Οι ιντερφερόνες ανήκουν στην οικογένεια των κυτοκινών. Οι κυτοκίνες αποτελούν πρωτεϊνικά ή γλυκοπρωτεϊνικά μόρια που εκκρίνονται από το ίδιο το κύτταρο. Έχουν ως στόχο τη ρύθμιση της έκφρασης γονιδίων που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή δομικών και λειτουργικών μορίων του κυττάρου.
Μέσω αυτών, ελέγχεται μια σειρά κυτταρικών αντιδράσεων όπως η ανάπτυξη, η διαφοροποίηση και η ανοσολογική απάντηση. Με αυτό τον τρόπο δρουν ανοσοτροποποιητικώς στις ανοσολογικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στη σκληρυνση κατά πλάκας.
Ποια η σημασία τους στην σκλήρυνση κατά πλάκας;
Οι ιντερφερόνες που κυκλοφορούν (Rebif, Avonex, Betaferon, Εxtavia) μειώνουν στατιστικώς σημαντικά τη συχνότητα και τη βαρύτητα των κλινικών υποτροπών όπως και τη δραστηριότητα της ασθένειας στην μαγνητική τομογραφία. Για το Avonex και το Rebif διαπιστώθηκε επιπλέον σε μελέτες και η θετική τους επίδραση στην εξέλιξη της αναπηρίας στη σκλήρυνση κατά πλάκας υποτροπιάζουσας μορφής. H έναρξη της δράσης των ιντερφερονών υπολογίζεται σε 6 μήνες από την έναρξη της θεραπείας και η αποτελεσματικότητα της μπορεί να εκτιμηθεί με κλινικά και ακτινολογικά κριτήρια (απομυελινωτικές βλάβες με πρόσληψη σκιαστικού στην Τ1 μαγνητική ακολουθία, πλήθος γλοιώσεων στην Τ2 μαγνητική ακολουθία).
Ποιες οι συχνότερες παρενέργειες;
Για όλες τις ιντερφερόνες ισχύει ότι κατά την έναρξη της θεραπείας μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα γρίπης, με πυρετό, ρίγος, μυαλγίες, αρθραλγίες. Οι παρενέργειες μπορεί να αποφευχθούν μέσω της σταδιακής έναρξης της θεραπείας (π.χ. την πρώτη εβδομάδα 25% της δόσης, 2η εβδομάδα 50%της δόσης κ.τ.λ.). Επίσης χρήσιμη είναι η εφαρμογή της ένεσης ιντερφερόνης τις βραδυνές ώρες, ενώ προφυλακτικώς μπορεί ο ασθενής να λάβει 500 έως 1000mg παρακεταμόλης 30 λεπτά πριν την ένεση.
Στις υποδορίως εφαρμοζόμενες ενέσεις (Rebif, Betaferon, Extavia) μπορεί να εμφανιστούν τοπικές παρενέργειες όπως ερεθισμοί, τοπική ευαισθησία ή σκλήρυνση του δέρματος. Για την αντιμετώπίση τέτοιων παρενεργείων σημαντική είναι η συχνή αλλαγή της θέσης της ένεσης, η σύντομη επίθεση πάγου πριν και αμέσως μετά την ένεση και η θέρμανση της ενέσιμης αμπούλας στο χέρι πριν την εφαρμογή της.
Στην κατεύθυνση της αποφυγής, κατα το μέτρο δυνατό, των τοπικών παρενεργειών, κυκλοφόρησε στην αγορά ένας αυτόματος μηχανισμός εφαρμογής της ένεσης ιντερφερόνης (Auto-injektor), ενώ εξίσου σημαντική είναι και η εκπαίδευση του ασθενούς από εξειδικευμένο προσωπικό για την σωστή τεχνική ενέσεως. Εάν παραταύτα, επιμένουν οι τοπικές παρενέργειες μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα τοπικό αντιϊσταμινικό ή μία αλοιφή κορτιζόνης.
Είναι δυνατή η λήψη ιντερφερονών κατά την εγκυμοσύνη?
Οι ιντερφερόνες είναι σύμφωνα με τελευταίες έρευνες δυνητικά τερατογενείς και κυτταροτοξικές για το έμβρυο. Όσον αφορά την εμφάνιση αυτομάτων αποβολών δεν έχει βρεθεί έως σήμερα στατιστική συσχέτιση. Συνεπώς, σε θετικό τεστ κύησης, συνιστάται η άμεση διακοπή της θεραπέιας με ιντερφερόνες, αλλά σε καμία περίπτωση η αποβολή του εμβρύου.
Εξασθενεί η δράση των ιντερφερονών κατά τη μακροχρόνια χρήση τους;
Το 2000 ανακαλύφθηκε ότι η μακροχρόνια χρήση ιντερφερονών-β, μπορεί να οδηγήσει στην δημιουργία απο τον οργανισμό του ασθενούς αντισωμάτων που εξασθενούν τη δράση του φαρμάκου. Η εμφάνιση τους συνήθως γίνεται μεταξύ του 12ου και 30ου μήνα απο την έναρξη της θεραπείας. Θεωρείται ότι η εμφάνιση τέτοιων αντισωμάτων είναι πιο συχνή στις ιντερφερόνες που εφαρμόζονται υποδόρια σε σχέση με τις ενδομυϊκές .
Η εξέταση διαπίστωσης τέτοιων αντισωμάτων μπορεί να γίνει με μία απλή λήψη αίματος σε εξειδικευμένο ανοσολογικό εργαστήριο.
Πώς μπορεί να υποψιαστεί κάποιος ότι ο οργανισμός του ασθενούς έχει αναπτύξει αντισώματα έναντι των ιντερφερονών;
Η εξέταση για την εύρεση των αντισωμάτων κατά της ιντερφερόνης-β είναι ιδιαίτερα δαπανηρή γι’αυτό πρέπει ο θεράπων νευρολόγος να την πραγματοποιεί μόνο επί ισχυρής κλινικής υποψίας. Κλινική υποψία τέτοια υπάρχει όταν ύστερα από μία φάση μακράς ύφεσης της νόσου υπό θεραπεία με ιντερφερόνες-β (τουλάχιστον για 12-18 μήνες μετά την έναρξη της) εμφανίζεται εκ νέου μία κλινική υποτροπή.
Οι ασθενείς επιπρόσθετα, παρατηρούν ότι οι γνωστές παρενέργειες της ένεσης (γριππώδης συνδρομή) έπαψαν ξαφνικά να εμφανίζονται. Σε περίπτωση που πληρούνται οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις διακαιολογείται η διενέργεια τεστ ανάπτυξης αντισωμάτων έναντι της ιντερφερόνης σε ειδικό έργαστήριο.
Επί θετικού αποτελέσματος η εξέταση πρέπει να επαναληφθεί σε έξι μήνες για την πλήρη επιβεβαίωση της. Σε περίπτωση που ο τίτλος αντισωμάτων είναι ξανά ανεβασμένος (> 45) τότε υπάρχει ισχυρότατη υποψία ότι η ιντερφερόνη δεν έχει καμία απολύτως δράση.
Επί κλινικής υποψίας για επιδείνωση της ασθένειας υπό θεραπεία με ιντερφερόνες και ταυτόχρονη διαπίστωση αντισωμάτων (σε δύο εξετάσεις με απόσταση 6 μηνών) ο θεράπων νευρολόγος πρέπει να αλλάξει τη θεραπεία του ασθενούς.
Ποιοι ασθενείς μπορούν να λαμβάνουν ιντεφερόνη;
Οι ιντερφερόνες έχουν εγκριθεί από τις νευρολογικές εταιρίες της Ευρώπης και της Αμερικής για την προφυλακτική θεραπεία της ΣΚΠ υποτροπιάζουσας και δευτεροπαθώς προϊούσας μορφής. Στην περίπτωση της ΣΚΠ πρωτοπαθώς προϊούσας ή κακοήθους μορφή (νόσος του Marburg) δεν εμφανίστηκαν σε σχετικές έρευνες στατιστικώς σημαντικά οφέλη και επομένως δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να συνταγογραφούνται για αυτές.
Πηγή: iatronet.gr