Τεστ που θα εντοπίζει το μηχανισμό μέσω του οποίου κάποιοι ασθενείς εμφανίζουν αντίσταση στην ιματινίβη, τη συνήθη φαρμακευτική ουσία για τη λευχαιμία και τον καρκίνο των κυττάρων του αίματος ανέπτυξαν Ιάπωνες ερευνητές.
Το τεστ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς αντίσταση στη συγκεκριμένη ουσία εμφανίζουν συνήθως ασθενείς που είναι σε υποτροπή και οι οποίοι παρουσιάζουν ραγδαία επιδείνωση εάν τους χορηγηθεί λάθος θεραπευτική αγωγή, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.
Σύμφωνα με τη δημοσίευση των ερευνητών στο περιοδικό Clinical Cancer Research, το νέο αυτό τεστ θα βοηθήσει τους γιατρούς να διαπιστώσουν εάν ασθενείς με χρόνια μυελογενή λευκαιμία (CML) αντιδρούν στην εν λόγω ουσία.
Η ιματινίβη είναι η δραστική ουσία του φαρμάκου Glivec ή Gleevec της Novartis και χρησιμοποιείται κατά της χρόνας μυελογενούς λευχαιμίας και άλλων καρκίνων. Το φάρμακο αυτό μπλοκάρει τα ένζυμα των καρκινικών κυττάρων αντί να εξουδετερώνει όλα τα κύτταρα που πολλαπλασιάζονται γρήγορα.
«Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν ευαισθησία στην ιματινίβη όταν διαγιγνώσκονται με CML, ωστόσο η αντίσταση στη δράση της ουσίας μπορεί να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια ή μετά τη θεραπευτική αγωγή», τονίζει ένας από τους εμπνευστές του τεστ, εξηγώντας πως ακόμα και σε περιπτώσεις που η αντίσταση αποκτάται σταδιακά, το πιο κρίσιμο ζήτημα είναι ποιο θα είναι το επόμενο βήμα. Αν ο ασθενής περάσει σε διαφορετική θεραπευτική αγωγή, στην οποία ενδεχομένως να εμφανίζει επίσης αντίσταση, πρόκειται απλά για χάσιμο χρόνου και επιδείνωση της κατάστασή τους.
Με το τεστ αυτό, προσθέτει ο ερευνητής, μπορεί να αναγνωριστεί το πιο κατάλληλο φάρμακο, η δόση του και ο συνδυασμός του με άλλες ουσίες, διαμορφώνοντας μια θεραπευτική αγωγή «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα του εκάστοτε ασθενή. Έτσι, η θεραπεία μπορεί να είναι πιο ακριβής και πιο αποτελεσματική, δήλωσε στο Reuters.
Τα νέα φάρμακα για την αντιμετώπιση της CML υποστηρίζουν πως παρακάμπτουν την αντίσταση στην ιματινίβη, ωστόσο είναι ακόμα δύσκολο να διαπιστωθεί ποιος ασθενής εμφανίζει τη αντίσταση αυτή. Με το νέο τεστ αυτό θα μπορεί να διαπιστωθεί με μια απλή εξέταση αίματος.