Σε λάθους πολιτικούς χειρισμούς και στα αδηφάγα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης οφείλεται η… ανάδειξη του «σκανδάλου του Βατοπεδίου» σύμφωνα με τη συμβολαιογράφο Αικατερίνη Πελέκη, η οποία συνέταξε όλα τα «ιερά συμβόλαια» ανταλλαγών ελληνικού δημοσίου και Μονής Βατοπεδίου και μετά την απολογία της αφέθηκε ελεύθερη με την καταβολή εγγύησης 70.000 ευρώ.
Η κα. Πελέκη απολογούμενη στην εφέτη- ειδική ανακρίτρια Ειρήνη Καλού περιέγραψε μία σειρά νομίμων πράξεων αρνούμενη ουσιαστικά ότι η υπόθεση αυτή, με τόσες ποινικές και πολιτικές διαστάσεις, είναι σκάνδαλο.
«Κατά τη γνώμη μου, αν ο πρώην Πρωθυπουργός, Κ. Καραμανλής, είχε κάνει από την πρώτη μέρα, που ξέσπασε η ιστορία, το 2008, τη δήλωση που έκανε μεταγενέστερα εγγράφως τον Οκτώβριο του 2010 στην Προανακριτική Επιτροπή, δεν θα υπήρχε σήμερα «σκάνδαλο Βατοπεδίου».
Αυτό που θέλω να πω, ότι σε μία υπόθεση που τηρήθηκαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες, κατέληξε να είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης από λάθος πολιτικούς χειρισμούς» υποστήριξε χαρακτηριστικά στην απολογία της η κατηγορούμενη συμβολαιογράφος.
Δίνοντας το στίγμα της υπερασπιστικής της θέσης έναντι των σοβαρών κακουργηματικών κατηγοριών ( ψευδείς βεβαιώσεις και συνέργεια σε απιστία) που της αποδίδονται η κ. Πελέκη αντέτεινε ότι:«Θεωρώ ότι οι αποφάσεις αυτές ήταν ειλημμένες πολιτικές αποφάσεις, διαχρονικά δύο Κυβερνήσεων, οι οποίες με τους αρμόδιους εκάστοτε Υπουργούς τους, φρόντισαν να υλοποιήσουν την πολιτική αυτή απόφαση.
Το μόνο που μου γεννά απορία, εκ των υστέρων, είναι το γιατί, όταν τελικά την υλοποίησαν, την πολιτική αυτή βούλησή τους, οι Πολιτικώς Προϊστάμενοι, δεν την υποστήριξαν κιόλας. Δεν πιστεύω ότι πίεσε η Μονή κάποιον να αποδεχθεί τα αιτήματά της. Το Κράτος ήθελε να τα αποδεχθεί, κι έτσι έκανε.
Ο τρόπος με τον οποίον προβλήθηκε η υπόθεση Βατοπεδίου από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δημιούργησε κατά τη γνώμη μου πανικό στους ανθρώπους που είχαν συμβάλει με οποιονδήποτε τρόπο στην υλοποίηση των ανταλλαγών αυτών. Και στους πολιτικώς προϊστάμενους, απ΄ό,τι φάνηκε, και στους υπηρεσιακούς παράγοντες.
Έτσι είχαμε περιπτώσεις Υπουργών, όπως ο κ. Δούκας, και ο κ. Κοντός, η νομιμότητα των πράξεων των οποίων ουδέποτε αμφισβητήθηκε, οι οποίοι αρνήθηκαν την υπογραφή τους, με αποτέλεσμα αυτό να πυροδοτήσει ακόμη περισσότερο την ανθρωποφαγία από την πλευρά των Μέσων Ενημέρωσης».
Σε ό,τι αφορά τις επίδικες «ιερές ανταλλαγές» απαντώντας σε ερωτήσεις της ανακρίτριας είπε: «Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Λίμνης και των παραλιμνίων δεν έχω ούτε τις γνώσεις ούτε την εμπειρία να τα κρίνω. Έχω εμπεδώσει μέσα μου, ότι η Μονή διαχρονικά πίστευε ότι και η Λίμνη και οι παραλίμνιες εκτάσεις της ανήκουν και όταν κάποιος πιστεύει ότι του ανήκει κάτι, το διεκδικεί με νόμιμα μέσα.
Το Κράτος από τη μεριά του, όπως είπαμε και παραπάνω, αναγνώρισε με διαδοχικές πράξεις, από το 1998 μέχρι και το 2006, την εγκυρότητα των τίτλων της Μονής, όπως τους παρουσίασε.
Οι πράξεις που έχει κάνει το Δημόσιο μέχρι σήμερα, μου δημιουργούν την πεποίθηση, ότι εφόσον ανεγνώρισε την κυριότητα, στη συνέχεια ήθελε, για λόγους Δημοσίου Συμφέροντος, όπως κατ΄ επανάληψη έχει τονίσει, και με δελτία τύπου κατά καιρούς έχει δημοσιεύσει, να ανακτήσει την κυριότητα των εκτάσεων αυτών και της Λίμνης.»
Ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτέλεσαν τα χρυσόβουλα τα οποία επικαλείται η Μονή για να θεμελιώσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης Βιστωνίδας.
Η δικαστική λειτουργός ρώτησε την κατηγορούμενη αν συμβουλεύτηκε για το σοβαρό αυτό θέμα τον πατέρα της, ο οποίος είναι έγκριτος νομικός για να λάβει την ακόλουθη απάντηση: «Για τα χρυσόβουλα μου εξήγησε ότι είναι διαχρονικά στην Ελλάδα και το εξωτερικό σε κατά τόπους ορθόδοξες περιοχές, όπως τα Ιεροσόλυμα, η Αλεξάνδρεια, το Πατριαρχείο ή άλλες περιοχές ,όπως η Ρουμανία αποτελούν αναγνωρισμένους τίτλους κυριότητας».