Καθώς η ακρίβεια σαρώνει την αγορά, αυξάνονται σιγά σιγά τα πρατήρια καυσίμων που πωλούν νοθευμένη βενζίνη, με σχεδόν δύο στους 10 Έλληνες οδηγούς πλέον να χρησιμοποιούν παράνομα καύσιμα.
Συγκεκριμένα, ο ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (Π.Ο.Π.Ε.Κ) και της Ένωσης Βενζινοπωλών Θεσσαλονίκης (ΕΝ.ΒΕ.Θ), Θέμης Κιουρτζής καταγγέλει ότι πάνω από το 20% των καυσίμων, που διακινούνται σήμερα στην ελληνική αγορά, εκτιμάται πως είναι λαθραία ή νοθευμένα με διαλύτες, με μόλις το 6%-7% των πρατηρίων της χώρας να υπολογίζεται πως είναι υπαίτια για την παραβατικότητα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το κόστος της παραβατικότητας που σχετίζεται με τα καύσιμα για το ελληνικό κράτος, κυρίως λόγω διαφυγής φόρων, υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε περίπου 700 εκατ. ευρώ ετησίως, χωρίς να αποκλείεται να φτάνει ακόμα και στο 1 δισ. ευρώ. Έσοδα που αν κατέληγαν στα δημόσια ταμεία, υποστήριξε, θα μπορούσαν να μειωθούν φόροι, προς όφελος των καταναλωτών.
Στην καρδιά του προβλήματος της παραβατικότητας, η οποία άρχισε να εκδηλώνεται εντονότερα στην Αθήνα και στη συνέχεια, ιδίως την τελευταία τριετία, στη Θεσσαλονίκη και τις άλλες περιοχές της χώρας, βρίσκονται, όπως είπε, τα «πειραγμένα» συστήματα εισροών-εκροών, που δεν παρακολουθούν όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας του καυσίμου και καταδολιεύονται από τους παραβάτες.
Ποια πρατήρια στρέφονται στην παραβατικότητα
Κατά τον γενικό γραμματέα της Π.Ο.Π.Ε.Κ, Γιάννη Μαυράκη και τον αντιπρόεδρο της ΕΝ.ΒΕ.Θ, Χρήστο Σταυράκη, στην ελληνική αγορά υπάρχουν σήμερα περίπου 35 διαφορετικά συστήματα εισροών-εκροών, τα οποία εγκαθίστανται από ιδιωτικές εταιρείες, αντί για ένα ενιαίο, γεγονός που διευκολύνει την παραβατικότητα. «Το σύστημα αυτό θα έπρεπε να φτιαχθεί από την Πολιτεία, στα πρότυπα του “MyData” και η Πολιτεία θα έπρεπε να έχει τα “κλειδιά” του. Σήμερα υποτίθεται ότι όλα τα στοιχεία πηγαίνουν σε πραγματικό χρόνο στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων. Ωστόσο, δεδομένου ότι το σύστημα δεν παρακολουθεί όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας κι ότι δεν είναι αδιάβλητο, τα στοιχεία αυτά είναι στην πραγματικότητα πλασματικά» είπε ο κ.Μαυράκης, ενώ ο κ.Σταυράκης διερωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν σήμερα πρατήρια που πουλάνε στη λιανική σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που προμηθεύονται το καύσιμο από τα διυλιστήρια, εφιστώντας την προσοχή των καταναλωτών ως προς τις αφύσικα χαμηλές τιμές.
Κατά τον κ.Κιουρτζή, οι πρατηριούχοι, σε μεγάλο βαθμό οικογενειακές επιχειρήσεις, παρότι συχνά εμφανίζονται να κερδοσκοπούν, στην πραγματικότητα έχουν πολύ μικρά περιθώρια κέρδους.
Η παραβατικότητα στα καύσιμα εντοπίζεται, σύμφωνα με τον κ.Κιουρτζή, σε τρία πεδία: πρώτον, στη διακίνηση λαθραίου καυσίμου, που προορίζεται για εξαγωγή, αλλά τελικά δεν περνάει ποτέ τα σύνορα, παρά επιστρέφει στην Ελλάδα και μπαίνει παρανόμως στις δεξαμενές, με αποτέλεσμα οι επιτήδειοι κερδίζουν από τους φόρους που κανονικά επιβαρύνουν το καύσιμο (1 ευρώ/λίτρο στη βενζίνη). Δεύτερον, στη νοθεία με διαλύτες όπως η τολουόλη, που στοιχίζουν πολύ φθηνά -200 ευρώ/τόνο έναντι 2200 ευρώ/τόνο για τη βενζίνη- και δεν ανιχνεύονται στο καύσιμο ακόμα και αν αναμειχθούν σε μεγάλες ποσότητες. Και, τρίτον, στην κλοπή στο σύστημα εισροών-εκροών των πρατηρίων. Με την καταδολίευση του συστήματος, μεταξύ άλλων, δηλώνεται μικρότερη ποσότητα από αυτή που αγοράζει ο καταναλωτής και το πλεόνασμα πωλείται σε άλλο άτομο ή μια ποσότητα πωλείται δις, με τους επιτήδειους να βάζουν στην τσέπη τους όλο το κέρδος, χωρίς να καταβάλουν φόρους.