Όλο και μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν να δουν το φως της ζωής τα μωρά που ζυγίζουν κάτω από 400 γραμμάρια, όμως συχνά αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα υγείας καθώς μεγαλώνουν, σύμφωνα με μια νέα έρευνα σχετικά με τα μωρά με το μικρότερο βάρος.
Πάντως η πιθανότητα γέννησης ενός τόσο μικροκαμωμένου μωρού παραμένει πολύ μικρή, καθώς η συντριπτική πλειονότητα αυτών των μίνι-βρεφών έρχονται υπερβολικά πρόωρα για γέννα, με συνέπεια τελικά να μην επιβιώνουν, σύμφωνα με τον υπεύθυνο της μελέτης δρα Έντουαρντ Μπελ του πανεπιστημίου της Αϊόβα.
Η πιθανότητα επιβίωσης ενός μωρού με βάρος κάτω των 400 γραμμαρίων είναι κατά μέσο όρο μεταξύ του μία στις 100 και μία στις χίλιες. Η επιβίωση εξαρτάται όχι τόσο από το μέγεθος, όσο από το στάδιο της ανάπτυξης του εμβρύου, όταν φτάνει η στιγμή της γέννησης.
Με πρωτοβουλία του Μπελ, άρχισε η καταγραφή των πιο μικρών μωρών του κόσμου, με στοιχεία από διάφορες πηγές, μεταξύ άλλων και από το Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. Το «μητρώο» αυτό των μικροσκοπικών μωρών (στη διεύθυνση www.healthcare.uiowa.edu/tiniestbabies) μεγαλώνει συνεχώς και περιέχει μωρά που ζύγιζαν στη γέννησή τους από 260 έως 397 γραμμάρια και έμειναν στην κοιλιά της μητέρας τους από 22 έως 34 εβδομάδες.
Υπό κανονικές συνθήκες, ένα έμβρυο 400 γραμμαρίων βρίσκεται περίπου στην 19η εβδομάδα ανάπτυξης, δηλαδή χρειάζεται ακόμα τρεις έως τέσσερις εβδομάδες για να έχει κάποιες πιθανότητες επιβίωσης έξω από την μήτρα. Αυτά τα έμβρυα που τελικά γεννιούνται και επιβιώνουν, είναι κατά μέσο όρο πιο πλήρως σχηματισμένα από το μέσο έμβρυο των 400 γραμμαρίων που παραμένει στην κοιλιά της μητέρας του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα πρόωρα και μικροσκοπικά κορίτσια φαίνεται να έχουν περισσότερες πιθανότητες σε σχέση με τα αντίστοιχα αγόρια. Περίπου τα τρία τέταρτα αυτών των μωρών που έχουν καταφέρει να ζήσουν, είναι κορίτσια, ενώ η πρώτη δεκάδα των μικρότερων μωρών περιλαμβάνει αποκλειστικά κορίτσια.
Οι γιατροί δεν είναι σίγουροι γιατί τα κορίτσια έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται στην θετική επίδραση των θηλυκών ορμονών στην έγκαιρη ανάπτυξη των πνευμόνων και άλλων ζωτικών οργάνων, κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης εκτός της μήτρας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κορίτσια φτάνουν στην εφηβεία νωρίτερα από τα αγόρια, κάτι που δείχνει ότι πιθανότατα αναπτύσσονται πιο γρήγορα και μέσα στην μήτρα.
Σε μια ξεχωριστή μελέτη, στο ίδιο παιδιατρικό περιοδικό, οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Σούζαν Χιντς της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Στάνφορντ, διαπίστωσαν την ύπαρξη ενός υψηλού ποσοστού αναπτυξιακών ελλειμμάτων, τα οποία δημιουργούν διάφορα προβλήματα (τύφλωση, εγκεφαλική παράλυση κ.α.), σε εκείνα τα παιδιά που παρέμειναν στην κοιλιά της μητέρας τους λιγότερο από 25 εβδομάδες.
Περίπου ένα στα τρία πρόωρα μωρά επιβιώνει, όταν η ηλικία του είναι κάτω των 25 εβδομάδων και ζυγίζει λιγότερο από 600 γραμμάρια. Σε ηλικία 18 έως 22 μηνών, μόνο ένα στα πέντε από αυτά τα μωρά που επιβίωσαν, έχει ελάχιστα ή καθόλου αναπτυξιακά προβλήματα στον εγκέφαλο ή το κεντρικό νευρικό σύστημά.
Σύμφωνα με τον Μπελ, τα περισσότερα πρόωρα και μικροσκοπικά μωρά που περιλαμβάνονται στο «μητρώο» του, συνεχίζουν μετέπειτα στη ζωή τους να έχουν μαθησιακά και άλλα προβλήματα υγείας, παραμένουν σχετικά κοντά στο ύψος και μειωμένου βάρους για την ηλικία τους.
Το πρώτο μωρό που καταγράφηκε στα ιατρικά χρονικά κάτω των 400 γραμμαρίων, γεννήθηκε το 1936. Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν γεννηθεί και επιβιώσει περίπου πολλά δισεκατομμύρια παιδιά στον κόσμο, αλλά μόνο λίγο περισσότερα από 100 ζύγιζαν λιγότερα από 400 γραμμάρια.