Διπλάσιο κίνδυνο πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία πριν την ηλικία των 75 ετών έχει ένας μεσήλικας άνδρας με 75 -και πάνω- παλμούς καρδιάς το λεπτό σε φάση ηρεμίας, σε σχέση με όσους έχουν λιγότερους από 55 χτύπους το λεπτό, σύμφωνα με μια νέα σουηδική επιστημονική έρευνα, στην οποία συμμετείχαν δύο Έλληνες επιστήμονες της διασποράς.
Η μελέτη δείχνει, επίσης, ότι μια διαχρονική αύξηση στον ρυθμό της καρδιάς στους άνδρες ηλικίας 50 έως 60 ετών σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου, μέσα στην επόμενη δεκαετία. Οι άνδρες αυτής της ηλικίας, που επί μια δεκαετία έχουν σταθερούς παλμούς το λεπτό σε φάση ηρεμίας, έχουν κατά μέσο όρο 44% μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, σε σχέση με εκείνους που ο ρυθμός της καρδιάς τους σταδιακά αυξάνει μέσα σε αυτή την περίοδο.
Ένας ρυθμός 50 έως 100 παλμών το λεπτό θεωρείται ότι βρίσκεται εντός φυσιολογικών πλαισίων. Όμως, ένας χαμηλότερος ρυθμός χτύπων της καρδιάς δείχνει γενικά καλύτερη καρδιαγγειακή υγεία και πιο αποδοτική λειτουργία της καρδιάς.
Οι ερευνητές της ιατρικής Ακαδημίας Σαλγκρένσκα του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ, με επικεφαλής τον δρ. Σαλίμ Μπάρι Μπαριγουάνι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «Open Heart», μελέτησαν σε βάθος εικοσαετίας 800 άνδρες άνω των 50 ετών, τυχαία επιλεγμένους από το γενικό πληθυσμό, από τους οποίους το 15% πέθαναν πριν τα 71 τους, ενώ το 28% εμφάνισαν καρδιακή νόσο και το 14% ειδικότερα στεφανιαία νόσο.
Οι συμμετέχοντες που είχαν αυξημένο ρυθμό καρδιάς σε φάση ηρεμίας, ήταν πιθανότερο να είναι καπνιστές, να ασκούνται λιγότερο σωματικά, να έχουν περισσότερο στρες, μεγαλύτερη αρτηριακή πίεση και μεγαλύτερο σωματικό βάρος.
Όπως αναδημοσιεύει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, διαπιστώθηκε ότι κάθε πρόσθετος χτύπος της καρδιάς σε φάση ηρεμίας σχετίζεται κατά μέσο όρο με 3% μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από κάθε αιτία, με 1% μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και με 2% μεγαλύτερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.
Επειδή η μελέτη παρατήρησης (στην οποία συμμετείχαν οι Κωνσταντίνος Εργατούδης και Ζαχαρίας Μανδαλενάκης) συμπεριέλαβε μόνο άνδρες, δεν είναι σαφές κατά πόσο τα ευρήματα ισχύσουν εξίσου και για τις γυναίκες. Οι ερευνητές δήλωσαν, πάντως, ότι η παρακολούθηση της διαχρονικής εξέλιξης του ρυθμού της καρδιάς μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς ώστε να ανακαλύψουν κάποιον μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο.