Η ανοιχτή πληγή για την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μας πήρε μια άσχημη τροπή τον Ιούνιο του 2011, όταν ο ίδιος ο βρετανός πρωθυπουργός κατέφυγε σε μια προσβλητική δήλωση.
«Ούτε λεφτά ούτε μάρμαρα» είπε χαρακτηριστικά ο Ντέιβιντ Κάμερον, διαμηνύοντας προς πάσα κατεύθυνση το διπλό μήνυμά του: η Βρετανία δεν σκοπεύει να συμβάλει στο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας και, την ίδια στιγμή, ούτε να επιστρέψει τα μάρμαρα του Παρθενώνα.
Ο Κάμερον αναφέρθηκε στα λεγόμενα και «ελγίνεια μάρμαρα», που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής τους στην Ελλάδα.
«Η Βρετανία δεν χάνει τα μάρμαρα της», είπε κοφτά σε έκκληση βουλευτή της αντιπολίτευσης να επιστραφούν τα γλυπτά του Παρθενώνα στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, μπας και αποκατασταθεί επιτέλους μια αδικία που μετρά 2 ολόκληρους αιώνες.
Ακόμα χειρότερα για την ελληνική διεκδίκηση, τον Δεκέμβριο του 2014 το Βρετανικό Μουσείο δάνεισε ένα από τα ελγίνεια στο Ερμιτάζ της Ρωσίας. Ήταν η πρώτη φορά που μάρμαρο του Παρθενώνα έβγαινε από το Βρετανικό και η κίνηση θεωρήθηκε υψηλού συμβολισμού για το ποιος είναι ο κύριος των γλυπτών.
Η κίνηση εξόργισε όπως ήταν φυσικό την Ελλάδα, η οποία απαίτησε για άλλη μια φορά να επανενωθούν στον φυσικό τους χώρο τα γλυπτά. Στον απόηχο του γεγονότος, οργανώθηκε μια κίνηση εντός Βρετανίας με κάποιους βουλευτές να ζητούν επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα.
Αυτή τη φορά η δήλωσή τους έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία: «Έχουν κλαπεί από τον ελληνικό λαό», είπαν χαρακτηριστικά, κάνοντας λόγο για ντροπή εκ μέρους της Βρετανίας.
«Είναι γεγονός ότι η παρέλαση κλεμμένων λαφύρων από το κατά τα άλλα εξαιρετικό Βρετανικό Μουσείο είναι κάτι το οποίο πιστεύω ότι αποτελεί ντροπή γι’ αυτή τη χώρα. Σίγουρα το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζεται τώρα να συμμετέχει εποικοδομητικά, να ενεργήσει γενναιόδωρα και να αναγνωρίσει ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστρέψουν στην Αθήνα».
Αυτό δήλωσε μέσα στο βρετανικό Κοινοβούλιο ο βουλευτής των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, Τζορτζ Άντριου, καταθέτοντας παράλληλα υπόμνημα στο υπουργείο Πολιτισμού της Αγγλίας.
«Υπάρχουν πολύ δυνατά συναισθήματα γι’ αυτό το θέμα στην Ελλάδα. Πιθανότατα οι σχέσεις μας με την Ελλάδα να βελτιωθούν αν υιοθετήσουμε εποικοδομητικά τη θέση επιστροφής κάποιων, αν όχι όλων, των αντικειμένων», έσπευσε να προσυπογράψει και ο βουλευτής τότε των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν.
Κάποια στιγμή απάντησε η υφυπουργός Πολιτισμού, Έλεν Γκραντ, λέγοντας πως «θα λάβουμε υπόψη μας αυτή την πρόταση και θα απαντήσουμε εν καιρώ. Θα επαναλάβω ότι τα γλυπτά ανήκουν νόμιμα στο Βρετανικό Μουσείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι και μάλιστα δωρεάν».
Και το θέμα έκλεισε εκεί…
Η ιστορική πρόταση του 2016
Η πιο ελπιδοφόρα αναλαμπή για την επιστροφή των ελγινείων έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2016. Μέλη της βρετανικής Βουλής, από διάφορα πλέον κόμματα, προτείνουν ξανά να γυρίσουν τα μάρμαρα σπίτι τους.
Όπως ανέφερε σχετικά το ρεπορτάζ του «Independent», οι βουλευτές έφεραν μια τροπολογία που θα άνοιγε τον δρόμο για τον επαναπατρισμό των γλυπτών του Παρθενώνα ακριβώς 200 χρόνια μετά την αγορά τους από τη βρετανική κυβέρνηση.
Η διακομματική συναίνεση ήταν ένα γεγονός ιδιαιτέρως χαρμόσυνο για την ελληνική διεκδίκηση. Οι βουλευτές συνέδεσαν δαιμόνια το θέμα της επιστροφής με το δημοψήφισμα για το Brexit που είχε λάβει μόλις χώρα (Ιούνιος του 2016), τονίζοντας πως μια τέτοια κίνηση αβρότητας θα μπορούσε να εξασφαλίσει στη Βρετανία καλύτερους διαπραγματευτικούς όρους για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Η ένωση των γλυπτών που κρατούνται στο Λονδίνο με αυτά που υπάρχουν ακόμα στην Αθήνα θα μπορούσε να είναι ένα διπλωματικό πραξικόπημα για το Ηνωμένο Βασίλειο όσο διαπραγματεύεται το Brexit», τόνιζαν χαρακτηριστικά.
Οι βουλευτές αναγνώρισαν πως ήταν ώρα να πάρει τέλος αυτή η μάχη της βρετανικής κυβέρνησης και του Βρετανικού Μουσείου, από τη μία πλευρά, και της Ελλάδας και του διεθνούς κινήματος υποστήριξής της, από την άλλη.
Ο Τόμας Μπρους, 7ος λόρδος του Έλγιν, αφαίρεσε μεταξύ 1801-1805 τα μισά σχεδόν γλυπτά που είχαν επιβιώσει για 2.500 χρόνια στον Παρθενώνα και την Ακρόπολη.
Πρεσβευτής της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υποστήριζε διαχρονικά πως είχε την άδεια της Υψηλής Πύλης για να στείλει τα γλυπτά στη Βρετανία, αν και το υποτιθέμενο φιρμάνι που το όριζε αυτό δεν βρέθηκε ποτέ.
Όπως κι αν έχει, η βρετανική Βουλή τα αγόρασε επισήμως στις 11 Ιουλίου 1816 και τα χάρισε στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο υποστηρίζει έκτοτε πως ο Έλγιν τα πήρε με άδεια. Ας κρατήσουμε πάντως εδώ πως όταν οι Άγγλοι λένε για 200 χρόνια από την αγορά των ελγινείων, εννοούν απλώς την αγορά τους από τον Έλγιν.
Το σχέδιο νόμου για την επιστροφή των μαρμάρων (Parthenon Sculptures Bill) παρουσιάστηκε στο Κοινοβούλιο κατά την επέτειο των 200 χρόνων από την αγορά τους από τον Μαρκ Ουίλιαμς των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, έχοντας την υποστήριξη του Τζέρεμι Λεφρόι των Συντηρητικών και άλλων 10 βουλευτών από το Εργατικό Κόμμα, το Σκωτικό Εθνικό Κόμμα (SNP) και το Πλάιντ Κάμρι (Ουαλία).
«Αυτό το σχέδιο νόμου προτείνει ότι η Βουλή πρέπει να ακυρώσει ό,τι έκανε 200 χρόνια πριν. Η Βουλή επικύρωσε το 1816 την παράνομη κατοχή αυτών των εντυπωσιακών και σημαντικών γλυπτών από την Ελλάδα», έλεγε σχετικά ο Ουίλιαμς, «είναι ώρα να επιδοθούμε σε μια γενναιόδωρη πράξη. Να διορθώσουμε ένα λάθος 200 ετών».
«Εθνικό σύμβολο της Ελλάδας» τα χαρακτήρισε ο Άντριου Τζορτζ, πρόεδρος της Βρετανικής Επιτροπής για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα (British Association for the Reunification of the Parthenon Sculptures), μιας φιλελληνικής οργάνωσης που προωθούσε το ζήτημα της επιστροφής ήδη από το 1983.
Όπως είπε ο Τζορτζ, το ζήτημα είναι τόσο σημαντικό για τους Έλληνες που έφτασαν να δίνουν ακόμα και σφαίρες στους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Τούρκους κατά τον πόλεμο του 1821, ώστε να μην καταστρέφουν τον Παρθενώνα για να φτιάχνουν σφαίρες από τον μόλυβδο των αρμών.
Οι βουλευτές υπέδειξαν μάλιστα και τις τόσες δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια στη Βρετανία, όπου πιστοποιείται η αλλαγή των αισθημάτων. Η πλειονότητα του κόσμου είναι πια υπέρ της επανένωσης των γλυπτών.
Η στιγμή ήταν ιδιαιτέρως ευνοϊκή, όπως παρατηρούσε ο βρετανικός Τύπος (όπως ο «Independent» και ο «Observer») και επαναλάμβανε ο Τζορτζ: «Αν είναι να διαπραγματευτούμε μια αξιοπρεπή συμφωνία εξόδου με τους ευρωπαίους φίλους μας, το τελευταίο που θέλουμε να κάνουμε είναι να τους δείξουμε το είδος της ασέβειας που επέδειξε ο Φάρατζ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».
Τα ελγίνεια συνδέθηκαν σε μια ιστορική συγκυρία με την ίδια την τύχη της Αγγλίας και θεωρήθηκαν ακόμα και διαπραγματευτικό χαρτί από μερίδα του πολιτικού της κόσμου.
Και σίγουρα μια πράξη αβρότητας προς μια ευρωπαϊκή χώρα, ώστε να σημειωθεί στις σκληρές διαπραγματεύσεις που όλοι ήξεραν πως θα ακολουθούσαν.
«Θα ήταν προς το συμφέρον της Βρετανίας να δείξει ότι φεύγοντας από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν σημαίνει πως γινόμαστε εσωστρεφείς και ξενόφοβοι απέναντι στην Ένωση, αλλά πιο σίγουροι, με μεγαλύτερη ικανότητα να επιδεικνύουμε ευγένεια», σημείωνε χαρακτηριστικά ο Τζορτζ.
«Και δεν θα μπορούσε να βρεθεί ιδανικότερη επίδειξη αυτής της γενναιοδωρίας και μεγαλοψυχίας από το να κάνουμε αυτό που είναι σωστό για τους Έλληνες», κατέληγε.
Η κίνηση χαιρετίστηκε από διεθνείς κύκλους και όλοι έβλεπαν στην επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα μια πράξη παγκόσμιας εμβέλειας…
Το «όχι» του Βρετανικού
Και τότε παρενέβη το Βρετανικό Μουσείο. Αφού διαμήνυσε προς πάσα κατεύθυνση πως «λέμε την ιστορία των πολιτιστικών επιτευγμάτων όλου του κόσμου, από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας πριν από 2 εκατ. χρόνια ως και τις μέρες μας», πέρασε και στο παρασύνθημα:
«Τα γλυπτά του Παρθενώνα είναι αναπόσπαστο τμήμα αυτής της διασυνδεδεμένης παγκόσμιας συλλογής. Είναι τμήμα της κοινής κληρονομιάς του κόσμου και υπερβαίνει τα πολιτικά όρια».
Δεν έμεινε όμως εκεί: «Το Μουσείο της Ακρόπολης επιτρέπει στα γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στην Αθήνα (περίπου τα μισά απ’ όσα έχουν επιβιώσει από την αρχαιότητα) να εκτιμηθούν στον φόντο της αρχαίας ελληνικής και αθηναϊκής ιστορίας. Τα γλυπτά του Παρθενώνα στο Λονδίνο είναι σημαντική αναπαράσταση του αρχαίου αθηναϊκού πολιτισμού στο πλαίσιο της παγκόσμιας ιστορίας».
Είπε όμως και κάτι ακόμα, στο ίδιο δελτίο Τύπου. Πως από το 65% των γλυπτών του Παρθενώνα που σώζονται ως τις μέρες μας, το 30% βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης και το άλλο 30% στο Βρετανικό.
Το άλλο 40% (των σωζόμενων γλυπτών) βρίσκεται διασκορπισμένο σε μουσεία της Ευρώπης, από το Βατικανό και το Λούβρο ως την Κοπεγχάγη, τη Βιέννη, το Μόναχο και το Βίρτσμπουργκ. Αφήνοντας να εννοηθεί ότι έχει τη σημασία του το γεγονός ότι δεν γίνονται ελληνικές προσπάθειες να επιστρέψουν οι αρχαιότητες του Παρθενώνα από αυτά τα μουσεία.
Η Αγγλία στα χρόνια του Κάμερον ήταν κάθετα αντίθετη σε ένα ενδεχόμενο επιστροφής των ελγινείων στην Αθήνα. Το 2016 ήταν ίσως η στιγμή που τα αισθήματα είχαν αλλάξει πολύ και πάλι όμως η επιστροφή έμεινε στους ευσεβείς πόθους κάποιων.
Ο «Observer» θυμήθηκε το 2016 και τις προσπάθειες της Μελίνας Μερκούρη από το 1983, όταν άνοιξε με γενναιότητα αυτή η συζήτηση που κάποιοι θέλουν να κλείσουν μια και καλή.
Όπως εξάλλου σημείωνε και ο «Guardian» τον Νοέμβριο του 2015, όταν το momentum της επιστροφής κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος:
«Για όποιον έχει έστω και ένα φιλελεύθερο κόκαλο στο σώμα του, μια βόλτα στο Βρετανικό Μουσείο είναι μια άβολη εμπειρία. Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα και η Στήλη της Ροζέτας είναι τα μόνα τόσο γνωστά παραδείγματα θαυμάτων που αποκτήθηκαν από λεηλασία».
Ο τεμαχισμός ενός μνημείου 2.500 ετών είναι ένα ζήτημα που πολλοί Βρετανοί δεν μπορούν να χωνέψουν…