Σε μετωπική σύγκρουση οδηγούνται άμεσα τα δύο στρατόπεδα που έχουν δημιουργηθεί εντός της Δημοκρατικής Αριστεράς, όπως αποτυπώθηκαν και στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος το Σάββατο.
Διακύβευμα δεν είναι άλλο από την κοινή κάθοδο της ΔΗΜΑΡ με το ΠΑΣΟΚ στις επικείμενες εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Την ώρα που 31 στελέχη της Αγίου Κωνσταντίνου, μεταξύ των οποίων και ο Φώτης Κουβέλης, επιχειρούσαν να μπλοκάρουν την πρόθεση του προέδρου του κόμματος, Θανάση Θεοχαρόπουλου, τονίζοντας ότι η απόφαση που πήρε η ΚΕ για τις εκλογές δεν έχει την πλειοψηφία, ο τελευταίος ανακοίνωνε την κοινή κάθοδο με τη Χαριλάου Τρικούπη.
Τα 31 στελέχη της ΔΗΜΑΡ ζητούν την έκτακτη προσφυγή στο Διαρκές Συνέδριο για τις τελικές αποφάσεις, οι οποίες ωστόσο φαίνεται να είναι ειλημμένες από την ηγεσία του κόμματος.
Υπενθυμίζεται ότι ο Φώτης Κουβέλης έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το ΣΥΡΙΖΑ, με το όνομά του μάλιστα να έχει ακουστεί και για το Επικρατείας, ενώ έχει ταχθεί υπέρ της συστράτευσης με το ΣΥΡΙΖΑ μετά την απομάκρυνση της Αριστερής Πλατφόρμας και την αποκρυστάλλωση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Κουμουνδούρου.
Την αντίθεσή του σε οποιαδήποτε εκλογική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ εκφράζει ο πρώην πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης και σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Βήμα της Κυριακής» και δημοσιεύεται σήμερα.
Ο κ. Κουβέλης αναφέρει ότι «οι προγραμματικές επεξεργασίες του κόμματος, οι θέσεις του όπως αυτές επικυρώθηκαν και από το πρόσφατο συνέδριο αλλά και το αξιακό φορτίο της ανανεωτικής Αριστεράς που μεταφέρει, δεν δικαιολογούν πολιτικά και δεν επιτρέπουν την επιλογή εκλογικής σύμπλευσης με το ΠΑΣΟΚ», ενώ ξεκαθαρίζει ότι ακόμα και αν η πλειοψηφούσα τάση της ΚΕ του κόμματος το επιβάλει «δεν είμαι διατεθειμένος σε καμία περίπτωση να συνεργήσω».
Για τον ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι «Το στοίχημα είναι να αποδείξει ότι η Αριστερά δεν είναι κατάλληλη μόνο για να αντιπολιτεύεται, αλλά ικανή να κυβερνά με κοινωνική ευαισθησία, ρεαλισμό και ευθύνη. Και σ’ αυτή την υπόθεση οφείλουν να συμβάλλουν όλοι, βάζοντας κατά μέρος ιδιοτέλειες, σκοπιμότητες και προσωπικές στρατηγικές», ενώ απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με τις αναφορές «στο όνομά του στο πλαίσιο διεύρυνσης που συζητά η Κουμουνδούρου» εξηγεί πως ποτέ δεν έβαλε το προσωπικό πάνω από το συλλογικό και πως «και με τούτο απαντώ σε διάφορα ανύπαρκτα και αβάσιμα που εξακολουθούν να διακινούν διάφοροι κύκλοι». Επίσης αναφέρει ότι «Πέρα από όσα ακούγονται ή γράφονται, η φροντίδα μου δεν είναι άλλη από το να συμβάλλω με όλες μου τις δυνάμεις στην προοδευτική διακυβέρνηση του τόπου και στην έξοδο της χώρας από το θανάσιμο κύκλο της κρίσης».
Αναφερόμενος στα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης χαρακτηρίζει τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους εταίρους «βαριά», αλλά όπως εξηγεί: «Αν συνοδευτεί από ένα πακέτο πολιτικών – και τούτο είναι δυνατό – που θα αντιρροπεί τη λιτότητα, μαζί με μια πολιτική ανάπτυξης και από μια νέα συμφωνία αναδιάρθρωσης του χρέους, μπορεί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να γυρίσει η χώρα σελίδα».
Τέλος για τα σενάρια επιστροφής στη δραχμή, θεωρεί ότι μια μερίδα στελεχών της Αριστεράς «εγκλωβίσθηκε σε ένα σχέδιο καταστροφής, που θα βαλκανοποιούσε τη χώρα και θα βύθιζε στη μόνιμη φτώχεια τους πιο φτωχούς και αδύναμους συμπολίτες μας», αλλά «ευτυχώς, η μεγάλη πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος και ιδίως ο πρωθυπουργός απέτρεψαν το σχέδιο και κράτησαν τη χώρα στη φυσική κοιτίδα της: την ευρωζώνη. Τα συμφέροντα της κοινωνίας, άλλωστε, και ειδικά των κοινωνικών ομάδων που χτυπήθηκαν βαρύτατα από την κρίση, συνδέονται άρρηκτα με την παραμονή μας στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».