«Η πρόσφατη συντριβή του Αντόνοφ στην Ελλάδα επαναφέρει συνειρμούς και ερωτήματα για το πανίσχυρο σερβικό λόμπι των όπλων και τις σχέσεις του με την πολιτική εξουσία», γράφει σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle. Όπως σημειώνει, «σερβικά όπλα πωλήθηκαν από έναν έμπορο αγνώστων στοιχείων και φορτώθηκαν σε οκρανικό αεροσκάφος για να μεταφερθούν στο Πακιστάν, αλλά δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους, καθώς το αεροπλάνο κατέπεσε και συνετρίβη στη Βόρεια Ελλάδα. Όλα αυτά θυμίζουν κινηματογραφικό θρίλερ, αλλά συνέβησαν στην πραγματικότητα».
Το ουκρανικό αεροσκάφος τύπου «Αντόνοφ» είχε απογειωθεί στις 16 Ιουλίου από τη Νις, στη νότια Σερβία, μεταφέροντας 11,5 τόνους όλμων και χειροβομβίδων, σερβικής κατασκευής. Εικάζεται ότι πωλητής του φορτίου ήταν ο Σλόμπονταν Τέσιτς, ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους όπλων στα Βαλκάνια, ο οποίος εδώ και χρόνια βρίσκεται αντιμέτωπος με αμερικανικές κυρώσεις, αναφέρει το δημοσίευμα.
Σύμφωνα πάντα με τη Deutsche Welle, η συντριβή του αεροσκάφους δεν προκαλεί μόνο διπλωματικές τριβές ανάμεσα στην Ελλάδα (η οποία προφανώς δεν γνώριζε την επικινδυνότητα του φορτίου) και τη Σερβία ή την Ουκρανία. Επαναφέρει και πολλά ερωτήματα για την ισχυρή εξοπλιστική βιομηχανία της Σερβίας, για την οποία πληθαίνουν οι αιτιάσεις περί διαφθοράς και παράνομων εξαγωγών. Η Σερβία είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς όπλων στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, μία παράδοση που χρονολογείται από την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Παράγει και εξάγει τα πάντα, από πιστόλια και νάρκες μέχρι συστήματα πυροβολικού, ραντάρ, ηλεκτρονικό εξοπλισμό, τεθωρακισμένα και πολεμικά αεροσκάφη. Το σερβικό υπουργείο Άμυνας υπολογίζει την αξία των εξαγωγών όπλων για το 2020 στα 600 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 3% των συνολικών εξαγωγών της Σερβίας. Ωστόσο, δεν υπάρχουν απολύτως αξιόπιστα στοιχεία.
Φορτία για εστίες κρίσης ανά τον κόσμο
Κυριότεροι αγοραστές σερβικών όπλων και οπλικών συστημάτων είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Κύπρος, οι ΗΠΑ, η Βουλγαρία και η Σαουδική Αραβία. Όμως το σερβικό εξοπλιστικό λόμπι έχει πελάτες σε όλον τον κόσμο, επισημαίνει ο Βουκ Βουκσάνοβιτς, πολιτικός επιστήμων και συνεργάτης του Κέντρου για την Πολιτική Ασφάλειας (BCBP) στο Βελιγράδι. «Το σερβικό κράτος δεν θέλει να χάσει ούτε ένα δηνάριο από τις εξαγωγές αυτές», λέει. «Κόκκινη γραμμή αποτελεί ωστόσο η υπαγωγή ενός εξαγωγικού προορισμού σε κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών ή η διεξαγωγή πολέμου στο έδαφός του».
Ο Βουκσάνοβιτς τονίζει όμως ότι η Σερβία «δεν τηρεί πάντοτε αυτούς τους κανόνες». Τις προηγούμενες δεναετίες η χώρα είχε εξαγάγει όπλα σε εστίες πολέμου ή κρίσης, στις οποίες ίσχυε εμπάργκο όπλων. Το 2019 αποκαλύφθηκε ότι σερβικά όπλα είχαν φθάσει στα χέρια ενόπλων ισλαμιστών στην Υεμένη, μέσω Σαουδικής Αραβίας. Το 2020 ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν είχε εντοπίσει στο Ορεινό Καραμπάχ σερβικά όπλα που πωλήθηκαν στην Αρμενία. Τον Φεβρουάριο ένα σερβικό δίκτυο ερευνητικής δημοσιογραφίας ανακάλυψε ότι σερβικά όπλα είχαν παραδοθεί στη Μιανμάρ, ακόμη και μετά την επιβολή στρατιωτικής χούντας στη χώρα, τον Φεβρουάριο του 2021.
Ένα όνομα που συνεχώς επαναλαμβάνεται
Το όνομα του Σλόμπονταν Τέσιτς εμφανίζεται κάθε τόσο, όταν γίνεται λόγος για παράνομες σερβικές εξαγωγές όπλων. Ο 64χρονος δραστηριοποιείται εδώ και δεκαετίες στο εμπόριο όπλων στα Βαλκάνια. Από το 2003 έως το 2013 το όνομά του περιλαμβανόταν στη λίστα κυρώσεων των ΗΠΑ λόγω παράνομων εξαγωγών προς τη Λιβύη. Το 2017 τέθηκαν σε ισχύ νέες κυρώσεις κατά του Τέσιτς, οι οποίες ισχύουν μέχρι σήμερα και προβλέπουν, μεταξύ άλλων, απαγόρευση εισόδου και κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του στις ΗΠΑ. Εκεί ο Τέσιτς χαρακτηρίζεται επισήμως «ο μεγαλύτερος έμπορος όπλων και πυρομαχικών στα Βαλκάνια».
Παράλληλα, το όνομά του βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών υποθέσεων διαφθοράς στη σερβική βιομηχανία όπλων, μεταξύ αυτών και στην αποκαλούμενη «υπόθεση Κρούσικ», που ήρθε στο φως της δημοσιότητας το φθινόπωρο του 2019. Εταιρείες ιδιοκτησίας του συγκεκριμένου επιχειρηματία εικάζεται ότι είχαν αγοράσει όπλα (οβίδες, νάρκες, βλήματα) σε προνομιακές τιμές, για να τα μεταπωλήσουν σε υψηλές τιμές στο εξωτερικό, παρότι θεωρητικά υπεύθυνη για την υλοποίηση της συναλλαγής αυτής θα ήταν η κρατική επιχείρηση Jugoimport-SDPR.
Χρηματοδότης του κυβερνώντος κόμματος;
Σε αυτές τις συναλλαγές κρατικών επιχειρήσεων με αντίστοιχες ιδιωτικές λέγεται ότι κάθε τόσο εισέρρεαν χρήματα στο ταμείο του κυβερνώντος Προοδευτικού Κόμματος (SNS) του προέδρου Αλεξάνταρ Βούτσιτς. Ο Τέσιτς θεωρείται ένας από τους κύριους χρηματοδότες του SNS. Σύμφωνα με σερβικά μέσα ενημέρωσης διαθέτει διπλωματικό διαβατήριο. Σε παρόμοιες συναλλαγές στο παρελθόν φερόταν αναμεμειγμένος και ο πατέρας του σημερινού υπουργού Άμυνας Νεμπόισα Στεφάνοβιτς. Τόσο ο Βούτσιτς, όσο και ο Στεφάνοβιτς διαψεύδουν τις αιτιάσεις, εδώ και χρόνια. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το όνομα του Τέστιτς ακούστηκε και τις τελευταίες ημέρες, καθώς λέγεται ότι εκείνος κρύβεται πίσω από την εταιρεία Valir, που επισήμως είχε δρομολογήσει τις πωλήσεις όπλων με προορισμό το Μπαγκλαντές. Ο ίδιος ο Τέσιτς δεν σχολιάζει ποτέ τις αιτιάσεις που κατά καιρούς διατυπώνονται εναντίον του.
Το τέλος της οπορτουνιστικής πολιτικής;
Δεν λείπουν μάλιστα τα σενάρια, ότι τα όπλα του ουκρανικού Αντόνοφ πιθανώς να μην προορίζονταν για το Μπαγκλαντές, αλλά για την ίδια την Ουκρανία – κάτι που ωστόσο διαψεύδουν τόσο ο Σέβρος υπουργός Άμυνας Στεφάνοβιτς, όσο και η ουκρανική εταιρεία Meridian, στην οποία ανήκε το Αντόνοφ. Από την πλευρά του ο πολιτικός επιστήμων Βουκ Βουκσάνοβιτς θεωρεί ότι υπάρχουν ακόμη ανοιχτά ερωτήματα. «Η κοινή γνώμη θα πρέπει να πάρει μία απάντηση στο ερώτημα, γιατί ένα ουκρανικό αεροσκάφος μεταφέρει σερβικά όπλα, σε μία εποχή που μαίνεται σε ουκρανικό έδαφος η μεγαλύτερη διεθνής σύρραξη της εποχής μας», λέει ο Βουκσάνοβιτς.
Κατά την άποψή του η υπόθεση του «Αντόνοφ» αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα για την οπορτουνιστική πολιτική του Βελιγραδίου, η οποία ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικά κέντρα εξουσίας. «Από τη μία πλευρά μυστικές προμήθειες όπλων για την Ουκρανία, από την άλλη παραχωρήσεις έναντι της Ρωσίας στην ίδια τη Σερβία», λέει ο Βουκσάνοβιτς. «Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν δείγματα συμπεριφοράς μίας ελίτ στο Βελιγράδι, η οποία ισορροπεί ανάμεσα σε διαφορετικά κέντρα εξουσίας, με στόχο να αποσπάσει το εκάστοτε αντίτιμο. Το ερώτημα που τίθεται για τη Σερβία είναι, μήπως αυτή η πολιτική καταρρεύσει, σε περίπτωση που εξοργίσει υπερβολικά ένα από αυτά τα κέντρα εξουσίας».