Η Συμφωνία των Πρεσπών, από νομικής πλευράς, εξετάστηκε σε εκδήλωση – συζήτηση της Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, με θέμα: «Νομικά ζητήματα που προκύπτουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών πριν και μετά το δημοψήφισμα».
Ο ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του ΕΚΠΑ, ‘Αγγελος Γιόκαρης εστίασε στον χειρισμό από ελληνικής πλευράς του ζητήματος από το 1990 και μετά, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι ήδη από το 1991 στην Επιτροπή Μπατεντέρ -που συστάθηκε από τις δώδεκα, τότε, χώρες της Ε.Ε. – η Ελλάδα «αυτοδίκαια» προσκλήθηκε και «δεν παρέστη». Πρόσθεσε επίσης, από το 1995 «καμία ρηματική διακοίνωση» δεν υπήρξε για παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από τη FYROM, κάτι που επισημάνθηκε και από το Διεθνές Δικαστήριο, στη Χάγη το 2011 όταν τις επικαλέστηκε η Ελλάδα, ως αντεπιχείρημα για στάση της στο Βουκουρέστι το 2008. Παρέπεμψε, τέλος, στο πως χειρίστηκε η ελληνική πλευρά την «ομόφωνη» απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Λισσαβόνας της Ε.Ε. στις 27 Δεκεμβρίου του 1992, για το θέμα, αναφέροντας:
«Είναι περίεργο, στη συνέχεια, όταν στις 25.1. 1993 προώθησε η ελληνική κυβέρνηση μεμοράντουμ προς τον ΟΗΕ – εν όψει συζητήσεως εισδοχής του κράτους αυτού στα Ηνωμένα Έθνη – εάν διαβάσει κανείς το μεμοράντουμ, δε βρίσκει την απήχηση του ισχυρού επιχειρήματος ότι ήδη προηγουμένως, λίγες μέρες πριν, ολόκληρη η Ε.Ε. τότε, συμφωνούσε να υποστηρίξει την αναγνώριση του νεοσυσταθέντος κράτους και την εισδοχή του στον ΟΗΕ, όχι όμως με τη λέξη Μακεδονία. Αυτό, αν θέλετε κάτι, είναι κάτι που με την πάροδο των ετών, κάποια στιγμή, θα αποκαλυφθεί…».
«Αν δεν τεθεί σε ισχύ (η Συμφωνία των Πρεσπών), με υπαίτιο κράτος την Ελλάδα, αναβιώνει η Ενδιάμεση Συμφωνία» συνέχισε ο κ. Γιόκαρης και πρόσθεσε: «Και μπορεί, η ΠΓΔΜ, να απευθυνθεί πάλι προς το Σ.Α. του ΟΗΕ, που εκτέλεσε την (απόφαση) 817 και να πει: μας δώσατε προσωρινή ονομασία, τελειώσαμε με την τελική συμφωνία που κάναμε, δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ, συνεπώς ζητάω να ξαναβρώ τη συνταγματική μου ονομασία, όπως χρησιμοποιείται ήδη με αναγνωρίσεις από πάρα πολλά κράτη».
«Η υπηκοότητα ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα κάθε πολιτείας» είπε η ομότιμος καθηγήτρια Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Ζωή Παπασιώπη – Πασσιά. Διευκρίνισε, ότι η υπηκοότητα και η ιθαγένεια είναι διαφορετική έννοια από την εθνικότητα, αποδίδεται από τα κράτη και όχι από τα έθνη, δεν εκφράζει την «αρχή του αίματος», δηλαδή, δεν υποδεικνύει απαραίτητα εθνότητα και μπορεί να απολεστεί.
«Η ιθαγένεια μεταβάλλεται, σε αντίθεση με την εθνικότητα που χαρακτηρίζει το άτομο εσαεί» τόνισε η κ. Παπασιώπη.
Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι μελλοντικά παρότι θα φέρει τον όρο “Βόρεια” στην ονομασία του το γειτονικό κράτος «θα εκπέμπει συγχρόνως το μήνυμα, στη διεθνή κοινότητα, ότι οι πολίτες του ανήκουν στο «μακεδονικό» έθνος, μιας και η «Β. Μακεδονία» επίσημα θα χορηγεί τη «μακεδονική» ιθαγένεια, η οποία φυσικά, σας λέω, θα παραλείπεται».
Η καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Παρούλα Νάσκου- Περράκη αναφερόμενη στο ζήτημα της γλώσσας, επεσήμανε ότι από ελληνικής πλευράς «δεν υπήρξαν ηχηρές αντιδράσεις» το 1977 στην επίσημη διάσκεψη του ΟΗΕ στην Αθήνα, στα περί ύπαρξης «μακεδονικού» κυριλλικού αλφάβητου, αλλά ούτε και το 1993 όταν καταχωρήθηκαν τα σήματα MK και MKD στο διεθνή μη κυβερνητικό οργανισμό τυποποίησης, με έδρα τη Γενεύη. «Δεν γνωρίζουμε εάν προβλήθηκαν αντιρρήσεις από ελληνικής πλευράς, γνωρίζουμε ότι αυτές οι συντομογραφίες υιοθετήθηκαν και εφαρμόζονται σε παγκόσμιο επίπεδο» είπε η κ. Περράκη.
Διευκρίνισε, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών κάνει διάκριση, μεταξύ της ιστορικής πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας και της γειτονικής χώρας, ενώ ορίζεται ότι κοινή επιστημονική επιτροπή εμπειρογνωμόνων θα συνεδριάζει τακτικά, με στόχο να αναθεωρήσει χάρτες, βιβλία, ιστορικούς άτλαντες, οδηγούς διδασκαλίας, «σύμφωνα με τις αρχές της UNESCO και του Συμβουλίου της Ευρώπης» για την απαλοιφή του «αλυτρωτισμού».
«Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αναγνωρίζει μακεδονική εθνότητα στους κατοίκους της ΠΓΔΜ» υπογράμμισε από την πλευρά του ο ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντώνιος Μπρεδήμας. Πρόσθεσε, ότι στο άρθρο 7 της συμφωνίας υπάρχει μια «εννοιολογική» ερμηνεία για τα δύο μέρη, των λέξεων «Μακεδονία» και «μακεδόνας». Επέρριψε επίσης, ευθύνες για την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο γειτονικό κράτος και «στην αδράνεια όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από την εποχή του Τίτο».
«Τοξική» χαρακτήρισε τη συμφωνία ο δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός, υποστηρίζοντας ότι «δέχθηκαν την αλλαγή ονομασίας και το erga omnes, που είναι σημαντικό, αλλά πήραν όλα τα άλλα, που τους επιτρέπει το ιδεολόγημα του “μακεδονισμού” να μείνει ζωντανό».
Ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας, στο χαιρετισμό του, χαρακτήρισε τη Συμφωνία των Πρεσπών «εθνικώς επιζήμια» και εξέφρασε την αντίθεση του σε αυτήν, ενώ αρνητικά απέναντι της τοποθετήθηκε και ο πρόεδρος της ΠΕΔΚΜ Λάζαρος Κυρίζογλου. Χαιρέτισε, επίσης, ο βουλευτής Σταύρος Καλαφάτης – ως μόνος εκπρόσωπος του κοινοβουλίου στην αίθουσα και αποφεύγοντας για αυτό το λόγο να τοποθετηθεί επί του θέματος – ευχόμενος καλή επιτυχία στην ημερίδα.
Εκ μέρους των διοργανωτών, ο πρόεδρος του πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του ΔΣΑ Δημήτριος Βερβεσός παρέπεμψε σε προηγούμενο ψήφισμα του σώματος, σύμφωνα με το οποίο απαιτείται «ευρύτατη συναίνεση» στο χειρισμό των «εθνικών θεμάτων» και έθεσε και ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητα και ως προς το χρόνο της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ο πρόεδρος του ΔΣΘ, Ευστάθιος Κουτσοχήνας τοποθετούμενος με την επιστημονική του ιδιότητα για τα εμπορικά σήματα, ανέφερε, ότι εάν δεν προκύπτει λύση διμερώς, τελικώς οι διαφορές θα καταλήγουν να επιλύονται στα δικαστήρια της κάθε χώρας.
Ακολούθησαν τοποθετήσεις δικηγόρων και νομικών, ενώ κατά διαστήματα υπήρξε και λεκτική ένταση, εντός της αίθουσας, από παρεμβάσεις του κοινού.