Περισσότερο από όσο είχε αρχικά υπολογιστεί κράτησε η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην Ουάσιγκτον στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ.

Η συνάντηση –που ήταν η 5η των δύο ηγετών σε έναν χρόνο– παρουσία των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν αλλά και των διπλωματικών συμβούλων των δύο ηγετών, Άννας-Μαρίας Μπούρα και Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτς, είχε διάρκεια σχεδόν μία ώρα.

Ο πρωθυπουργός ζήτησε από τον συνομιλητή του να επανεκκινήσουν τις συνομιλίες για το Κυπριακό σε μια περίοδο που συμπληρώνονται 50 χρόνια από την εισβολή του Αττίλα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί στην Κύπρο για τις εκδηλώσεις μνήμης από τη μαύρη εκείνη ημέρα.

Ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τόνισε στον τούρκο πρόεδρο ότι 50 χρόνια μετά την τραγωδία του ’74 δεν μπορεί η Κύπρος, κράτος-μέλος της ΕΕ, να παραμένει διαιρεμένη και επανέλαβε την ανάγκη επανέναρξης των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού.

Οι δύο συμφωνίες

Σύμφωνα επίσης με πληροφορίες, στόχος της συνάντησης αυτής ήταν να παραμείνουν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και για τον λόγο αυτό Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν συμφώνησαν στο αμοιβαίο όφελος από τη διατήρηση κλίματος ηρεμίας στις διμερείς σχέσεις.

Συμφωνήθηκε, επίσης, να εντατικοποιήσουν τη συνεργασία για την επίτευξη του στόχου του διπλασιασμού του όγκου των διμερών εμπορικών συναλλαγών.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προχώρησε σε μια επισκόπηση για το πώς έχουν εξελιχθεί οι διμερείς σχέσεις μετά την επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα τον περασμένο Μάιο και στην ατζέντα της συνάντησης ήταν και οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Ουκρανία.

Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη συνεργασία με τις τουρκικές αρχές στην καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης και ανανέωσε το ραντεβού του με τον Ταγίπ Ερντογάν για τον Σεπτέμβριο που θα συναντηθούν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.

Το κλίμα

Οι δυο ηγέτες δεν συναντήθηκαν στην αίθουσα που είχε κλειστεί για τον σκοπό της συνάντησης, αλλά βγήκαν μαζί από την αίθουσα όπου διεξαγόταν η Σύνοδος του ΝΑΤΟ και περπάτησαν μαζί έως εκεί.

Όσοι βρέθηκαν στον χώρο δεν παρέλειψαν πάντως να σχολιάσουν ότι ο τούρκος πρόεδρος ήταν πιο βαρύς από ό,τι συνήθως. Μετά το τέλος της συνάντησης των δύο ηγετών στην αίθουσα παρέμειναν για ένα σύντομο τετ α τετ οι δυο υπουργοί Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν, οι οποίοι συνομιλούν τακτικά το τελευταίο διάστημα.

Ξεκάθαρο μήνυμα – προειδοποίηση στα Σκόπια

Σαφές μήνυμα προς τη Βόρεια Μακεδονία έστειλε κατά την παρέμβασή του στη συνεδρίαση του ΝΑΤΟ, ο πρωθυπουργός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για την ανάγκη σεβασμού της Συμφωνίας των Πρεσπών επισημαίνοντας ότι η πρόοδος, η ασφάλεια και η ευημερία βασίζονται στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συμφωνιών.

«Η πλήρης εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι απαραίτητη για τη Συμμαχία, για τα Δυτικά Βαλκάνια και για τη διεθνή κοινότητα. Η παραβίαση ή η επιλεκτική εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών θα υποβαθμίσει την αξιοπιστία όλων των προσπαθειών για διευθέτηση λοιπών εκκρεμών ζητημάτων στα Δυτικά Βαλκάνια και θα θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή. «Pacta sunt servanda. Αυτό πρέπει να το θυμόμαστε όλοι», τόνισε χαρακτηριστικά.

Όπως επισημαίνουν διπλωματικές πηγές, η ελληνική πλευρά ήταν αποφασισμένη και προετοιμασμένη να κρατήσει αυτή τη στάση, καθώς οι προκλήσεις της ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας διαδέχονται η μια την άλλη. Μάλιστα, λίγη ώρα νωρίτερα και φτάνοντας για τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας, Χρίστιαν Μίτσκοσκι, αναφέρθηκε στη χώρα του με τον όρο «Μακεδονία», παραβιάζοντας τη συμφωνία των Πρεσπών όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας του, αλλά αυτή τη φορά σε ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή φόρα.

«Η “Μακεδονία”», είπε, «ως χώρα σκοπεύει να συνεχίσει να λειτουργεί με τρόπο και στόχο ώστε να προωθεί τις αξίες. Ως “μακεδονική κυβέρνηση” θέλουμε να είμαστε δίπλα δίπλα με τους συμμάχους μας και να επιβεβαιώσουμε το ελευθεριακό πνεύμα του “μακεδονικού” λαού και των “Μακεδόνων” πολιτών».