Τη συγκεκριμένη παροιμία συνηθίζουμε να τη χρησιμοποιούμε όταν πετυχαίνουμε τους σκοπούς μας φοβερίζοντας τους άλλους. Μάλιστα, αποτελεί μία από τις πιο συνηθισμένες ελληνικές παροιμίες.

Σύμφωνα με τον θρύλο, υπήρχε κάποτε ένας βοσκός, ο οποίος δεν ήταν καθόλου έξυπνος. Μια φορά, επειδή έβρεχε, επιχείρησε να μπει σε ένα εκκλησάκι κοντά στο βουνό, όπου έβοσκε τα πρόβατα, για να προφυλαχτεί από τη βροχή.

Έβαλε λοιπόν τη «γκλίτσα» οριζόντια σους δύο ώμους του πίσω από το λαιμό. Όπως ήταν φυσικό, όταν προσπάθησε να μπει στο εκκλησάκι, δεν χωρούσε αφού οι άκρες της «γκλίτσας» χτυπούσαν στις κάσες της πόρτας.

Έτσι, ο αφελής βοσκός, φαντάστηκε ότι ο άγιος δεν τον άφηνε να μπει και γι αυτό το λόγο κατέβασε τη «γκλίτσα» από τους ώμους του και την τοποθέτησε απειλητικά προς την πόρτα. Φυσικά, μετά από αυτή την κίνηση, ο βοσκός μπόρεσε να περάσει και όταν γύρισε στο χωριό είπε στους συγχωριανούς του το περιστατικό δηλώνοντας «Τι τα θέτε, κι ο άγιοι φοβέρα θέλουνε».