Εικόνες ολοκληρωτικής καταστροφής που θυμίζουν περισσότερο πόλεμο παρά σεισμό. Κτίρια που έπεσαν σαν χάρτινοι πύργοι και τα χαλάσματά τους πήραν μαζί τους χιλιάδες ζωές στην Τουρκία και τη Συρία. Οι ισχυροί, φονικοί σεισμοί εκτός από θλίψη, πόνο και οργή προκάλεσαν και αρκετά ερωτήματα.
Γιατί οι υποδομές δεν άντεξαν και έγιναν ένα με το έδαφος; Τι θα συνέβαινε εάν ένας ανάλογος σεισμός «χτυπούσε» την Ελλάδα; Πόσα Ρίχτερ αντέχουν τα κτίρια της χώρας μας;
Στις ερωτήσεις του Newsbeast που απασχολούν και την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών απαντά ο ομότιμος ερευνητής του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών και πρόεδρος στην επιτροπή φυσικών καταστροφών του Τεχνικού Επιμελητηρίου, Βασίλης Λεκίδης ξεκαθαρίζοντας πως η χώρα μας έχει πιο ασφαλείς κατασκευές από της Τουρκίας.
«Οι σεισμός των 7,8 Ρίχτερ στην Τουρκία είναι πρωτόγνωρος. Τέτοιοι σεισμοί αφήνουν εποχή στο πέρασμά τους και δημιουργούν ιστορία, όπως ο σεισμός στο Κόμπε της Ιαπωνίας. Είναι γεωλογικά συμβάντα που οδηγούν σε νέες γνώσεις και στην επιστήμη του μηχανικού και της σεισμολογίας και φυσικά στην ανθρώπινη υπόσταση και στην κοινωνία που τους υφίσταται» σημειώνει.
Γιατί τα κτίρια στην Τουρκία κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα
Κάθε βαθμίδα της κλίμακας Ρίχτερ είναι 33 φορές πιο ισχυρή από την προηγούμενη. Όταν για παράδειγμα πηγαίνουμε από το 6 στο 7 ή από το 7 στο 8 ο σεισμός είναι 33 φορές πιο δυνατός. Εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε εμπειρία από σεισμούς 6 με 6,5 Ρίχτερ που είναι οι πιο δυνατοί μας, αναφέρει ο Βασίλης Λεκίδης.
«Αυτό που δημιουργεί τις βλάβες στα κτίρια είναι η ενέργεια που απελευθερώνεται και σε αυτή την περίπτωση ήταν ασύλληπτα μεγάλη. Η συγκεκριμένη ενέργεια καταγράφηκε από κάποια μηχανήματα στην περιοχή και γράφτηκε ακριβώς η ιστορία της μεταβαλλόμενης δύναμης που “χτυπάει” τα κτίρια. Αυτή ήταν 60% της επιτάχυνσης της βαρύτητας στο Γκαζιαντέπ» υπογραμμίζει ο ομότιμος ερευνητής του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών και πρόεδρος στην επιτροπή φυσικών καταστροφών του Τεχνικού Επιμελητηρίου.
«Λέγοντας μεταβαλλόμενη δύναμη εννοούμε πως αυτή “πέφτει” στα θεμέλια των κτιρίων και τα βάζει σε ταλάντωση. Τέτοιες επιταχύνσεις έχουμε καταγράψει και στην Ελλάδα, δεν είναι πρωτόγνωρες. Βέβαια κοντά στο ρήγμα η επιτάχυνση ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Η μεταβαλλόμενη δύναμη που έπεσε πάνω στα κτίρια είναι για την Τουρκία και για τις τιμές του σχεδιασμού του τουρκικού κανονισμού, τόσο του σύγχρονου αλλά και των παλαιότερων, πολύ μεγάλη» εξηγεί.
«Είμαστε σίγουροι πως τα κτίρια στην Τουρκία δεν τηρούσαν τους αντισεισμικούς κανονικούς» διαμηνύει ο Βασίλης Λεκίδης και τονίζει πως οι κατασκευές που είδαμε να καταστρέφονται στο Χατάι, στο Γκαζιαντέπ και στην ευρύτερη περιοχή ήταν παλιές.
«Είναι κτίρια τα οποία πιθανόν δεν εφήρμοσαν ούτε καν τον παλιό κανονισμό. Μιλάμε δηλαδή για μία πρακτική δόμησης που αντίστοιχη είδαμε στην Αλβανία (στο Δυρράχιο). Το ότι δεν εφαρμόστηκε ο κανονισμός ούτε ο καινούργιος αλλά ούτε ο παλιός το βλέπουμε από τα χαλάσματα, από την ποιότητα του σκυροδέματος και από τους οπλισμούς που είχαν οι κόμβοι.
Οι σύγχρονοι κανονισμοί στην Τουρκία δεν έχουν να ζηλέψουν κάτι από τους δικούς μας, ίσως και από τον ευρωκώδικα στον οποίο εμείς έχουμε σχεδόν ενσωματωθεί» προσθέτει.
«Τέτοια εικόνα στην Ελλάδα δεν θα τη δούμε ποτέ»
Υπογραμμίζοντας πως και στην ελληνική πραγματικότητα έχουμε δει καταρρεύσεις από σεισμούς, όπως στην Κεφαλονιά, το Αίγιο και την Καλαμάτα, ο Βασίλης Λεκίδης ξεκαθαρίζει πως τέτοια εικόνα σαν της Τουρκίας δεν θα τη δούμε ποτέ.
«Στην Τουρκία είδαμε χάρτινους πύργους. Είναι σαν να έκοψε ένα μαγικό μαχαίρι το ισόγειο και το κτίριο να κατέρρευσε στη θέση που βρίσκεται. Αυτή η μορφή κατάρρευσης δείχνει ότι το κτίριο δεν διαθέτει περιθώρια ελαστικής ή μεταλαστικής ταλάντωσης αλλά αμέσως σπάζουν οι κόμβοι του, γίνονται αρθρώσεις και το οδηγούν σε πλήρη κατάρρευση» μας λέει.
Εστιάζοντας όμως στη χώρα μας τονίζει πως εδώ και τουλάχιστον 40 χρόνια έχει γίνει συνείδηση το πόσο σημαντική είναι η σημασία της αντισεισμικής κατασκευής για την προφύλαξη από τους σεισμούς.
«Μετά τον σεισμό στη Θεσσαλονίκη το 1978 είχαμε την πρώτη αναθεώρηση του αντισεισμικού κανονισμού που έφερε αλλαγή της φιλοσοφίας. Μετά είχαμε και το 1993 με 1995 άλλες αλλαγές και στη συνέχεια το 2000 και το 2003. Στην Ελλάδα έχουμε κάνει πολλή δουλειά σε αυτό το κομμάτι και η αντισεισμικότητα των κτιρίων μας είναι σε σοβαρό επίπεδο πλέον» αναφέρει ο ομότιμος ερευνητής του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών και πρόεδρος στην επιτροπή φυσικών καταστροφών του Τεχνικού Επιμελητηρίου.
«Θα πρέπει όμως να ξέρουμε ότι δεν σημαίνει ότι όσο τα Ρίχτερ μεγαλώσουν, μεγαλώνουν πάντα και οι μεταβαλλόμενες δυνάμεις που προσβάλλουν τα κτίρια. Για παράδειγμα την Τουρκία είχαμε 7,8 Ρίχτερ και οι επιταχύνσεις ήταν 60% της επιτάχυνσης της βαρύτητας στο Γκαζιαντέπ ενώ στην Κεφαλονιά το 2014 είχαμε 6 Ρίχτερ και 72% της επιτάχυνσης της βαρύτητας. Υπήρχε όμως διαφορά στη διάρκεια που αυτές οι δυνάμεις ”χτυπούσαν” τα κτίρια σε αυτές τις δύο περιπτώσεις και στην Κεφαλονιά ήταν μικρότερη» εξηγεί ο Βασίλης Λεκίδης.
«Τα καινούργια κτίρια της Ελλάδας έχουν αντισεισμικότητα σοβαρή»
Συγκρίνοντας τον σεισμό στα τουρκοσυριακά σύνορα με τις σεισμικές δονήσεις που έχουν πλήξει τη χώρα μας ο ομότιμος ερευνητής του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών δηλώνει: «Αντίστοιχο βαθμό καταπόνησης αυτών των επιταχύνσεων έχουμε δει και στην Ελλάδα. Το πρόβλημα όμως αντιμετωπίζεται γιατί τα κτίρια μας τα καινούργια έχουν αντισεισμικότητα σοβαρή. Τα παλιά τα κτίρια (του κανονισμού του 59) έχουν πρόβλημα και έχουν υψηλή τρωτότητα. Για αυτόν τον λόγο το 2001 βγήκε ο προσεισμικός έλεγχος και οι κανονισμοί υφισταμένων κατασκευών και τελευταία μια διαδικασία νομοθετική η οποία δίνει τη δυνατότητα στον Έλληνα μηχανικό να βελτιώσει μερικώς την αντισεισμικότητα της κατασκευής, αυτό που λέμε να κάνει σεισμική αναβάθμιση.
Παράλληλα δηλαδή με την ενεργειακή αναβάθμιση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη χώρα, με χρηματοδότηση μέσω του ΕΣΠΑ, εμείς προτείνουμε και τη μερική σεισμική αναβάθμιση έτσι ώστε να αντέξει η κατασκευή έναν απερχόμενο σεισμό που θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα.
Με τους σύγχρονους κανονισμούς τα κτίρια για παράδειγμα στο Ιόνιο έχουν σχεδιασμό για επιτάχυνση 36%. Δεν σημαίνει όμως πως εάν η επιτάχυνση είναι μεγαλύτερη το κτίριο θα πέσει. Εάν γίνει ένας σεισμός 6,5 Ρίχτερ και λίγο μεγαλύτερος τα σύγχρονα κτίρια μας θα τον αντέξουν.
Στον τελευταίο σεισμό στην Κεφαλονιά είχαμε επιτάχυνση 70% και επειδή τα κτίρια μας διαθέτουν πρόσθετα στοιχεία άμυνας, όπως είναι οι τοιχοποιίες οι οποίες έρχονται και σφηνώνονται στα πλαίσια ή η υπερδιαστασιολόγηση των κόμβων είδαμε πως στάθηκαν όρθια. Ένα κτίριο που σχεδιάζεται για επιτάχυνση 36% αντέχει και το 50% και παραπάνω».
«Εάν γίνει σεισμός πάνω από 7 Ρίχτερ στην Ελλάδα και με επιτάχυνση πάνω από 60% οι ζημιές θα είναι σίγουρα λιγότερες σε σχέση με την Τουρκία»
Τι θα γίνει εάν την Ελλάδα τη «χτυπήσει» ένας σεισμός άνω των 7 Ρίχτερ; Όπως ξεκαθαρίζει ο ομότιμος ερευνητής του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών και πρόεδρος στην επιτροπή φυσικών καταστροφών του Τεχνικού Επιμελητηρίου, Βασίλης Λεκίδης «εάν έχουμε τόσο ισχυρή σεισμική δόνηση και μας δώσει επιτάχυνση πάνω από 60% τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι τα κτίρια μας θα αντέξουν αλλά οι ζημιές θα είναι σίγουρα λιγότερες σε σχέση με την Τουρκία».
«Στην Ελλάδα έχουμε επίσης το καλό ότι η δόνηση δεν διαδίδεται με τον ίδιο βαθμό σφοδρότητας σε όλη την περιοχή. Για παράδειγμα, στην Αθήνα “έσπασε” το ρήγμα στην Πάρνηθα και η επιτάχυνση κοντά στο ρήγμα ήταν 48%, στο Πεδίον του Άρεως 32% και στον Πειραιά ήταν 22%» συμπληρώνει.
«Ευτυχώς η σύσταση των εδαφών στην Ελλάδα δεν μεταφέρει τη σφοδρότητα με την ίδια ένταση γι’ αυτό και βλέπουμε κατανομή των βλαβών. Στη χώρα μας οι καταρρεύσεις είναι μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού, δεν έχουμε πάει σε τόσο μαζικές καταρρεύσεις ποτέ πλην της Κεφαλονιάς το 1953 όπου δεν είχαμε αντισεισμική δόμηση και ισοπεδώθηκε η περιοχή» αναφέρει κλείνοντας ο Βασίλης Λεκίδης.