Σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας τα πράγματα είναι, μάλλον, πιο απλά. Ακόμα και το να δεις τι ώρα είναι αν δε φοράς ρολόι μέχρι και πριν μερικά χρόνια δεν ήταν τόσο απλό όσο μπορεί να φανταστεί κανείς σήμερα.
Πλέον ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει ρολόι, έχει κινητό οπότε με το πάτημα ενός κουμπιού μπορείς εύκολα να δεις τι ώρα είναι. Μέχρι και πριν μερικά χρόνια, ωστόσο, η μόνη λύση ήταν το 141. Εκεί καλούσαν όσοι ήθελαν να μάθουν τι ώρα είναι ή όσοι ήθελαν απλά να βεβαιωθούν ότι… πήγαιναν καλά.
Καλούσες τον τριψήφιο αριθμό και άκουγες μια γυναικεία φωνή να σου λέει: «Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…»! Με την ακρίβεια δευτερολέπτου. Το ηχογραφημένο μήνυμα έβγαινε μέσα από ένα μηχάνημα το οποίο βρισκόταν στον έβδομο όροφο του μεγάρου του ΟΤΕ στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου.
Η φωνή άνηκε στην Καλλιόπη Παΐσιου. Την Πιπίτσα, όπως την έλεγαν οι φίλοι και οι συνάδελφοι της. Ήταν η εμβληματικότερη φωνή του ΟΤΕ. Το τέλος της είχε συνταράξει την κοινή γνώμη. Και έγινε ακόμα πιο τραγικό όταν όλοι έμαθαν πια ήταν η γυναίκα που συνάντησε τον θάνατο με τόσο τραγικό τρόπο.
Η βελούδινη φωνή που ενημέρωνε τους Έλληνες για τη σωστή ώρα
Στις 12 Ιουνίου του 1945 ιδρύεται στην Ελλάδα ο πρώτος ραδιοσταθμός που ελέγχεται από τον στρατό με επίσημη ονομασία «Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων» στη Μακρόνησο. Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς αρχίζει να εκπέμπει ο επίσημος σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων της Αθήνας από τα μεσαία και τα βραχέα κύματα που χρησιμοποίησε τις εγκαταστάσεις τη Ζαλοκώστα.
Το 1948 ο «Στρατιωτικός Ραδιοφωνικός Σταθμός» εγκαθίσταται και εκπέμπει από τη Σχολή Χωροφυλακής στους Αμπελόκηπους. Μια ομάδα ερασιτεχνών οδηγών του 781 Λόχου Γενικών Μεταφορών δημιούργησε τον «Ραδιοσταθμό των Ενόπλων», που χαρακτηρίστηκε ως «προπομπός της ΥΕΝΕΔ».
Ως εκφωνήτρια επελέγη η Καλλιόπη Παΐσιου, που γρήγορα έγινε γνωστή ως η «βελούδινη φωνή». Μετά από 32 ολόκληρα χρόνια ως εκφωνήτρια του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και της ΕΡΤ, το 1960 η Πιπίτσα χρησιμοποιήθηκε ως εκφωνήτρια στο αυτοματοποιημένο τηλεφωνικό σύστημα ενημέρωσης της ώρας του ΟΤΕ, το γνωστό τηλεφωνικό νούμερο 141.
Η ίδια επιλέχθηκε ανάμεσα σε 10 υποψήφιες εκφωνήτριες για να «χαρίσει» τη φωνή της στο αυτοματοποιημένο τηλεφωνικό σύστημα εκφώνησης της ώρας, το οποίο εγκατέστησε ο ΟΤΕ ως υπηρεσία εξυπηρέτησης συνδρομητών, στον τηλεφωνικό αριθμό 141. Η αισθαντική φωνή της σημάδεψε δύο γενιές και μέχρι και πριν από κάτι παραπάνω από 10 χρόνια πολλοί αναρωτιούνται για την ταυτότητα της γυναίκας αυτής.
Δυστυχώς για εκείνη, μια τραγική υπόθεση έμελλε να την έχει ως πρωταγωνίστρια και έτσι οι περισσότεροι Έλληνες έμαθαν ποια ήταν η γυναίκα που «κρυβόταν» πίσω από το αυτοματοποιημένο μήνυμα του ΟΤΕ για την ώρα.
Η ζωή της Πιπίτσας Παΐσιου και το τραγικό τέλος
Η Πιπίτσα, παράλληλα με τη δουλειά της, ήταν μια αγαπημένη σύζυγος και μια καλή μητέρα. Πέρασε 67 ολόκληρα χρόνια στο πλευρό του συζύγου της, Τάκη Παΐσιου, μουσικού και μετέπειτα λογιστή. Όλοι έλεγαν πόσο αγαπημένο ζευγάρι ήταν.
Όταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν μόλις 19 ετών κι αυτός 23, ουσιαστικά έχτισαν μαζί τις ζωές τους. Ζούσαν αξιοπρεπέστατα και απέκτησαν μια κόρη η οποία τους χάρισε και ένα εγγονάκι. Η ίδια έλεγε ότι έζησε τη ζωή της ακριβώς όπως την ήθελε.
Όλα αυτά, όμως, κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος τον Μάρτιο του 2010. Η Πιπίτσα υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Στα 86 της χρόνια δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο χτύπημα και ο οργανισμός της την πρόδωσε. Το εγκεφαλικό την οδήγησε σε μια κατάσταση που κανείς άνθρωπος δεν θέλει ούτε για τον χειρότερο εχθρό του. Οι γιατροί έκαναν λόγο για μια κατάσταση «μη αναστρέψιμη».
Όταν ο σύζυγός της, την πήρε από το νοσοκομείο και επέστρεψαν στο σπίτι είχε ουσιαστικά αρχίσει και η αντίστροφη μέτρηση. Στεναχωρημένος, αλλά και απογοητευμένος βλέποντάς την μεγάλη του αγάπη κατάκοιτη και ανήμπορη, «λύγισε». Ίσως μέσα στο μυαλό του η λύση που σκέφτηκε να φαινόταν ως η μόνη λογική. Να φαινόταν ως μια λύτρωση και για τους δυο. Θα λύτρωνε την αγαπημένη του Πιπίτσα και στη συνέχεια θα την ακολουθούσε στο θάνατο.
Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε στις 19 Μαρτίου 2010 μέσα στο σπίτι της οικογένειας στην οδό Κύπρου 26Α στα Βριλήσσια. Ο 90χρονος Τάκης είχε πάρει τις οριστικές του αποφάσεις. Εκείνο το πρωινό, περίμενε πρώτα να φύγει η κόρη του από το σπίτι για να πάει την εγγονή του στο σχολείο της. Στη συνέχεια πήγε στην κρεβατοκάμαρα όπου βρισκόταν κατάκοιτη στο κρεβάτι τους η αγαπημένη του Πιπίτσα. Την πλησίασε, πήρε ένα μαξιλάρι, το πίεσε στο πρόσωπό της και όλα τελείωσαν. Μετά στερέωσε ένα μαχαίρι στο πάτωμα και έπεσε πάνω του με δύναμη, δίνοντας τέλος στη ζωή του. Ακολούθησε την μεγάλη του αγάπη και στο θάνατο.
Πριν βάλει τέλος στη ζωή του, ο Τάκης Παΐσιος, έγραψε ένα γράμμα μέσα στο οποίο εξηγούσε τα πάντα. Το άφησε πάνω στο κομοδίνο, σε εμφανές σημείο για να είναι σίγουρος πως θα το βρουν. Σε αυτό το γράμμα εξηγούσε πως ότι έκανε, το έκανε από την μεγάλη αγάπη που της είχε και στο γεγονός πως δεν άντεχε να τη βλέπει σε αυτήν την κατάσταση:
«Η απελπισία και η απόγνωση με οδήγησαν στη λύση αυτού του δράματος. Είμαι ο θύτης και το θύμα. Ειδοποιήστε την κόρη μου και την αδελφή μου. Επείγον! Στις 12.30 σχολάει η εγγονή μου. Ενημερώστε την μάνα της, τη Λήδα, να πάει να την πάρει. Ό,τι έχω τα αφήνω στην κόρη μου. Τα χρήματα είναι για την εγγονή μου» έγραφε.
Λίγο αργότερα η κόρη του ζευγαριού επέστρεψε από το σχολείο όπου είχε συνοδέψει τη μικρή. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή και προχωρώντας στην κρεβατοκάμαρα αντίκρισε τους γονείς της νεκρούς. Μέχρι εκείνη την ώρα κανείς δεν ήξερε πως ο 90χρονος άνδρας είχε τηλεφωνήσει στις 8.20 στην Άμεση Δράση για να προαναγγείλει όσα θα έκανε μερικές στιγμές αργότερα. Ένα περιπολικό πήγε στο σπίτι αλλά όταν έφτασε πλέον εκεί ήταν πολύ αργά. Το σχέδιο του Τάκη Παΐσιου είχε αποκαλυφθεί πρώτα στην κόρη του και μετά στους αστυνομικούς που δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν κάτι.
«Όταν η Πιπίτσα χτυπήθηκε από το εγκεφαλικό, και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, ο Τάκης έτρεχε για να τα προλάβει όλα. Την πήγαινε στο νοσοκομείο, την φρόντιζε μέσα στο σπίτι, έβγαζε το εγγονάκι τους βόλτα και πήγαινε για ψώνια. Λογικό ήταν κάποια στιγμή να λυγίσει. Ωστόσο, κανείς δεν περίμενε πως θα έφτανε σε αυτό το σημείο…», είχε πει στην κατάθεσή της μια γειτόνισσα του ζευγαριού.
Μέχρι σήμερα, κανείς δεν τον κατηγόρησε για όσα έπραξε. Αντιθέτως, η πράξη του έμεινε στο μυαλό όσων τους γνώριζαν ως απόλυτη ένδειξη βαθιάς και ανιδιοτελούς αγάπης.