδή, για την Παιδεία – για να το πω με πολύ απλά λόγια – πρέπει να βάζει πρώτα το μαθητή και το φοιτητή, όχι το δάσκαλο και τον καθηγητή».
Ο πρόεδρος της ΝΔ επιτέθηκε στην κυβέρνηση διότι «έχει εγκλωβιστεί σε συντεχνειακά ζητήματα και σε συνθήματα του χθες, που δυστυχώς δεν παρακολουθούν τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στο χώρο της εκπαίδευσης παγκόσμια».
Σημείωσε δε ότι «δυστυχώς σε μία εποχή όπου τα ζητήματα της Παιδείας πρέπει να αποτελούν κεντρικό μέρος ενός Εθνικού Σχεδίου ανασυγκρότησης, στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο…Δυστυχώς, στη χώρα μας δεν γίνεται καμία απολύτως συζήτηση για το ποιες ειδικότητες και ποιες δεξιότητες χρειαζόμαστε, λαμβάνοντας υπόψη τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας τον οποίον εισηγούμαστε. Αν δηλαδή είναι προς όφελος της εθνικής οικονομίας, να παράγουμε τον αριθμό των δικηγόρων, των γιατρών ή των μηχανικών που παράγουν σήμερα τα πανεπιστήμια. Και σίγουρα δεν γίνεται καμία απολύτως συζήτηση για το πώς αλλάζει η ίδια η αγορά εργασίας, ως αποτέλεσμα των ραγδαίων εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας».
Συνεχίζοντας την κριτική στην κυβέρνηση είπε ότι «αντί να σκέπτεται με όρους 2030, μας επιστρέφει ουσιαστικά πίσω στο 1982. Κατεδαφίζει ό,τι καλό έγινε στο χώρο της Παιδείας, για να ικανοποιήσει τελικά τη δική της σκληρή εκλογική πελατεία…Εκδηλώνει όλα τα νεομαρξιστικά της απωθημένα στον πολύπαθο χώρο της εκπαίδευσης. Θα ήθελα εδώ να δανειστώ μία φράση την οποία χρησιμοποίησε ο Θάνος Βερέμης στην εισαγωγή που έγραψε για το βιβλίο, η οποία νομίζω ότι αποτυπώνει σε μία πρόταση ακριβώς το σκεπτικό της κυβέρνησης: «Η υπονόμευση της αριστείας είναι η ασφαλέστερη ενέργεια ισοπέδωσης της εκπαίδευσης».
Εκτεταμένη αναφορά έκανε στο νόμο 4009/2011, ο οποίος όπως είπε «ξηλώνεται μεθοδικά και βάσει συγκεκριμένου σχεδίου». Αφού θύμισε ότι τον στήριξε με πάθος σαν βουλευτής πρόσθεσε: «Κανονικά θα έπρεπε ήδη να τον έχουμε αξιολογήσει – όπως προέβλεπε και ο ίδιος ο νόμος – και να συζητάμε για το πώς θα τον βελτιώσουμε. Διότι, πράγματι επιδέχεται βελτίωση το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο. Αντί για αυτό μιλάμε για το ξήλωμα ενός νόμου. Μιλάμε για την απόλυτη επιστροφή στην πραγματικότητα του 1982. Προφανώς είναι μια εποχή με την οποία ο κ. Τσίπρας αισθάνεται πολύ μεγαλύτερη ιδεολογική οικειότητα».
Συμπλήρωσε την κριτική του λέγοντας ότι «το ξήλωμα και η παρέμβαση στην Παιδεία δεν περιορίστηκε μόνο στην ανώτατη εκπαίδευση. Έχουμε ένα συνολικό πλαίσιο παρεμβάσεων και στη λειτουργία των σχολείων με την κατάργηση ουσιαστικά των πρότυπων σχολείων, την επαναφορά του κομματισμού στις επιλογές των διευθυντών και μια σειρά από αυθαίρετες και μη μελετημένες προτάσεις για τον προγραμματισμό του τρόπου λειτουργίας του Γυμνασίου».
Ο κ. Μητσοτάκης τάχθηκε υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων και την αλλαγή του άρθρου 16 του Συντάγματος και υποστήριξε ότι με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα υπήρχαν και σημαντικά οφέλη για την οικονομία: «Θα μπορούσαμε να συζητάμε για 100.000 ενδεχομένους ξένους φοιτητές, 10.000 νέες θέσεις διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και πάνω από 5.000 νέες θέσεις διοικητικού προσωπικού. Αλλά προφανώς, για να γίνουν όλα αυτά, θα πρέπει επιτέλους να σπάσουμε το ιερό ταμπού του άρθρου 16 του Συντάγματος, το απόλυτο τοτέμ της αντιμεταρρύθμισης στη χώρα».