Χτισμένο το 1932, υπήρξε σπίτι του δωσίλογου των Γερμανών πρωθυπουργού, μετατράπηκε στο κολαστήριο της Ασφάλειας στα χρόνια της δικτατορίας, φιλοξένησε τα γραφεία του ΚΚΕ την δεκαετία του ’80, για να καταλήξει στο Υπουργείο Πολιτισμού από το 1993. Διατρέχοντας την νεότερη ιστορία, το κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας συνδέεται με πολλές μελανές της σελίδες…
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Ο πρώτος ιδιοκτήτης
Πρώτος ιδιοκτήτης του κτιρίου, ήταν ο γιατρός Κ. Λογοθετόπουλος. Έχοντας σπουδάσει ιατρική στο Μόναχο, τα πρώτα χρόνια μετά την αποφοίτησή του παραμένει και εργάζεται στην Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Μονάχου, αρχικά ως βοηθός του καθηγητή Amann, κατόπιν ως επιμελητής και τέλος ως υφηγητής.
Όταν επιστρέφει στην Αθήνα, το 1910, ιδρύει την δική του χειρουργική γυναικολογική και μαιευτική κλινική . Δώδεκα χρόνια αργότερα αναλαμβάνει την έδρα Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη συνέχεια διατελεί κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής (1928–1929), και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1932–1933).
Με την είσοδο του γερμανικού στρατού στην Αθήνα, ο Κ. Λογοθετόπουλος, παντρεμένος με την ανιψιά του στρατάρχη Λιστ, διατελεί υπουργός Πρόνοιας και Παιδείας στην κυβέρνηση Γεωργίου Τσολάκογλου και πρωθυπουργός της ναζιστικής «Ελληνικής Πολιτείας» από τις 2 Δεκεμβρίου 1942. Εκείνη την περίοδο η κυβέρνησή του αναλαμβάνει να επιστρατεύσει Έλληνες που θα πολεμούσαν ως εθελοντές στο Ανατολικό Μέτωπο ή θα εργάζονταν σε γερμανικά εργοστάσια, αλλά και τα δύο σχέδια αποτυγχάνουν χάρη στη λαϊκή κατακραυγή. Τελικά η θητεία του διαρκεί μόλις τέσσερις μήνες, αφού τον Απρίλιο του 1943 οι Γερμανοί τον αντικαθιστούν με τον Ιωάννη Ράλλη.
Με την αποχώρηση των δυνάμεων κατοχής το φθινόπωρο του 1944, ο Λογοθετόπουλος διέφυγε στη Γερμανία και εν τέλει παραδίδεται στον Αμερικανικό Στρατό. Το 1945 καταδικάζεται ερήμην από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων σε ισόβια κάθειρξη, για τη συνεργασία του με το στρατό κατοχής. Το 1946 μεταφέρεται με αμερικανικό μεταγωγικό αεροπλάνο στη Θεσσαλονίκη και παραδίνεται στις ελληνικές αρχές, οι οποίες τον οδήγουν στη φυλακή για να εκτίσει την ποινή του. Όμως το 1951 του απονέμεται χάρη κι έτσι πεθαίνει εκτός φυλακής σε πλήρη όμως απαξίωση.
«Το σφαγείο» της ΚΥΠ
Εκείνη περίπου την περίοδο, είναι που το κτίριο περνά στα χέρια της υπηρεσίας συγκέντρωσης διανομής και επεξεργασίας πληροφοριών και στεγάζει την διαβόητη ΚΥΠ. Σε κάποιο απ’ τα γραφεία του πιθανολογείται πως εξυφάνθηκε η σκευωρία του ανθρώπου με το κόκκινο γαρύφαλλο, του Νίκου Μπελογιάννη, καθώς και η δολοφονία του άλλοτε μαθητή του ιδιοκτήτη, του γιατρού Γρηγόρη Λαμπράκη.
Την περίοδο που η δικτατορία έχει ριζώσει για τα καλά στα σώματα ασφαλείας, δίπλα ακριβώς, επί της οδού Μπουμπουλίνας 18, στεγάζεται η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας (κατεδαφισμένη σήμερα) στην οποία έδρασαν οι βασανιστές της χούντας. Το άντρο του Μάλλιου, του Μπάμπαλη και του Λάμπρου, χαράσσεται στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής από τις κραυγές των αντιστασιακών που βασανίζονται στην μονίμως αιματοβαμμένη ταράτσα του. Πολλοί είναι εκείνοι θα δηλώσουν αργότερα πως τα βασανιστήρια ήταν τόσο απάνθρωπα που ακόμη κι ο θάνατος φάνταζε μια κάποια λύση.
Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, η 29χρονη τότε ηθοποιός Κίττυ Αρσένη, συλλαμβάνεται μετά από πληροφορίες για τα αντικαθεστωτικά της φρονήματα και δράση. Αρχικά μεταφέρεται στα νταμάρια της Κυψέλης όπου γίνεται μια πρώτη επίδειξη βασανιστηρίων και εκφοβισμού με εικονικές εκτελέσεις. Όταν δεν μιλά, μεταφέρεται στην ασφάλεια. Κάπως έτσι περιέγραφε την «διαμονή» της στο περίφημο κτίριο σε παλαιότερα συνέντευξή της στο Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα.
«… Από εκεί και πέρα άρχισε μία περίοδος ανακρίσεων άλλου τύπου, εξοντωτικές, αϋπνίες, αυστηρά απομόνωση, που σήμαινε ότι σε ένα κελί δεν έπινες νερό, δεν έτρωγες, δεν έβγαινες για τις σωματικές σου ανάγκες. Και βεβαίως η επίσκεψη επάνω στην περίφημη ταράτσα.[…] Εκεί ήταν το λεγόμενο πανηγύρι το λέγανε. Το λέγανε το πανηγύρι. Εκεί ήταν πιο συστηματικά τα βασανιστήρια. Δηλαδή ενώ στα Νταμάρια ήτανε κάποιοι άνθρωποι που κτυπούσαν, κλωστάγανε και είχες την αίσθηση ότι μπορείς και να τους αντιμετωπίσεις, εκεί άρχισαν πιο συστηματικά. Ήταν ο πάγκος, ήταν το δέσιμο πάνω στον πάγκο να είσαι ακίνητος. Ήτανε τα νερά που σου ρίχνανε και δεν μπορούσες να αντιδράσεις, και η φάλαγγα η κανονική που είναι αυτό το κτύπημα στα πέλματα με ματσούκια. Φαντάζομαι, δεν τα είδα. Το σκοτάδι, οι πατσαβούρες που ήταν πίσω που σου ρίχνανε».
Εκτός από την Κίττυ Αρσένη εκεί φυλακίζεται και ο Ανδρέας Λεντάκης. Όπως γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο της Μπουμπουλίνας 18 :
«Εδώ έφεραν και τον Ανδρέα. Μόλις τον πιάσανε τον βάλανε στο δίπλα δωμάτιο και πρόλαβε να μας ρωτήσει: ‘Βαράνε πολύ;’. Κι εμείς τότε δεν προλάβαμε να του απαντήσουμε. Μόνο αρχίσαμε το τραγούδι. Περιμέναμε την ώρα που θα τον ανεβάζανε επάνω, τραγουδάγαμε και του χτυπάγαμε συνθηματικά στον τοίχο. Τον ξεπροβοδίζαμε…
Είχε πάθει τρεις διασείσεις. Δεν ξέραμε πώς θα ξανακατέβαινε κάτω. Τα τρανζίστορ άρχιζαν να παίζουν στη διαπασών. Το βασανιστήριο ήταν σίγουρο. Τίποτα δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Κι όμως υπήρχε μια μάχη που θα δινόταν. Στην πρώτη γραμμή του πυρός.
Τον ανέβασαν και τον κρατήσανε μέχρι να ξημερώσει. Όλο το βράδυ είμαστε μαζί του. Σε μια στιγμή έπαψαν να ακούγονται χτυπήματα ή μοτοσικλέτα… και ακούγαμε μόνο ουρλιαχτά. Τότε δεν αντέξαμε.
Η Χρυσή έβαλε υστερικές φωνές και η Αριάδνη τιναζόταν από σπασμούς. Εγώ έλεγα και ξαναέλεγα δυνατά: ‘Να πεθάνει! Να πεθάνει! Να μην βασανίζεται άλλο!’.
Ακούγαμε τα νερά που του ρίχνανε και το κιούπι που ανεβοκατέβαινε. Τα ξημερώματα ακούστηκε: ‘Φτάνει, δεν θα αντέξει άλλο!’. Τότε πέσαμε και εμείς να κοιμηθούμε. Όταν την άλλη μέρα κοιτάξαμε από την τρύπα του δωματίου του είδαμε ένα μάτσο κρέας ματωμένο. Όταν ο Ανδρέας μας ξανακοίταξε με το παραμορφωμένο πρόσωπό του ανάμεσα στα αίματα και στα γένια, χαμογελούσε, τους είχε νικήσει».
Ο κώδικας επικοινωνίας που επινοούν ο Λεντάκης με τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλου συλληφθέντες περιγράφεται στο «Σφαγείο» από τα Τραγούδια του Αντρέα.
«Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο,
μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ.
Είμαι θρεφτάρι, μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο,
σήμερα εσύ, αύριο εγώ.
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα,
μετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώ.
Πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέα
Τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ,
που πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή,
βαστάω γερά κρατάω καλά».
Στις 09 Φεβρουαρίου του ’74, συλλαμβάνεται και ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης. Μένει στην Ασφάλεια 40 ημέρες και στη συνέχεια εξορίζεται. Στην κατάθεση του ανέφερε τα εξής: «Σωματικές κακοποιήσεις δεν είχα. Μόνο ψυχικές. Είχαν συλλάβει και τη γυναίκα μου. Με ανέκρινε ο Σμαΐλης… Μια μέρα έφεραν στο κελί μου τον Τάσο Παπαδόπουλο. Τον είχαν κακοποιήσει… Τον είχαν κάψει στα γεννητικά όργανα και είχε σημάδια από χαστούκια».
Αφάνταστοι εξευτελισμοί σημειώνονταν και σε κρατούμενα κορίτσια. Οι δηλώσεις του τότε εισαγγελέα έλεγαν χαρακτηριστικά«ούτε οι ορδές του Αττίλα δεν κακοποιούσαν τραυματίες».
Η «Επιστημονική Ανάκριση» της ταράτσας περιγράφεται και στους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση
«Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Η ασφαλίτικη επινοητικότητα, με εντελώς μηδαμινά μέσα – έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια-, δημιούργησε μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας. Πριν σε πάνε εκεί την ξέρεις. Όταν μπαίνεις έχεις την εντύπωση πως την έχεις ξαναδεί. Αυτό που είναι καινούργιο για σένα, είναι ο πανικός. […] Μ’ ανεβάζανε στην ταράτσα. Η γνωστή παρέα κι ο Σπανός. Κάποιος χαφιές που τους είδε να ανεβαίνουν, τους χαιρέτησε λέγοντας «Από κυνήγι έρχεστε;»[…]
Η πινακίδα γράφει: “Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος”. […] Έμοιαζε με ιεροτελεστία ανθρωποθυσίας. Κανένας δεν μίλαγε πια. Δουλεύανε. Τα βάζανε με κάποιον Μπάμπαλη και με κάποιον Μάλλιο, που είναι τσαπατσούληδες. […] Οδηγίες Σπανού προς τον χειρώνακτα βασανιστή:
«Δώσε φυστίκι, Κώστα»
«Ξύλο, σίδερο;»
«Ξύλο και βλέπουμε».
«Μάλιστα γιατρέ».
Ο Κώστας έφτυσε τα χέρια του, πήρε το ξύλο κι άρχισε.
Ο Φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη επικλινή γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ’ έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε κοιτάνε στα πόδια θα σου ήταν δύσκολο να προσδιορίσεις από πού έρχεται…»
Τα βασανιστήρια και η Μπουμπουλίνας έμειναν από τότε δύο άρρηκτα συνδεδεμένες λέξεις. Οι συλλήψεις γίνονταν συνήθως νύχτα και στην πλειονότητά τους χωρίς εντάλματα. Πολλοί μάλιστα συλλαμβάνονταν χωρίς να τους απαγγελθεί κατηγορία και κρατούνταν στην Ασφάλεια για μέρες ή μήνες, προληπτικά με τη δικαιολογία πως έπρεπε να δώσουν «διευκρινήσεις».
Στο σύγχρονο κολαστήριο στο οποίο ανακρίνονταν χιλιάδες συλληφθέντες οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν: σωματική κακοποίηση, ξύλο, φάλαγγα, αυστηρή απομόνωση σε άθλιες συνθήκες, εκφοβισμός, ταπείνωση, εικονικές εκτελέσεις, ηλεκτροσόκ με τη συμμετοχή ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε τη χούντα.
Συμφωνα με μαρτυρίες εκείνη την περίοδο οι ήχοι της ταράτσας ανατριχιάζουν ολόκληρη την γειτονιά ενώ η βιαιότητα των βασανιστηρίων είναι τέτοια ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησης τους και άλλα 21 λίγες μέρες ή μέσα σε ένα χρόνο από τότε που αποφυλακίστηκαν.
Η κτηνωδία της οδού Μπουμπουλίνας αποτυπώθηκε στους τίτλους των εφημερίδων μετά την πτώση της δικτατορίας και κατά τη διάρκεια των δικών των βασανιστών: «Διεστραμμένοι βιαστές και σάτυροι στο άντρο της Ασφάλειας», «Αυτοί δεν ήταν ικανοί να φερθούν με ανθρωπιά», «Η Ασφάλεια ξεπέρασε την ΕΣΑ σε κτηνώδη φαντασία», «Ανασκολόπιζαν και έδερναν αλύπητα και με ‘επιστήμη’», ήταν κάποιοι τίτλοι που κοσμούσαν τα άρθρα των εφημερίδων, μετά από τις καταθέσεις των θυμάτων.
Στην μαρτυρία του Π. Κοροβέση για τους βασανιστές του αναφέρεται: «Είχαν την έκφραση ανθρώπου που αγόραζε καινούργιο ρούχο ή τηλεόραση. Το γλεντάγανε».
Όταν οι βασανιστές βρέθηκαν στο εδώλιο του δικαστηρίου αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες που είχαν ειπωθεί εις βάρος τους και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους.Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων και τα σημάδια στα κορμιά τους κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας…
Η ειρωνεία της ιστορίας
Αρκετός καιρός περνά, μέχρι το κτίριο να αλλάξει και πάλι χέρια. Όταν το ΚΚΕ αναζητεί κτίριο για να στεγάσει την Κομματική Οργάνωση Αθήνας, η ΚΥΠ έχει ήδη μετακομίσει στην οδό Κατεχάκη και η πολυκατοικία στην Μπουμπουλίνας μοιάζει πλέον ερείπιο. Οι τότε ιδιοκτήτες της κρεμούν την ταμπέλα «δίδεται αντιπαροχή» και τη βγάζουν στο σφυρί. Έτσι το κτίριο αγοράζεται από το ΚΚΕ για 100 δραχμές, σύμφωνα με τον κ. Ν. Χουντή, τότε γραμματέα της ΚΟΑ του ΚΚΕ, και ανακαινίζεται με άλλες 200.
Τελευταίος Ιδιοκτήτης
Το 1992, το ΚΚΕ αποφασίζει να πουλήσει το κτίριο στο υπουργείο Πολιτισμού, όπου ανήκει μέχρι και σήμερα προκειμένου να στεγαστούν εκεί οι κεντρικές του υπηρεσίες.
Ακόμα και τώρα, το κτίριο στην Μπουμπουλίνας, αποφεύγοντας τον «οικοδομικό οργασμό» των δεκαετιών που προηγήθηκαν, στέκει όρθιο θυμίζοντάς μας σκοτεινές και αιματοβαμμένες σελίδες της ιστορίας ενώ πολλοί είναι εκείνοι που δεν θέλουν να θυμούνται τις κραυγές της αιματοβαμμένης του ταράτσας…