Οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση σε σχέση με όσους αμείβονται καλύτερα, υποδεικνύει νέα έρευνα.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για γυναίκες και ηλικίες 25 έως 44 ετών, σημειώνουν οι ερευνητές από το University of California στο Davis. Τα ευρήματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μείωση του προσωπικού και οικονομικού κόστους της υπέρτασης, σημειώνουν οι ερευνητές.
Ο ερευνητής, J. Paul Leigh, του UC Davis, δήλωσε έκπληκτος που τα χαμηλά ημερομίσθια αποτελούν τόσο ισχυρό παράγοντα κινδύνου για 2 πληθυσμούς που δεν συνδέονται συνήθως με υπέρταση, η οποία πιο συχνά συνδέεται με το να είναι κάποιος μεγαλύτερης ηλικίας και άντρας. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι γυναίκες και νεότεροι εργαζόμενοι που αμείβονται με τα χαμηλότερα ημερομίσθια θα πρέπει να εξετάζονται τακτικά και για υπέρταση.
Η έρευνα ανακάλυψε ότι το ημερομίσθιο κυμαινόταν από περίπου 2,38 σε 77 δολάρια του 1999. Κατά τη διάρκεια της έρευνας οι συμμετέχοντες ανέφεραν επίσης αν ο γιατρός τούς διέγνωσε υψηλή αρτηριακή πίεση.
Βασιζόμενοι σε στατιστική ανάλυση, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ο διπλασιασμός του ημερομισθίου σχετιζόταν με πτώση 16% στον κίνδυνο υπέρτασης. Επίσης μείωνε τον κίνδυνο κατά 1,2% σε 2 χρόνια και 0,6% σε ένα χρόνο.
Ο Leigh εξήγησε ότι αυτό σημαίνει πως αν εργάζονταν 110 εκατ. άνθρωποι στις ΗΠΑ, μεταξύ 25 και 65 ετών, από το 1999 έως το 2005 που διήρκεσε η έρευνα, τότε μια αύξηση 10% στα ημερομίσθια όλων θα οδηγούσε σε 132.000 λιγότερα περιστατικά υπέρτασης κάθε χρόνο.
Οι ερευνητές υπολόγισαν επίσης ότι ο διπλασιασμός των ημερομισθίων των νεότερων εργαζόμενων συνδεόταν με 25 έως 30% μείωση στον κίνδυνο υπέρτασης. Στις γυναίκες, το διπλάσιο ημερομίσθιο μείωνε τον κίνδυνο κατά 30 έως 35%.
Η έρευνα, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «European Journal of Public Health», μπορεί να έχει περιορισμούς από το γεγονός ότι βασίστηκε στην αναφορά διάγνωσης υπέρτασης από τους συμμετέχοντες.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα που θα διερευνήσει τη σχέση μεταξύ χαμηλών ημερομισθίων και υπέρτασης. Αν και η έρευνα ανακάλυψε σχέση, δεν απέδειξε πως είναι αιτιατή.
Πηγή: iatronet.gr