Έχει καταφέρει να κερδίσει μετά από σκληρή δουλειά έναν τίτλο ξεχωριστό. Είναι η πρώτη Ελληνίδα Master of Wine. Ονομάζεται Όλγα Καραπάνου-Crawford και ήξερε όπως αποκαλύπτει η ίδια από τότε που ήταν 15 ετών πως ήθελε να ασχοληθεί με την οινολογία.
Μιλώντας για το πώς κατάφερε να κάνει πραγματικότητα το μεγάλο της όνειρο η Όλγα Καραπάνου-Crawford επισημαίνει πως το ημερολόγιο έδειχνε 30 Αυγούστου του 2018.
«Ήμουν σε ένα κίτρινο ταξί πάνω στη Γέφυρα του Μπρούκλιν, ταξίδευα προς το αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης, βιώνοντας μια ιδιαίτερη μέρα για την επαγγελματική της ζωή. Είχα βρεθεί στη Νέα Υόρκη για επαγγελματικό ταξίδι και περίμενα αγωνιωδώς ένα τηλεφώνημα από Αγγλία, που θα έκρινε μια χρόνια σκληρής δουλειάς. Το αεροπλάνο απογειώνεται χωρίς το τηλέφωνο να έχει χτυπήσει. Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια πτήση Νέας Υόρκης – Σαν Φρανσίσκο, που έχω κάνει ποτέ! Ένα τέταρτο αφότου προσγειώθηκα, βλέπω στο κινητό μου την κλήση από 0044, τον κωδικό χώρας της Αγγλίας και …ήξερα» αναφέρει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Το τηλεφώνημα ήταν από το «Institute of Masters of Wine» στο Λονδίνο και γρήγορα έμαθε ότι της απονεμήθηκε ο περίζηλος τίτλος της «Master of Wine (MW)», που κατέχουν μόλις 419 άνθρωποι παγκοσμίως, εκ των οποίων οι 151 γυναίκες.
Δεν είναι ένας τίτλος που κερδίζεται εύκολα. Απαιτεί σκληρή δουλειά πολλών ετών και υπολογίσιμη οικονομική δαπάνη, χωρίς τίποτα από αυτά να εγγυάται ότι τελικά θα μπει κάποιος στο ιδιαίτερο αυτό «κλαμπ» των βαθέων γνωστών. Γιατί οι Masters of Wine αναγνωρίζονται παγκοσμίως ως οι ανώτεροι «εμπειρογνώμονες» του κρασιού, αφότου έχει αποδειχτεί -μέσα από διαδοχικές δοκιμασίες- ότι κατέχουν τα «μυστικά» του. Τρόπον τινά, διδάσκονται την πορεία του από τη στιγμή που ένα καινούργιο αμπέλι θα ριζώσει στο χώμα της Μεσογείου, της Χιλής ή της Καλιφόρνιας, μέχρι την ώρα που δύο μεταφορείς θα ξεφορτώσουν τις φιάλες ενός μεγάλου οίνου στην κάβα του πιο δημοφιλούς εστιατορίου της Βαρκελώνης ή του Χονγκ Κονγκ κι ένας κορυφαίος sommelier θα προτείνει ετικέτες στους οινόφιλους.
«Απωθούσα το αίσθημα της αναμονής για δύο μήνες, από την μέρα που είχα παραδώσει την εργασία μου, και όλη η αγωνία που είχα αποφύγει, συσσωρεύτηκε στις ώρες λίγο πριν από το τηλεφώνημα» υπογραμμίζει και συμπληρώνει: «Τα συναισθήματα αλλάζουν σε δευτερόλεπτα: από αγωνία σε αιφνιδιασμό, μετά σε ανακούφιση, σε απίστευτη ικανοποίηση κι ευτυχία. Χρόνια σκληρής δουλειάς, απίστευτα πολλές ώρες γευσιγνωσίας, στιγμές απογοήτευσης και ενθουσιασμού, η οικονομική επένδυση και οι θυσίες, μετατράπηκαν σε ένα μοναδικό αίσθημα περηφάνιας ως η μία από τους τρεις Έλληνες MW, αλλά και η πρώτη Ελληνίδα».
Μια απόφαση ζωής που ελήφθη στα 15 και η ενωτική ιδιότητα του κρασιού
Για την Όλγα Καραπάνου-Crawford, οινική σύμβουλο και οινοπαραγωγό, με έδρα την περίφημη Νάπα στην Καλιφόρνια, κοντά στη Σονόμα που οινοποιεί μέχρι και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, η σχέση με το κρασί ξεκινά παιδιόθεν.
«Αποφάσισα ν’ ακολουθήσω τον οινολογικό τομέα στην ηλικία των 15 ετών, αλλά αγάπησα πραγματικά το κρασί και την οινική κοινότητα στο εξωτερικό. Συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν πολλαπλές διαστάσεις γύρω από το ποιοτικό κρασί. Από την ποιοτική αμπελουργία και οινολογία, μέχρι απλώς την εμπιστοσύνη στο ένστικτό σου. Ακόμα πιο σημαντικό: συνειδητοποίησα ότι το κρασί είναι ενωτικό, συνδυάζει κουλτούρα, πάθος και επιστήμη.
Αγαπώ να ταξιδεύω, να μαθαίνω νέες γλώσσες (σ.σ. μιλάει οκτώ γλώσσες), ν’ ανταλλάσσω ιδέες με άλλους οινοποιούς και αγοραστές, να επικοινωνώ απευθείας με τους καταναλωτές» εξηγεί και εξομολογείται το όραμά της «για την προώθηση ιδεών, που μπορούν να αλλάξουν τον οινικό τομέα προς το καλύτερο».
Οινολόγος στο μεγαλύτερο οινοποιείο του κόσμου
Ξεκίνησε με σπουδές χημικού -αρχικά στο ΑΠΘ και μετά στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας- αλλά γρήγορα το «δέσιμό» της με το κρασί άρχισε να λαμβάνει πιο συγκεκριμένη υπόσταση, όταν έκανε το μάστερ της στην αμπελουργία και την οινολογία στην Καλιφόρνια. Κι ήταν ακριβώς τότε, πριν καν τελειώσει αυτό το μάστερ, που άνοιξε η πόρτα της ευκαιρίας στο «E&J Gallo», το μεγαλύτερο οινοποιείο του κόσμου.
«Το E&J Gallo είναι σχολείο, όσον αφορά το πώς δημιουργείς σταθερά αποτελέσματα χρόνο με τον χρόνο, πώς επιτυγχάνεις ποιότητα, κόστος και στυλ, προκειμένου να δημιουργήσεις ποιοτικά κρασιά σε μεγάλη παραγωγή. Ένα μικρό λάθος μπορεί να γίνει πρόβλημα κόστους εκατομμυρίων σε ένα οινοποιείο σαν το Gallo. Η ευθύνη είναι μεγάλη και ο όγκος της δουλειάς τεράστιος. Μαθαίνεις τη δυναμική της ομάδας και τη σημασία της σωστής επικοινωνίας, προκειμένου να επιτύχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα», εξηγεί.
Πόσο εύκολο είναι να προσληφθείς σε τέτοιες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ; «Πιστεύω ότι όταν είσαι καλή/καλός σε αυτό που κάνεις, και είσαι συνεργάσιμο και θετικό άτομο, οι προσλήψεις γίνονται με “word-of-mouth” (χάρη στη διάδοση της καλής σου φήμης). Για εμένα, το πιο σημαντικό είναι να βάζω την επαγγελματική μου ενέργεια σε εταιρείες που διακρίνονται για τις αξίες τους, σέβονται τους υπαλλήλους τους και έχουν οινικό όραμα» επισημαίνει η Όλγα Καραπάνου-Crawford.
Σήμερα είναι, μεταξύ άλλων, αγοράστρια κρασιών για τη «Naked Wines», ένα από τα πιο γνωστά wine clubs της Αμερικής, όπου έρχεται σε επαφή με πάνω από 100 οινολόγους παγκοσμίως, αλλά και σύμβουλος για το οινοποιείο «Αρτέμης Καραμολέγκος» στη Σαντορίνη. Το 2014 ξεκίνησε τη δική της συμβουλευτική εταιρεία για projects οινολογικού κι επιχειρηματικού χαρακτήρα, ενώ κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής της ζωής συνεργάστηκε με κορυφαία οινοποιεία στη Νάπα και τη Σονόμα (MacMurray Estate Vineyards, Louis Martini Napa Valley, Marcassin Vineyards), όπου η έμφαση δινόταν στη λεπτομέρεια στον αμπελώνα, με σκοπό τη δημιουργία κρασιών μεσαίας έως και πολύ μικρής παραγωγής.
Πώς αξιολογεί την ποιότητα του ελληνικού κρασιού σήμερα μια Master of Wine;
«Η ποιότητα του ελληνικού κρασιού είναι ανοδική και ανταγωνιστική διεθνώς. Όμως, έχουμε ακόμα πολλή δουλειά, κυρίως στον αμπελώνα. Υπάρχουν πολλές ελληνικές ποικιλίες, πολλά διαφορετικά terroir, που, με κάποιες εξαιρέσεις, δεν έχουν ακόμα προλάβει να χτίσουν συστηματική ποιοτική πορεία» αναφέρει.
«Η οινική πληθωρικότητα που προωθούμε στο εξωτερικό είναι πιθανώς μια τακτική διαφοροποίησης και μπορεί να βοηθήσει να καλυφθεί μεγάλο εύρος γευστικών προτιμήσεων. Είναι σημαντικό παράλληλα, όπως δημιουργούμε μονοποικιλιακές εμφιαλώσεις με γηγενείς ποικιλίες, έτσι να γίνεται ταυτόχρονα ανάλογη μελέτη αξιολόγησης και βελτιστοποίησης από τον αμπελώνα έως και την παλαίωση. Π.χ, Ασύρτικο, Ξινόμαυρο και Αγιωργίτικο είναι ποικιλίες συνδεδεμένες με παραγωγούς, που έχουν ξεκινήσει σχετικές μελέτες. Ανυπομονώ να δω ανάλογες και για άλλες ποικιλίες. Εντέλει, δεν είναι μόνο οι ποικιλίες που καθορίζουν την επιτυχή τοποθέτηση στις αγορές του εξωτερικού, αλλά το σύνολο των αποφάσεων για τη δημιουργία ενός αντικειμενικά ιδιαίτερου οίνου, η αποτελεσματική επικοινωνία για την αυθεντικότητα και την ποιότητα, η δημιουργία σχέσεων με αξιόλογους συνεργάτες και το όραμα…» επισημαίνει.
Πώς μπορούν τα ελληνικά κρασιά να βγουν από την κατηγορία «the others» και πώς επηρέασε την πορεία τους στο εξωτερικό η πανδημία;
«Τα ελληνικά κρασιά σήμερα, ειδικά σε πιο ώριμες αγορές, δεν είναι πλέον κάτι καινούργιο. Όμως, πολύ συχνά ανήκουν στην κατηγορία “other countries”, εκτός αν είναι σε λίστες εστιατορίων/καβών με ελληνική ή μεσογειακή κουζίνα. Πριν την Covid-19 το βλέπαμε αυτό να αλλάζει, κυρίως με αγοραστές ή άλλους πρεσβευτές, που συνέβαλαν ώστε το ελληνικό κρασί, με κυρίαρχο το Ασύρτικο, να μπει και σε πιο διεθνείς λίστες και κάβες. Καθώς όμως ξανανοίγουν τα εστιατόρια και οι κάβες. βλέπουμε ότι οι αγοραστές δεν έχουν τον ίδιο προϋπολογισμό και είναι πιο συντηρητικοί στη διατήρηση μεγάλου αποθέματος. Αυτό τους οδηγεί στο να κρατούν μικρότερες λίστες, με το ελληνικό κρασί να είναι απ’ τα πρώτα που αφαιρούν» υπογραμμίζει η Όλγα Καραπάνου-Crawford.
Από την άλλη, λέει, η αύξηση των πωλήσεων απευθείας στον καταναλωτή και το γεγονός ότι οι καταναλωτές, και ειδικά οι Millennials (καταναλωτές ηλικίας 25-40 ετών), είναι ανοιχτοί στο να δοκιμάζουν νέες κατηγορίες, συνιστούν ευκαιρίες για το ελληνικό κρασί.
Πώς θα μπορούσαν λοιπόν τα ελληνικά κρασιά να «ξεκλειδώσουν» αγορές όπως η αμερικανική;
«Το ελληνικό κρασί μπορεί να πάρει ισχυρότερη θέση στις διεθνείς λίστες, αν ξεκαθαρίσουμε το Unique Selling Point (USP) κάθε ποικιλίας, ετικέτας κι αμπελώνα (σ.σ. ως USP χαρακτηρίζεται το ιδιαίτερο στοιχείο ενός προϊόντος, που το διαφοροποιεί από τον ανταγωνισμό, πχ, σε όρους τιμής, ποιότητας, παράδοσης ή καινοτομίας). Επίσης για να χτίσεις μια δυνατή μάρκα, πρέπει να υπάρχει συστηματική, στρατηγική και αυθεντική κατεύθυνση από τον αμπελουργό/οινοποιό, που χτίζεται με υπομονή και όραμα» λέει κλείνοντας.
Πηγή φωτογραφιών: Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων/Όλγα Καραπάνου