Ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου Πάρκινσον είναι τουλάχιστον διπλάσιος στους ανθρώπους άνω των 50 ετών που πρόσφατα ανέπτυξαν άγχος σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχουν άγχος, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του University College London (UCL).
Η νόσος του Πάρκινσον είναι η δεύτερη πιο συχνή νευροεκφυλιστική πάθηση παγκοσμίως και εκτιμάται ότι θα επηρεάσει 14,2 εκατομμύρια ανθρώπους έως το 2040. Το άγχος αποτελεί χαρακτηριστικό των πρώιμων σταδίων της νόσου.
Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «British Journal of General Practice», διερευνήθηκε αν υπάρχει σχέση μεταξύ των ατόμων ηλικίας άνω των 50 ετών που είχαν πρόσφατα αναπτύξει άγχος και της μεταγενέστερης διάγνωσης της νόσου Πάρκινσον.
Η ομάδα χρησιμοποίησε δεδομένα πρωτοβάθμιας περίθαλψης του Ηνωμένου Βασιλείου για την περίοδο 2008-2018. Αξιολόγησε 109.435 ασθενείς που είχαν αναπτύξει άγχος μετά την ηλικία των 50 ετών και τους συνέκρινε με 878.256 αντίστοιχους συμμετέχοντες που δεν είχαν άγχος. Στη συνέχεια οι ερευνητές παρακολούθησαν την παρουσία χαρακτηριστικών του Πάρκινσον, όπως προβλήματα ύπνου, κατάθλιψη και διαταραχή της ισορροπίας, από την περίοδο της διάγνωσης του άγχους έως και ένα έτος πριν από την ημερομηνία διάγνωσης του Πάρκινσον.
Έπειτα από την προσαρμογή των αποτελεσμάτων, ώστε να ληφθούν υπόψη παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την πιθανότητα εμφάνισης της πάθησης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος εμφάνισης Πάρκινσον αυξήθηκε κατά δύο φορές στα άτομα με άγχος σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.
Επιβεβαίωσαν επίσης ότι συμπτώματα, όπως η κατάθλιψη, η διαταραχή του ύπνου, η κόπωση, η γνωστική εξασθένηση, η υπόταση, ο τρόμος, η διαταραχή της ισορροπίας, η ακαμψία και η δυσκοιλιότητα αποτελούσαν παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη της νόσου Πάρκινσον σε άτομα με άγχος.
«Κατανοώντας ότι το άγχος και τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου του Πάρκινσον σε ηλικία άνω των 50 ετών, ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε την πάθηση νωρίτερα και να βοηθήσουμε τους ασθενείς να λάβουν τη θεραπεία που χρειάζονται», επισημαίνει ο συνεπικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Χουάν Μπάζο Αβάρεζ από το UCL.