Αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί πλέον να αγνοηθεί βρίσκεται πλέον η Αττική, καθώς τα αποθέματα νερού στα φράγματα και τους ταμιευτήρες που εξυπηρετούν την πρωτεύουσα παρουσιάζουν πλέον αισθητή και ανησυχητική μείωση. Η τελευταία μέτρηση που έγινε μόλις χθες, Κυριακή 6 Απριλίου 2025, δείχνει ότι οι υδατικές δεξαμενές της ΕΥΔΑΠ περιέχουν 651.511.000 κυβικά μέτρα νερού, την ώρα που η καθημερινή ζήτηση ξεπερνά τα 1.200.000 κυβικά. Ο συνδυασμός παρατεταμένης ανομβρίας και περιορισμένων χιονοπτώσεων τον φετινό χειμώνα, έχει οδηγήσει σε χαμηλή τροφοδοσία του υδροφόρου ορίζοντα, με αποτέλεσμα η στάθμη των υδάτων να υποχωρεί σε κρίσιμα επίπεδα. Γιατί κρύες μέρες μπορεί να είχαμε τον φετινό χειμώνα, σε σχέση με τους προηγούμενους των τελευταίων ετών, αλλά ούτε η ποσότητα βροχής που έπεσε ήταν ικανοποιητική, ούτε το χιόνι στα ορεινά.
Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης γίνονται ήδη εμφανείς. Η λίμνη του Μαραθώνα, ένα από τα παλαιότερα και βασικότερα σημεία υδροδότησης της Αττικής, παρουσιάζει εδώ και καιρό έντονη πτώση στη στάθμη της φθάνοντας πια σε ανησυχητικά επίπεδα. Ανάλογες είναι οι ενδείξεις και στη λίμνη Υλίκη, που παραδοσιακά λειτουργεί ως συμπληρωματικό αποθεματικό, αλλά φέτος καλείται να καλύψει μεγαλύτερο μέρος της ανάγκης των κατοίκων. Αυτή η αυξημένη εξάρτηση από τα φυσικά αποθέματα και η ταυτόχρονη μείωση της προσφοράς νερού από τη φύση, έχουν αρχίσει να μετατρέπουν το ισοζύγιο της υδροδότησης σε ζήτημα άμεσης διαχείρισης. Σύμφωνα με πηγές εντός της ΕΥΔΑΠ, οι υδατικοί πόροι της περιοχής παρουσιάζουν μείωση της τάξεως του 20% σε σύγκριση με πέρυσι, ενώ εάν δεν υπάρξουν αξιόλογες βροχοπτώσεις μέχρι το τέλος της άνοιξης, είναι πιθανό να τεθούν στο τραπέζι σενάρια περιοριστικών μέτρων κατανάλωσης.
Ενδεχόμενα μέτρα περιορισμού και εξοικονόμησης νερού
Αν η ανομβρία συνεχιστεί και η κατάσταση δεν παρουσιάσει ουσιαστική βελτίωση μέχρι το τέλος της άνοιξης, οι αρμόδιοι φορείς αναμένεται να εξετάσουν μια σειρά από περιοριστικά μέτρα κατανάλωσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η επάρκεια νερού για την πρωτεύουσα τους καλοκαιρινούς μήνες. Το ενδεχόμενο αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν αποκλείεται πλέον από τα επιχειρησιακά σενάρια.

Σε πρώτο στάδιο, η πολιτεία ενδέχεται να προχωρήσει σε γενικευμένες συστάσεις προς τους πολίτες για μείωση της κατανάλωσης, μέσα από καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης. Τέτοιες καμπάνιες θα στοχεύουν στη δημιουργία «υδατικής συνείδησης», δίνοντας έμφαση σε καθημερινές πρακτικές εξοικονόμησης, όπως ο περιορισμός του ποτίσματος σε αυλές και κήπους, η αποφυγή πλυσίματος αυτοκινήτων ή πεζοδρομίων με λάστιχο, καθώς και η αποτροπή γεμίσματος ιδιωτικών πισινών.
Παράλληλα, εξετάζεται η εφαρμογή χρονικών περιορισμών στο πότισμα εξωτερικών χώρων, με πιθανή απαγόρευση συγκεκριμένες ώρες ή ακόμα και ορισμένες ημέρες της εβδομάδας, με στόχο τη μείωση της μη απαραίτητης κατανάλωσης. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τέτοια μέτρα έχουν εφαρμοστεί επιτυχώς ως πρώτος μηχανισμός αντίδρασης σε υδρολογικές κρίσεις.
Ένα από τα πιο άμεσα τεχνικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν είναι η μείωση της πίεσης στο δίκτυο ύδρευσης, κυρίως τις νυχτερινές ώρες ή σε περιοχές χαμηλής πυκνότητας πληθυσμού. Αυτή η μέθοδος περιορίζει τη ροή και αποθαρρύνει την υπερκατανάλωση, χωρίς να προκαλεί διακοπή στην παροχή νερού, ελαχιστοποιώντας τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Πιθανή είναι και η επιβολή στοχευμένων περιορισμών σε επαγγελματικές δραστηριότητες που παρουσιάζουν υψηλή υδατική κατανάλωση, όπως πλυντήρια αυτοκινήτων, θερμοκήπια ή εταιρείες καθαρισμού. Για τις περιπτώσεις αυτές μπορεί να τεθούν ειδικά ωράρια λειτουργίας ή απαιτήσεις τεκμηρίωσης της κατανάλωσης, ώστε να αποτραπεί η αλόγιστη χρήση.
Σε πιο ακραία σενάρια, δεν αποκλείεται ακόμα και η προσωρινή διακοπή υδροδότησης εκ περιτροπής, κυρίως σε περιοχές που εμφανίζουν μικρότερη ζήτηση ή διαθέτουν εναλλακτικές πηγές νερού, όπως γεωτρήσεις. Αν και πρόκειται για μέτρο έσχατης ανάγκης, παραμένει στο «οπλοστάσιο» της πολιτικής προστασίας.
Στο επίπεδο της τιμολόγησης, η αύξηση της τιμής του νερού μέσω ενισχυμένης κλιμακωτής χρέωσης είναι επίσης κατά καιρούς υπό συζήτηση. Το μέτρο αυτό στοχεύει στο να αποθαρρύνει την υπερκατανάλωση, επιβαρύνοντας οικονομικά εκείνους που ξεπερνούν τα βασικά όρια κατανάλωσης. Παρότι πολιτικά ευαίσθητο, εφαρμόζεται ήδη σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ως μέσο «περιβαλλοντικής φορολόγησης». Τέλος, εάν η κατάσταση επιδεινωθεί, στο τραπέζι βρίσκεται και ο περιορισμός χρήσης νερού για πολυτελείς ή μη απαραίτητες χρήσεις, όπως το γέμισμα ιδιωτικών δεξαμενών (πισίνες), η συντήρηση διακοσμητικών σιντριβανιών ή η άρδευση μη παραγωγικών χώρων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, προβλέπεται ενισχυμένος έλεγχος από δημοτικές και περιφερειακές υπηρεσίες, με πιθανές κυρώσεις για παραβίαση.
Όλα τα παραπάνω μέτρα εξετάζονται ως πιθανά εργαλεία ανάσχεσης της κρίσης, με στόχο την αποφυγή σοβαρών διαταραχών στην ύδρευση της Αττικής.
Η νέα πραγματικότητα της ξηρασίας
Πάντως, η κατάσταση που διαμορφώνεται, όπως επισημαίνουν επιστήμονες και αρμόδιοι φορείς, δεν είναι συγκυριακή. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα σταθεροποιημένο πλέον φαινόμενο που αποτυπώνει τη μετάβαση της χώρας – και ειδικά της Αττικής – σε μια νέα, ξηρότερη εποχή. Τα υδρολογικά στοιχεία των τελευταίων ετών αποκαλύπτουν διαρκή τάση μείωσης των βροχοπτώσεων, μικρότερη διάρκεια και ένταση χιονοκάλυψης στα ορεινά, και σταδιακή εξασθένηση της φυσικής ανατροφοδότησης των υδατικών αποθεμάτων.

Η εικόνα αυτή θυμίζει κατά τόπους τη λειψυδρία των αρχών της δεκαετίας του ’90, η οποία διήρκεσε σχεδόν δύο χρόνια και είχε αντιμετωπιστεί τότε με έκτακτα μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης. Η διαφορά, ωστόσο, είναι ότι σήμερα δεν πρόκειται για μια παροδική κρίση καθώς η Ελλάδα εισέρχεται σε ένα νέο καθεστώς, όπου η μειωμένη διαθεσιμότητα νερού αποτελεί πλέον τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Ήδη από το 1991, μελέτες του ΙΓΜΕ προέβλεπαν ότι η καθημερινή ζήτηση για την Αττική, που τότε ανερχόταν σε περίπου 600.000 κυβικά μέτρα, θα εκτοξευόταν στις 900.000 έως το 2020. Σήμερα, ο αριθμός αυτός έχει ξεπεραστεί κατά πολύ, φθάνοντας όπως είπαμε τα 1.20.000 κυβικά μέτρα, χωρίς όμως να έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της επάρκειας.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. με την υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση νερού στην ύδρευση, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση μετά την Ιταλία. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος «καταναλωτής» παραμένει ο αγροτικός τομέας. Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία, το 83% του συνολικού νερού που χρησιμοποιείται ημερησίως κατευθύνεται στην άρδευση, και εκεί εντοπίζονται τα μεγαλύτερα περιθώρια εξοικονόμησης: γεωτρήσεις που παραμένουν ανοιχτές, αρδευτικά δίκτυα με διαρροές, αναποτελεσματική κατανομή και χρήση. Οι αρμόδιοι φορείς αναγνωρίζουν την ανάγκη εκσυγχρονισμού των υποδομών και επιτάχυνσης των τεχνικών παρεμβάσεων, προκειμένου να περιοριστούν οι απώλειες.
Αντίστοιχα, η πίεση είναι ακόμα μεγαλύτερη στις νησιωτικές περιοχές, όπου ο συνδυασμός υπερτουρισμού και επέκτασης της θερινής περιόδου έχει αυξήσει κατακόρυφα τις ανάγκες υδροδότησης. Η αφαλάτωση προβάλλει πλέον ως η μόνη ρεαλιστική λύση για τις περισσότερες νησιωτικές κοινότητες, ακόμη και σε περίπτωση επαναφοράς των βροχοπτώσεων σε φυσιολογικά επίπεδα. Οι επιστήμονες καλούν μάλιστα την Τοπική Αυτοδιοίκηση να παραμερίσει τις επιφυλάξεις και να δρομολογήσει άμεσα έργα αφαλάτωσης όπου δεν έχουν εφαρμοστεί, καθώς ο κίνδυνος έλλειψης πόσιμου νερού σε τουριστικές περιοχές είναι πλέον ορατός.
Μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει επίσημη ανακοίνωση για τη λήψη περιοριστικών μέτρων από την ΕΥΔΑΠ. Ωστόσο, η διοίκηση της εταιρείας φέρεται να εξετάζει σε πρώτη φάση το ενδεχόμενο ενημερωτικής καμπάνιας ευαισθητοποίησης των πολιτών και ενίσχυσης των αποθεμάτων μέσα από τεχνικές παρεμβάσεις. Παράλληλα, πληροφορίες αναφέρουν ότι βρίσκεται σε εξέλιξη και ο συντονισμός με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για την εκτίμηση της κατάστασης και την προετοιμασία ενδεχόμενων εκτάκτων μέτρων.