Σε ένα αναπάντεχο συμπέρασμα κατέληξαν γερμανοί βιολόγοι, που δίνει μια νέα διάσταση στην πιο υποτιμημένη από τις πέντε αισθήσεις: την όσφρηση. Σύμφωνα με τους επιστήμονες το ανθρώπινο δέρμα είναι γεμάτο κυτταρικούς υποδοχείς (αισθητήρες) της όσφρησης, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μυρίζουμε μόνο με την μύτη μας.
Η λειτουργία των υποδοχέων – αισθητήρων της μύτης κατανοήθηκε για πρώτη φορά στην αρχή της δεκαετίας του ’90 και η σχετική επιστημονική έρευνα τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Όμως κατά την τελευταία δεκαετία πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι ανάλογοι αισθητήρες βρίσκονται και σε άλλα σημεία του σώματος.
Τώρα, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπόχουμ, με επικεφαλής τον δρα Χανς Χατ, σύμφωνα με τους «Times» της Νέας Υόρκης», μετά από μια σειρά τεστ σε ανθρώπους, ανακάλυψαν ότι πάνω από 15 οσφρητικοί υποδοχείς της μύτης υπάρχουν επίσης σε κύτταρα του ανθρώπινου δέρματος.
Μάλιστα, όπως έδειξαν τα σχετικά πειράματα, οι εκδορές στο δέρμα θεραπεύτηκαν 30% πιο γρήγορα, όταν οι ερευνητές έβαλαν κοντά στο πληγωμένο δέρμα μια συνθετική μυρωδιά από σανταλόξυλο. Το δέρμα φαίνεται πως μπορεί να μυρίσει γύρω του και έτσι να πυροδοτήσει μια διαδοχή από εσωτερικές μοριακές αλλαγές, με κατάληξη την ταχύτερη αποκατάσταση του κατεστραμμένου δερματικού ιστού.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι αυτή η ανακάλυψη μπορεί να αξιοποιηθεί από τη βιομηχανία καλλυντικών για νέου τύπου προϊόντα αντιγήρανσης, αλλά και από τη φαρμακοβιομηχανία για νέες θεραπείες των επιφανειακών τραυμάτων.
Όπως είπε ο Χανς Χατ, μπορεί να ακούγεται παράξενο ότι το δέρμα μιμείται την μύτη, όμως οι οσφρητικοί υποδοχείς είναι ανάμεσα στους πιο αρχαίους εξελικτικά αισθητήρες χημικών ουσιών που διαθέτει το ανθρώπινο σώμα και με τους οποίους ανιχνεύει μια ποικιλία ουσιών, όχι απλώς όσες κυκλοφορούν στον αέρα και μπορεί να τις μυρίσει με την μύτη.
Οι κυτταρικοί οσφρητικοί υποδοχείς είναι σαν τις κλειδαριές, στις οποίες έρχονται να κλειδώσουν συγκεκριμένα κλειδιά – μόρια (των ουσιών που μυρίζουν). Μόνο ορισμένα μόρια – κλειδιά ταιριάζουν σε συγκεκριμένους αισθητήρες – κλειδαριές. Κάθε φορά που ένα μόριο «κλειδώνει», ξεκινά στο σώμα μια αλυσίδα βιοχημικών αντιδράσεων, που οδηγεί στο να σταλεί ένα νευρικό σήμα στον εγκέφαλο, ώστε να αντιληφθούμε τη συγκεκριμένη μυρωδιά.
Είναι εντυπωσιακό ότι, όπως ανακάλυψε ο Χατ από το 2003, ακόμη και στους όρχεις των ανδρών υπάρχουν οσφρητικοί υποδοχείς που λειτουργούν ως ένα είδος συστήματος καθοδήγησης, το οποίο επιτρέπει στα σπερματοζωάρια να βρίσκουν τον δρόμο τους προς το ωάριο.
Στη συνέχεια, ο ίδιος επιστήμονας ανακάλυψε παρόμοιους οσφρητικούς υποδοχείς σχεδόν παντού: στο ήπαρ, την καρδιά, το έντερο, τα νεφρά, τους πνεύμονες και τον εγκέφαλο, όπου επιτελούν διάφορες φυσιολογικές λειτουργίες, όπως να βοηθάνε στον έλεγχο του μεταβολισμού και στη ρύθμιση της πίεσης του αίματος. Σχεδόν κάθε όργανο του σώματος περιλαμβάνει τέτοιους αισθητήρες.
Το 2009 η ομάδα του Χανς Χατ -ο οποίος έχει δώσει μάχη για να πείσει τους μάλλον δύσπιστους συναδέλφους του σχετικά με τη σημασία των οσφρητικών υποδοχέων σε όλο το σώμα- ανακάλυψε ότι αν αυτοί οι αισθητήρες στον προστάτη εκτεθούν σε ένα άρωμα από βιολέτες και τριαντάφυλλα, φαίνεται να «φρενάρεται» η εξάπλωση των καρκινικών κυττάρων, καθώς απενεργοποιούνται τα «ένοχα» γονίδια.
Οι οσφρητικοί υποδοχείς ανήκουν σε μια μεγάλη οικογένεια πρωτεϊνών, που υπάρχουν στην επιφάνεια των κυττάρων και επιτρέπουν στα τελευταία να αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει γύρω τους. Οι υποδοχείς αυτοί αποτελούν συχνό στόχο διαφόρων φαρμάκων.
Οι άνθρωποι διαθέτουν περίπου 350 διαφορετικά είδη οσφρητικών υποδοχέων, πολύ λιγότερα από άλλα ζώα (π.χ. σκύλοι, ποντίκια, αρπακτικά κ.α.), στα οποία η όσφρηση είναι σαφώς πιο ανεπτυγμένη. Αν και οι υποδοχείς αυτοί, οπουδήποτε υπάρχουν στο σώμα, λέγονται συλλήβδην οσφρητικοί, επειδή αρχικά ανακαλύφθηκαν στην μύτη, αποτελεί ανοικτό ερώτημα αν όντως εξελίχτηκαν πρώτα στην μύτη ή σε άλλο σημείο του σώματος.