Πριν από μερικούς μήνες, η «Αυγή» δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Κύριε Πρετεντέρη, άξιος ο μισθός σου».
Και πού είναι η είδηση; Αναρωτήθηκα. Είναι άραγε περίεργο όταν κάποιος αξίζει αυτά με τα οποία αμείβεται; Δεν θα πρέπει κανονικά να θεωρείται αυτονόητο;
Φαίνεται, όμως, πως για ορισμένους όχι μόνο δεν θεωρείται αυτονόητο αλλά ούτε καν κανονικό. Κι ότι αποτελεί όχι μόνο είδηση αλλά και μομφή, αν κρίνω από τον επιθετικό τόνο όσων περιείχε εν συνεχεία το σχετικό δημοσίευμα.
Δεν θα σας κουράσω με όσα έλεγε. Ήταν, γενικώς, μια ακατανόητη διαμαρτυρία επειδή είχα γράψει στα «Νέα» ότι «ο χώρος των ΔΕΚΟ είναι ένα καρκίνωμα που πρέπει να εξυγιανθεί» και ότι «δεν μπορεί η κυβέρνηση να κόβει τις συντάξεις από τα γεροντάκια και τους μισθούς των εργαζομένων για να τα πετάει στα ελλείμματα του δημοσίου».
Αυτονόητα πράγματα, δηλαδή, που έκαναν την ένσταση ακόμη περισσότερο ακατανόητη.
Έτσι, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, υποθέτοντας ότι ακόμη και το ακατανόητο είναι μέρος της ζωής.
Διαπίστωσα απλώς ότι το άρθρο υπέγραφε ένας κύριος με τον βαρύγδουπο τίτλο «υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής του Συνασπισμού» και θαύμασα που ο μισθός μου έγινε αντικείμενο ενδιαφέροντος κοτζάμ «Τμήματος» και, μάλιστα, «Οικονομικής Πολιτικής». Μεγαλεία!
Πολύ αργότερα και εντελώς τυχαία πληροφορήθηκα ότι ο «υπεύθυνος» είχε μάλλον προσωπικούς λόγους να διαμαρτύρεται: Είναι, λέει, ο ίδιος διορισμένος δημόσιος υπάλληλος αλλά αποσπασμένος στον Συνασπισμό!
Πράγμα που σημαίνει ότι αμείβεται από το δημόσιο, χωρίς να εργάζεται στο δημόσιο και για το δημόσιο -απλώς πληρώνεται από το δημόσιο για να κάνει τον «υπεύθυνο» κάποιου τομέα κάποιου πολιτικού κόμματος.
Πράγμα που σημαίνει, επίσης, ότι ο δικός μου μισθός είναι σίγουρα άξιος, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι εκείνος αξίζει τον δικό του. Κι ότι με κάτι τέτοιες διαδικασίες δημιουργούνται οι καταστάσεις που ζητούσα να εξυγιανθούν. Ίσως γι΄ αυτό ενοχλήθηκε ο άνθρωπος.
Βρήκα την ιστορία διασκεδαστική αλλά και χαρακτηριστική της παθογένειας της ελληνικής κοινωνίας. Είμαστε η μοναδική κοινωνία στον κόσμο όπου το πρόβλημα διαμαρτύρεται εναντίον της λύσης του.
Επιβεβαιώθηκα στην σκέψη αυτή όταν, πριν από δυο-τρεις εβδομάδες, καμία πενηνταριά συνδικαλιστές της ΕΘΕΛ ήλθαν έξω από το MEGA να φωνάξουν ότι «δεν τα φάγαμε μαζί».
Έχουν δίκιο: Προφανώς δεν τα φάγαμε μαζί. Μόνοι τους τα έφαγαν! Ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος από τους συναδέλφους μου στο MEGA, είχαμε ποτέ την παραμικρή σχέση με την ΕΘΕΛ, εκτός από το να πληρώνουμε ως φορολογούμενοι τα ελλείμματά της.
Με αυτήν την μέθοδο, οι φορολογούμενοι μισθωτοί και συνταξιούχοι Έλληνες πληρώσαμε για την εταιρεία των διαμαρτυρομένων συνδικαλιστών πάνω από 6 δισ. ευρώ, μόνο μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια -στην βρώση των οποίων οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε καμία συμμετοχή. Και τώρα μας ζητάνε και τα ρέστα.
Ηθικόν δίδαγμα; Αντιλαμβάνομαι και κατανοώ απολύτως τις διαμαρτυρίες ανθρώπων που (καλώς ή κακώς) αντιμετωπίζουν μια σοβαρή επιδείνωση του εργασιακού καθεστώτος και του επιπέδου της ζωής τους.
Η διαμαρτυρία τους είναι και εύλογη και θεμιτή. Ακόμη περισσότερο επειδή έζησαν έως τώρα σε μια κοινωνία με μάλλον ανεπαρκή την γενικότερη αίσθηση ευθύνης. Ο λογαριασμός εκλαμβάνεται περίπου ως αδικοπραξία.
Αλλά, παρακαλώ πολύ, να μην τα βάζουν με όσους δεν έχουν σχέση με το πρόβλημά τους. Με όσους δεν φταίνε ούτε για το πριν, ούτε για το τώρα, ούτε για το μετά. Και οι οποίοι καλούνται για άλλη μια φορά να συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση προβλημάτων, τα οποία δεν δημιούργησαν αλλά πληρώνουν.
Με άλλα λόγια, είπαμε ότι τα πράγματα είναι δύσκολα αλλά μην μας πάρουν και το βόδι!
Του Γιάννη Πρετεντέρη από την aixmi.gr