Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης και συγγραφέας, κύριος εκπρόσωπος της μεταφυσικής ζωγραφικής. Με το έργο του άσκησε μεγάλη επιρροή στο σουρεαλιστικό κίνημα.
Γεννήθηκε στο Βόλο στις 10 Ιουλίου 1888 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του σικελού Εβαρίστο και της γενοβέζας Τζέμα ντε Κίρικο. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας.
Το ελληνικό περιβάλλον και ο ελληνικός πολιτισμός, μέσα στον οποίο μεγάλωσε ο ντε Κίρικο, υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον. «…Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη γη του Κλασικισμού, έπαιξε στις ακτές που είδαν την Αργώ να ξεκινάει το ταξίδι της, στους πρόποδες του βουνού που ήταν μάρτυρας στη γέννηση του γοργοπόδαρου Αχιλλέα και στις σοφές νουθεσίες τού δασκάλου του, του Κένταυρου», έγραφε σ’ ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο.
Ο πατέρας του επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του το επάγγελμα του μηχανικού, ωστόσο τον ενθάρρυνε στα καλλιτεχνικά του ενδιαφέροντα. Πρώτος δάσκαλος του ντε Κίρικο υπήρξε ένας νέος έλληνας ζωγράφος από την Τεργέστη, ονόματι Μαυρουδής. Αργότερα, την περίοδο 1903 – 1905, φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Γεώργιο Ροϊλό, Κωνσταντίνο Βολανάκη και Γεώργιο Ιακωβίδη. Το Μάιο του 1905 πέθανε ο πατέρας του, γεγονός που πιθανώς να συνδέεται με την αποτυχία του, την ίδια χρονιά, στις τελικές εξετάσεις της σχολής.
Το φθινόπωρο του 1906 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής, ενώ μελέτησε τα γραπτά του Νίτσε και του Σοπεγχάουερ. Αποχώρησε από την Ακαδημία πριν από την ολοκλήρωση των σπουδών του και το καλοκαίρι του 1909 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο.
Η περίοδος 1900 – 1919 ήταν η πιο μεστή της καριέρας του και αυτή για την οποία έγινε διάσημος. Στα έργα αυτής της περιόδου απεικονίζεται ένας κλειστός, θεατρικός κόσμος, με κύρια θέματα τις «πλατείες της Ιταλίας», πλατείες με σκοτεινές τοξοστοιχίες, έρημες, εκτός από την παρουσία κάποιου αγάλματος, ενός φουγάρου εργοστασίου ή κάποιου τρένου, που χαρακτηρίζονται από μια παγερή και αγωνιώδη ατμόσφαιρα, τα «ανδρείκελα», άψυχα και απρόσωπα, που υψώνονται μέσα σε αυστηρές προοπτικές και οι «εσωτερικοί μεταφυσικοί χώροι», που πνίγονται από πλήθος ετερόκλητων αντικειμένων.
Το 1911 σε ένα ταξίδι του στο Παρίσι προκάλεσε το ενδιαφέρον του Πικάσο και του Απολινέρ, με τη μεσολάβηση του οποίου έγινε γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατεύτηκε, αλλά τοποθετήθηκε σε βοηθητική θέση κι έτσι συνέχισε απερίσπαστα το ζωγραφικό του έργο.
Από το 1919 ο Ντε Κίρικο εγκατέλειψε τη «μεταφυσική» ζωγραφική για να αφοσιωθεί σε ένα είδος κλασσικισμού, με εμφανή την επιρροή των ζωγράφων της Αναγέννησης και της Φλαμανδικής Σχολής. Το 1924 γνώρισε τη ρωσίδα μπαλαρίνα Ραίσα Γκούριεβιτς, η οποία έγινε η πρώτη του γυναίκα. Εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι και μαζί ταξίδεψαν στη Νέα Υόρκη για την πρώτη του έκθεση στον Νέο Κόσμο το 1928. Τον επόμενο χρόνο θα χωρίσουν και το 1930 ο Ντε Κίρικο θα γνωρίσει μια άλλη ρωσίδα, την Ιζαμπέλα Φαρ, με την οποία θα συζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 20 Νοεμβρίου 1978.
Ο Τζόρτζιο Ντε Κίρικο θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους του 20ου αιώνα. Έχει επηρεάσει πλήθος ομοτέχνων του (Μαξ Ερνστ, Σαλβαδόρ Νταλί, Ρενέ Μαγκρίτ, Νίκος Εγγονόπουλος κ.ά.), αλλά και καλλιτέχνες από άλλους χώρος, όπως τον σκηνοθέτη Μικελάντζελο Αντονιόνι και τον δημιουργό ηλεκτρονικών παιγνιδιών Φουμίτο Ουέντα («Ico», «Shadow of the Colossus»).
Πηγή: sansimera.gr