Εμβληματικός ζωγράφος, ο Αλέκος Φασιανός δεν συντάχθηκε εμφανώς με τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής του, αλλά παρέμεινε πιστός στην παραστατική ζωγραφική και τις ελληνικές καταβολές του διατηρώντας μέχρι τέλους το σεβασμό του για κάποια διδάγματα της γενιάς του ‘30, την αγάπη του για την ελληνική τέχνη (αρχαία, βυζαντινή, λαϊκή), και τους ισχυρούς δεσμούς του με τη βιωμένη εμπειρία του ελληνικού χώρου.
Για τον πολυτάλαντο πατέρα της, που έφυγε πριν από έναν χρόνο από τη ζωή, τη σχέση τους, αλλά και τις συνήθειές που είχε και κανείς δεν φαντάζεται μίλησε η Βικτώρια Φασιανού στην εκπομπή «Στούντιο 4» της ΕΡΤ και τη Φανή Πλατσατούρα.
«Ο Φασιανός ήταν εργοστάσιο φαντασίας και έμπνευσης ήθελε παντού να υπάρχουν έργα του, να έρχονται όλη σε επαφή με τη δουλειά του. Ποτέ δεν τον έχω μπει μπαμπά, δεν τον εξέφραζε πολύ και το μπαμπάς, τον φώναζα Αλέκο, είχαμε συμβιβαστεί στο Αλέκος. Δεν ήταν ο κλασικός πατέρας, δεν σου έδινε συμβουλές, μόνο αν του ζητούσες σε κατεύθυνε, του άρεσε αυτή η ελευθερία» είπε αρχικά και συνέχισε:«Είχε και συγκεκριμένο πρόγραμμα, ξύπναγε 7 το πρωί, ανέβαινε στο εργαστήριό του στον πάνω όροφο, ζωγράφιζε μέχρι τη 1, 2. Κατέβαινε, μαγείρευε, συνέχιζε μετά τη ζωγραφική και το βράδυ ήθελε να βγει να φάει έξω σε ταβέρνα. Έπρεπε εσύ να διεκδικήσεις χρόνο μαζί του. Οπότε εγώ πήγαινα στο ατελιέ του και τον παρακολουθούσα και τον βοηθούσα να ζωγραφίζει, κοιμόμασταν μαζί, με έβαζε στρωματσάδα κάτω. Δεν ήθελε να τον ενοχλεί κανείς στο ατελιέ του, μόνο η γάτα ήταν εκεί. 12 η ώρα έβλεπε όλα τα μεσημεριανά στα κανάλια, έπαιρνε όλα τα κουτσομπολίστικα περιοδικά και έκοβε τις φιγούρες για να τις ζωγραφίσει. Είχε τέτοιες συνήθειες που δεν θα τις φανταζόσουν».