Δυο χρόνια μετά την δικαστική απόφαση με την οποία καταδικάστηκαν για το οικονομικό σκάνδαλο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο συνολικά εννέα άτομα η υπόθεση έφτασε στον Άρειο Πάγο όπου συζητήθηκε αίτηση αναίρεσης.
Ο αντεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εμμανουήλ Ρασιδάκης εισηγήθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Ποινικού Τμήματος την απόρριψη της αναίρεσης πέντε εκ των καταδικασθέντων οι οποίοι υποστηρίζουν
ότι η εφετειακή απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας υπογραμμίζοντας ότι έχει αντιφάσεις και κενά.
Ο κ. Ρασιδάκης εξέφρασε την άποψη πως η επίμαχη απόφαση έχει «ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όπως απαιτεί το Σύνταγμα, ενώ ορθά ερμήνευσε το νόμο και τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου».
Ο εισαγγελικός λειτουργός απαντώντας στις αιτιάσεις της υπεράσπισης ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε δεχθεί πως δεν υπάρχει δόλος ή βαριά αμέλεια των καθηγητών του Παντείου Πανεπιστημίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπογράμμισε ότι « η απόφαση ορθά αιτιολογεί τον δόλο και τον σκοπό των κατηγορουμένων και πρέπει να απορριφθούν οι αναιρέσεις» .
Τον τελευταίο λόγο, πάντως, έχει το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου το οποίο επιφυλάχθηκε να εκδόσει την απόφαση του.
Υπενθυμίζεται ότι για την υπόθεση που αφορά «φαγοπότι» εκατομμυρίων ευρώ στο Πανεπιστήμιο την περίοδο 1992-1998 καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης από 10 έως 31 έτη πρυτάνεις, αντιπρυτάνεις, υπάλληλοι του λογιστηρίου και διοικητικοί υπάλληλοι του Παντείου. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των κατασχεθέντων που δημεύθηκαν με απόφαση του δικαστηρίου ήταν και μια Φεράρι.