Καταρχάς να ξεκινήσουμε με μια παραδοχή. Πολλοί από τους Αθηναίους πολίτες της κλασικής αρχαιότητας (που εκτείνεται περίπου από το 480 π.Χ. έως το 323 π.Χ.), δεν ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν. Οι ελεύθεροι πολίτες της κραταιάς και ακμάζουσας εκείνη την εποχή πόλης, πίστευαν ότι θα πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από την εργασία προκειμένου να μπορούν απερίσπαστοι να ασχολούνται με την πολιτική και τις διαδικασίες της άμεσης δημοκρατίας.
Φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων, ο Ξενοφών και ο Αριστοτέλης καθώς και η συντριπτική πλειοψηφία της αριστοκρατικής τάξης, θεωρούσαν υποτιμητική κάθε μορφή χειρωνακτικής ή γενικότερα μισθωτής εργασίας τις οποίες αναλάμβαναν να φέρουν εις πέρας ως επί το πλείστον δούλοι και μέτοικοι.
Στην αθηναϊκή οικονομική ζωή λειτουργούσε όπως και στις μέρες μας, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης και τα επαγγέλματα ήταν δεκάδες. Αρκετά μάλιστα εξ αυτών επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας, ενώ και τότε θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι υπήρχε ανεργία. Κάθε πρωί όσοι δεν είχαν εργασία και έπρεπε να έχουν ένα εισόδημα για να μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς, συγκεντρώνονταν στην Αγορά και οι εργοδότες επέλεγαν όσους ήθελαν για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα. Όταν όμως η ανεργία ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, οι κυβερνώντες κατέφευγαν στη λύση της υλοποίησης μεγάλων δημοσίων έργων που για να φέρουν εις πέρας, απασχολούσαν όσους είχαν ανάγκη από δουλειά.
Ο σπουδαίος ιστορικός Πλούταρχος υποστηρίζει ότι ένας από τους λόγους που ο Περικλής αποφάσισε να επανακατασκευάσει την κατεστραμμένη από την επιδρομή των Περσών Ακρόπολη των Αθηνών δημιουργώντας το ανυπέρβλητου κάλλους γνωστό μνημείο, ήταν ακριβώς κι αυτός.
Τα επαγγέλματα εκτός της πόλης
Οι περισσότεροι κάτοικοι της αρχαίας Ελλάδας πάντως δούλευαν στην ύπαιθρο καλλιεργώντας μικρά κτήματα που είτε τους ανήκαν είτε τα νοίκιαζαν από πλουσιότερους γαιοκτήμονες με αντάλλαγμα την παραχώρηση ενός μέρους της σοδειάς. Οι βασικότεροι καρποί ήταν το σιτάρι και το κριθάρι ενώ φρόντιζαν επίσης ελαιώνες αλλά και μποστάνια με λάχανα, μαρούλια και κρεμμύδια.
Η γεωργία ήταν από τις βασικότερες πηγές ενασχόλησης, ωστόσο η δουλειά ήταν επίπονη και τα καλλιεργητικά μέσα εννοείται μακράν υποδεέστερα από τα σημερινά. Παράλληλα ασχολούνταν και με τη μελισσοκομία, καθώς το μέλι θεωρούνταν εκλεκτό προϊόν το οποίο εξαγόταν κιόλας.
Κόντρα κτηνοτρόφων με γεωργούς
Εκτός των τειχών της πόλης συναντάμε επίσης κτηνοτρόφους. Τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες περιοχές που προσφέρεται η μορφολογία του εδάφους, όπως είναι η Θεσσαλία και η Βοιωτία, εκτρέφονταν βόδια, άλογα, χοίροι και αιγοπρόβατα. Πάντως δεν ήταν λίγες οι φορές που οι γεωργοί συγκρούονταν με τους κτηνοτρόφους γιατί τα πρόβατα κατέστρεφαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Ό,τι ακριβώς δηλαδή συνέβαινε επί δεκάδες αιώνες νωρίτερα και επαναλαμβανόταν δεκάδες αιώνες αργότερα. Τέτοιου είδους αψιμαχίες άλλωστε, κρατάνε μέχρι τις μέρες μας σε πολλά χωριά.
Κυνήγι και ψάρεμα
Προσοδοφόρες ήταν κατά την αρχαιότητα οι ενασχολήσεις με το κυνήγι και το ψάρεμα. Οι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν σφεντόνες, παγίδες, τόξα, ακόντια, τσεκούρια, δόρατα και εκπαιδευμένα σκυλιά προκειμένου να πιάσουν μεγάλα ζώα όπως ήταν οι αγριόχοιροι ή μικρά όπως οι λαγοί, ενώ στο στόχαστρο έμπαιναν και πουλιά όπως οι πέρδικες, ο τσίχλες και τα ορτύκια.
Στο ψάρεμα χρησιμοποιούσαν καλάμι αλλά και τεχνητά δολώματα. Η καθετή, το πυροφάνι, το δίχτυ και το καμάκι, ήταν περίπου όπως και τα σημερινά.
Λατόμοι και υλοτόμοι
Επίπονες δουλειές εκτός πόλης ήταν επίσης αυτό του λατόμου που καλούνταν να βγάλει τα μάρμαρα από την Πεντέλη, την Πάρο και άλλες περιοχές, καθώς επίσης και του υλοτόμου που έκοβε τα δέντρα ώστε να αξιοποιηθεί ακολούθως η ξυλεία σε μια σειρά από κατεργασίες.
Η δουλειά που κανείς δεν ήθελε να κάνει
Το μέρος που κανείς δεν ήθελε να καταλήξει οικειοθελώς ήταν το ορυχείο. Οι συνθήκες εκεί ήταν τόσο απάνθρωπες που παντού έβλεπες να απασχολούνται μονάχα δούλοι που άνοιγαν χαμηλές στοές με τις αξίνες, τις σμίλες και τα σφυριά στην προσπάθειά τους να εξορύξουν τα πολύτιμα μεταλλεύματα που άλλοι μετέφεραν έξω από τις γαλαρίες. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη τους καλοκαιρινούς μήνες εκεί μέσα, όπως και το κρύο το χειμώνα.
Συν τοις άλλοις τα μέτρα υποστύλωσης και εξαερισμού ήταν υποτυπώδη με αποτέλεσμα πολλοί να χάνουν τη ζωή τους. Κάτι τέτοιο συνέβαινε συχνά για παράδειγμα στα ορυχεία του Λαυρίου και στα χρυσορυχεία του όρους Παγγαίο, που εκτείνεται στους σημερινούς νομούς Καβάλας και Σερρών.
Ανάμεσα στα θύματα συγκαταλέγονταν και μικρά παιδιά – δούλοι που καλούνταν να σέρνονται μέσα στις μικρότερες σήραγγες που δεν χωρούσαν οι ενήλικοι, συχνά σε βάθος ακόμη και 100 μέτρα κάτω από το έδαφος.
Τα επαγγέλματα εντός της πόλης
Εντός των τειχών, ένα από τα πιο διαδεδομένα επαγγέλματα, ιδίως στην αρχαία Αθήνα, ήταν αυτό του αγγειοπλάστη. Τα εργαστήριά τους ήταν συγκεντρωμένα στην περιοχή του Κεραμεικού. Εκεί κατασκεύαζαν πιθάρια, αγγεία σε διάφορα σχήματα και μεγέθη, λυχνάρια και πολλά άλλα. Κύριο εργαλείο τους ήταν ο τροχός, ένας δίσκος πάνω σε έναν κάθετο άξονα. Σε αυτό τον δίσκο ο τεχνίτης τοποθετούσε τον πηλό τον οποίο γυρνούσε με το χέρι του ώστε να πάρει το απαιτούμενο σχήμα.
Όταν ολοκληρωνόταν το αγγείο, το άφηναν εκτεθειμένο στον ήλιο να ξεραθεί ή το έψηναν σε φούρνο. Μετά έπιαναν δουλειά οι αγγειογράφοι που ακολουθώντας συνήθως τον ερυθρόμορφο ή μελανόμορφο ρυθμό ομόρφαιναν το αγγείο με σχήματα και σχέδια.
Στην αρχαία Ελλάδα πιένες γνώριζε επίσης το επάγγελμα του κρεοπώλη που πωλούσε το κρέας στους πολίτες και του βυρσοδέψη που επεξεργαζόταν το δέρμα των ζώων για να το παραδώσει στη συνέχεια στον σκυτοτόμο, τον υποδηματοποιό που το έκανε παπούτσια.
Άλλοι επαγγελματίες έπαιρναν υφάσματα που προέρχονταν κυρίως από τη ρόκα και τον αργαλειό των γυναικών κάθε σπιτιού και αναλάμβαναν να το βάψουν στο επιθυμητό χρώμα και οι γναφείς να το περιποιηθούν. Ακολούθως οι ράφτες δημιουργούσαν μια σειρά από ρούχα.
Το… αρχαιότερο επάγγελμα που κοστολογούνταν έως και 10.000 δραχμές
Από τη λίστα δεν θα μπορούσε βέβαια να λείπει και το επονομαζόμενο… αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο, αυτό της πορνείας. Ο Βρετανός συγγραφέας και υπεύθυνος κοινωνικών ερευνών σε διδακτορικό επίπεδο στο πανεπιστήμιο South Bank του Λονδίνου Eric Chaline, αναφέρει στο βιβλίο του «ταξιδιωτικός οδηγός για την αρχαία Ελλάδα – η Αθήνα και τα περίχωρα» (εκδόσεις Σαββάλας) πως η πορνεία ήταν συνηθισμένη στην Αττική. Λέγεται δε ότι ο μέγας νομοθέτης Σόλων ίδρυσε τα πρώτα δημόσια πορνεία, ώστε να διασφαλίζεται η ερωτική ζωή των πολιτών. Όλοι οι μεγάλοι αστικοί δήμοι είχαν πορνεία τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες στην Αθήνα. Βρισκόντουσαν κοντά στις πύλες της πόλης (ειδικά στο Δίπυλο και στις Ιερές Πύλες του Κεραμεικού) και στον Πειραιά, κοντά στις πύλες της πόλης και στο λιμάνι του Κανθάρου.
Υπήρχαν πολλών κατηγοριών εκδιδόμενες γυναίκες. «Στην κατώτερη βαθμίδα ήταν οι πόρνες, ξένες δούλες που δούλευαν σε πορνεία έναντι λίγων οβολών. Στη συνέχεια έρχονται οι ανεξάρτητες πόρνες. Ελεύθερες γυναίκες που πουλούν τις υπηρεσίες τους με όρους μερικής απασχόλησης. Συχνά προσλαμβάνονταν ως αυλητρίδες στα συμπόσια, στα οποία πληρώνονταν με δύο δραχμές, όσο και το ημερομίσθιο ενός χειρώνακτα. Στην ανώτατη βαθμίδα ήταν οι εταίρες, όμορφες αυλικές με μεγάλη μόρφωση που χρεώνουν μέχρι και 10.000 δραχμές για μία νύχτα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Chaline.
Δανειστές και τοκογλύφοι
Τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. συναντάμε στην αρχαία Ελλάδα το επάγγελμα του τραπεζίτη/δανειστή που προέρχεται από τις ανάγκες της εποχής. Έμποροι που αναλάμβαναν τις εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων από την πόλη – κράτος αναζητούσαν πόρους προκειμένου να επεκτείνουν την επιχείρησή τους και απευθύνονταν στους χρηματοπιστωτές του καιρού τους.
Δανεισμοί βέβαια υπήρχαν και παλαιότερα αλλά πάντα χωρίς τόκο. Τώρα οι επαγγελματίες του είδους δάνειζαν χρήματα με απώτερο σκοπό το κέρδος από το επιτόκιο που θα τους έδινε πίσω ο δανειζόμενος, την καθορισμένη χρονική περίοδο. Ο τόκος κυμαινόταν γύρω στο 10% με 12%, ενώ υπήρχαν και τοκογλύφοι που ζητούσαν ακόμη υψηλότερο ποσοστό με αποτέλεσμα να παρεμβαίνει το κράτος προς όφελος των πολιτών.
Γιατροί δια πάσαν νόσο
Εννοείται πως στην αρχαιότητα υπήρχαν επίσης γιατροί. Ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τη λογική στην αντιμετώπιση των διαφόρων νόσων. Αφήνοντας κατά μέρος τα περί «θείας παρέμβασης» ξεκίνησαν να αναζητούν πιο πρακτικές και φυσικές θεραπείες. Έχοντας ασπαστεί την ιδέα «νους υγιής εν σώματι υγιεί» (παρά το γεγονός ότι η φράση προέρχεται από τον κατά πολύ μεταγενέστερο Ρωμαίο ποιητή Γιουβενάλη), οι ιατροί στόχευαν πάντοτε σε ταυτόχρονη θεραπεία σώματος και νου. Τα βασικά στοιχεία της επιστήμης οι επίδοξοι γιατροί τα μάθαιναν από τους ιατροδιδασκάλους που ήταν έναν από τους πολλούς κλάδους των διδασκόντων.
Πληροφορίες για μια σειρά επαγγέλματα μας γίνει επίσης ο Αριστοφάνης στην κωμωδία «Όρνιθες» που παρουσιάστηκε το 414 π.Χ. στην αθηναϊκή γιορτή των «εν άστει Διονυσίων». Γράφει χαρακτηριστικά στους στίχους 493-497: «[…] τα χαράματα μόλις λαλήσει ο πετεινός, όλοι αμέσως ξυπνούν, στις δουλειές τους να πάνε, ο χαλκιάς, ο αλευράς, ο ταμπάκης (σ.σ. ο βυρσοδέψης) κι όσοι φτιάνουν ασπίδες ή λύρες· μαζί κανατάς, παπουτσής και λουτράρης (σ.σ. αυτός που εργάζεται στα δημόσια λουτρά ή είναι ιδιοκτήτης τους)».
Οι… καπηλευτές
Τέλος, άξιοι αναφοράς είναι οι κάπηλοι (μικροέμποροι) και οι έμποροι (μεγαλέμποροι). Αν και οι περισσότεροι γεωργοί, ψαράδες, κτηνοτρόφοι και τεχνίτες πουλούσαν μόνοι τους τα προϊόντα στην Αγορά, υπήρχαν φορές που αυτό γινόταν από μεσάζοντες.
Οι κάπηλοι αγόραζαν από τους παραγωγούς τα προϊόντα και ακολούθως πήγαιναν εκείνη στην Αγορά και τα πουλούσαν εννοείται πιο ακριβά, κερδίζοντας απ’ αυτή τη χρηματική διαφορά αγοράς και μεταπώλησης. Πολλές φορές όμως βρίσκονταν κατηγορούμενοι για εξαπάτηση, καθώς έκλεβαν στο ζύγι ή νόθευαν τα προϊόντα. Γι’ αυτό οι μετρονόμοι και οι αγορανόμοι (να, δύο ακόμη επαγγέλματα) τους είχαν υπό παρακολούθηση. Από αυτούς άλλωστε βγαίνει και το ρήμα «καπηλεύομαι».