Η φυσική δραστηριότητα (αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «άσκηση», παρέχοντάς την ως μονολεκτική και σύντομη οδηγία σε διαβητικούς και παχύσαρκους ασθενείς, χωρίς δυστυχώς να επιμένουμε σε αυτή) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα… αντιδιαβητικά φάρμακα για την καταπολέμηση του σακχαρώδους διαβήτη.
Ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη η άσκηση αποτελούσε ένα από τα λιγοστά μέσα θεραπείας, καθώς παρατηρήθηκε ότι τα συμπτώματα του διαβήτη βελτιώνονταν μετά από σωματική άσκηση. Ο λόγος είναι η σημαντική κινητοποίηση του μυϊκού μας ιστού, ο οποίος χρησιμοποιεί τη γλυκόζη του αίματος ως καύσιμο προκειμένου να δραστηριοποιηθεί. Πράγματι, σαν σωματική (φυσική) άσκηση προσδιορίζεται η δραστηριότητα η οποία παράγεται από κινήσεις των σκελετικών μυών που έχει ως συνέπεια κατανάλωση ενέργειας. Η άσκηση τονώνει τους μύες και, καθώς ο μυϊκός ιστός έχει μεγαλύτερη ευαισθησία στην ινσουλίνη (δηλαδή την ορμόνη που σχετίζεται με τη μείωση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα) από το λιπώδη ιστό, η άσκηση οδηγεί σε ευεργετική επίδραση στη δράση της ινσουλίνης και μείωση της γλυκόζης στο αίμα. Βοηθάει στην απώλεια βάρους, τη διατήρησή του σε φυσιολογικά επίπεδα, στη μείωση του στρες, στη μείωση της χοληστερόλης και της αρτηριακής πίεσης, παραγόντων δηλαδή που, όταν δρούν ανεξέλεγκτοι, συμβάλλουν απο κοινού με το διαβήτη στην επιβάρυνση του καρδιαγγειακού συστήματος.
Άσκηση και αντίσταση στην ινσουλίνη
Αντίσταση στην ινσουλίνη είναι η κατάσταση κατά την οποία η ινσουλίνη, η ορμόνη που ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μας, δεν αποδίδει το 100% της αποτελεσματικότητάς της, με συνέπεια να πρέπει να παράγουμε μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης για να διατηρηθεί φυσιολογικό το σάκχαρο στο αίμα μας.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τί προκαλεί την αντίσταση στην ινσουλίνη, αλλά υπολογίζεται ότι ένα σημαντικό ποσοστό οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες. Η αντίσταση ινσουλίνης επηρεάζεται επίσης και από περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως το σωματικό βάρος (ειδικότερα, το κοιλιακό λίπος) και τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητας φαίνεται ότι είναι αντιστρόφως ανάλογο με την αντίσταση στην ινσουλίνη και συνεπώς αντιστρόφως συνδεδεμένο με τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη συνδέεται με το λεγόμενο «Μεταβολικό Σύνδρομο». Ένας στους έξι Ευρωπαίους και, σε μερικές χώρες της ΕΕ, ένας στους τρεις έχουν μεταβολικό σύνδρομο, µια κατάσταση που αυξάνει πολύ τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακά νοσήματα και εγκεφαλικά επεισόδια, και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρο θάνατο. Η αντίσταση στην ινσουλίνη αυξάνει την LDL- χοληστερόλη (χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη – η «κακή» χοληστερίνη) και τα τριγλυκερίδια αίματος, και μειώνει την HDL- χοληστερόλη (υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη – η «καλή» χοληστερίνη). Με το χρόνο αυξάνονται και τα επίπεδα σακχάρου και η κατάσταση εξελίσσεται σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2). Η παχυσαρκία αυξάνει πολύ τις πιθανότητες αντίστασης στην ινσουλίνη, ενώ τα συμπτώματα βελτιώνονται πολύ με τη μείωση του βάρους, ακόμα και κατά μόνο 10%, και την αύξηση του επιπέδου σωματικής δραστηριότητας. Όπως προτείνεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας οι άνθρωποι πρέπει να εκτελούν μέτρια σωματική δραστηριότητα για τουλάχιστον 30 λεπτά ημερησίως. Σωστή διατροφή και άσκηση συνοδευόμενα απο μια μέτρια απώλεια βάρους μειώνουν κατα πολύ τους κινδύνους που επιφέρει η αντίσταση στην ινσουλίνη.
Άσκηση και ΣΔ2
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μια μεταβολική πάθηση η οποία χαρακτηρίζεται από τη διαταραχή του ρυθμού έκκρισης της ινσουλίνης, μιας ορμόνης που εκκρίνεται από το πάγκρεας, της οποίας η λειτουργία, όπως αναφέρθηκε, είναι η ρύθμιση της ποσότητας της γλυκόζης στο αίμα. Στο ΣΔ τύπου 1 έχουμε πλήρη έλλειψη παραγωγής της, ενώ στο ΣΔ τύπου 2 έχουμε δυσλειτουργία της (αφού η παραγωγή ινσουλίνης μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη του φυσιολογικού και παρόλα αυτά να υπάρχει διαβήτης). Στο μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών με ΣΔ2 προϋπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη.
Στους ασθενείς με ΣΔ2 πάντα χορηγούνται οδηγίες δίαιτας και άσκησης. Η άσκηση βοηθά στη σταθεροποίηση της γλυκόζης του αίματος, μειώνει τις ανάγκες του οργανισμού σε ινσουλίνη ή άλλα φάρμακα, μειώνει τις υψηλές τιμές λιπιδίων στο αίμα, ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση, συμβάλλει στον περιορισμό της ανάπτυξης αθηρωματικών πλακών στα αγγεία και διατηρεί το σωματικό βάρος υπό έλεγχο. Επιπρόσθετα, είναι ευεργετική από ψυχολογική άποψη και συμβάλλει στην καταπολέμηση του stress, του άγχους και της κατάθλιψης που συνήθως είναι αυξημένη στους διαβητικούς ασθενείς. Βεβαίως, το πρόγραμμα άσκησης πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του κάθε ασθενούς ξεχωριστά, να είναι εξατομικευμένο. Η ενίσχυση των κινήτρων για άσκηση, η επιδίωξη εφικτών στόχων και στρατηγικών σύμφωνα με την προσωπικότητα του ασθενούς αλλά και με τη παρελθούσα σχέση του με την άσκηση διαμορφώνουν ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα φυσικής άσκησης. Φαίνεται πως η διαμόρφωση εξατομικευμένου προγράμματος άσκησης είναι πιο αποτελεσματική από τις γενικές οδηγίες που απλά προτρέπουν τους ασθενείς να ασκηθούν.
Η άσκηση θα πρέπει να εμπεριέχει μεσαίας έντασης δραστηριότητες (συνδυασμός ασκήσεων αντοχής και ασκήσεων με αντιστάσεις) με σκοπό την βελτίωση του καρδιοαναπνευστικου συστήματος, της μυϊκής κατάστασης και της γενικότερης φυσικής κατάστασης. Η φυσική δραστηριότητα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για εμφάνιση ΣΔ2 μέσω της βελτίωσης της ευαισθησίας στην ινσουλίνη αλλά και στην ίδια τη γλυκόζη.
Η φυσική δραστηριότητα πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής των διαβητικών. Όπως τα αντιδιαβητικά φάρμακα χορηγούνται χρονίως, έτσι πρέπει να σκέπτονται οι διαβητικοί ασθενείς τη φυσική τους δραστηριότητα: μία συνήθεια που θα τους ακολουθεί για πάντα.
Άσκηση και ΣΔ1
Στα άτομα χωρίς διαβήτη η σωματική άσκηση επιφέρει αυτόματα μείωση της έκκρισης της ινσουλίνης, αφού τα μυϊκά κύτταρα καταναλώνουν πολύ γλυκόζη με αποτέλεσμα η στάθμη της στο αίμα να μειώνεται. Η γλυκόζη μπορεί να μπει στα κύτταρα αυτά και χωρίς τη βοήθεια της ινσουλίνης. Ο οργανισμός κατά τη διάρκεια της άσκησης χρησιμοποιεί τις αποθήκες γλυκόζης όπως τα αποθέματα από το συκώτι (ήπαρ). Για να επιτευχθεί αυτό θα έπρεπε να μειωθεί η ινσουλίνη στο αίμα. Στους ασθενείς με με διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1) αυτό δεν μπορεί να γίνει, καθώς λαμβάνουν την ινσουλίνη τους εξωγενώς, με τις ενέσεις. Αν λοιπόν τα άτομα με διαβήτη κάνουν τη συνηθισμένη τους ινσουλίνη, κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης κινδυνεύουν να πάθουν υπογλυκαιμία. Στους μυς γίνεται καύση μεγάλων ποσοτήτων γλυκόζης και προκαλείται υπογλυκαιμία, ακόμα και χωρίς έντονη γυμναστική, όπως γενική καθαριότητα στο σπίτι, μετακόμιση, βαρειές εργασίες στον κήπο, περπάτημα σε μεγάλη απόσταση.
Η σωματική άσκηση πρέπει να προγραμματίζεται στους ασθενείς με ΣΔ1. Πρέπει είτε να χορηγείται λιγότερη ινσουλίνη είτε να καταναλώνονται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από την άσκηση –εφόσον αυτή δε διαρκεί πολύ- περισσότεροι υδατάνθρακες.
Τα άτομα με ΣΔ1 μπορεί να αθλούνται όσο θέλουν. Συνήθεις συμβουλές είναι να γίνεται αυτοέλεγχος του σακχάρου και να αποφεύγεται η άσκηση σε σάκχαρο αίματος νηστείας >250mg/dl, και να αυξάνεται η πρόσληψη υδατανθράκων κατά την άσκηση. Συστήνεται λήψη 15 γρ. υδατανθράκων 1 ώρα πριν ή μετά από μέτρια άσκηση και κατανάλωση επί πλέον υδατανθράκων αν το σάκχαρο αίματος νηστείας είναι < 100mg/dl προ της έναρξης. Το άτομο πρέπει να έχει μαζί του ταυτότητα και υδατανθρακούχο τροφή. Προσοχή σε ενδεχόμενη υπογλυκαιμία μερικές ώρες μετά την άσκηση αλλά και μείωση των δόσεων της ινσουλίνης αν πρόκειται η άσκηση να είναι παρατεταμένη. Η έγχυση να γίνεται σε σημείο του σώματος που δεν θα ασκηθεί.
Εν κατακλείδι, η Σωματική Δραστηριότητα (Άσκηση) αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πρόληψης και θεραπείας του σακχαρώδους διαβήτη και η επιμονή σε αυτή σε συνδυασμό με σωστή διατροφή για απώλεια βάρους μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της Υγείας των ανθρώπων που είτε πάσχουν είτε έχουν αυξημένο κίνδυνο να πάθουν ΣΔ. Μία θεραπευτική προσέγγιση φυσική, αποτελεσματική και ανέξοδη…
Πηγή: iator.gr