Λίγο πιο έξω από την «καρδιά της Αθήνας», στην περιοχή του Αγίου Νικολάου στην Καισαριανή, δεσπόζουν τοίχοι και σπίτια, σαν από άλλη εποχή… Το «σαν» όμως είναι περιττό.
Είναι από άλλη εποχή, και κουβαλούν μεγάλο μέρος της ιστορίας αυτού του τόπου. Πρόκειται για τα προσφυγικά της Καισαριανής. Οι τοίχοι μαρτυρούν αυτή την ιστορία, με τα σημάδια από τα πολυβόλα και τους όλμους να είναι εμφανή και να αποκαλύπτουν τι έγινε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφυλίου, καταφέρνοντας να αποτυπωθούν στο μυαλό, να χαράξουν τη μνήμη για να μην μπουν στο χρονοντούλαπο της λήθης…
Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων περιηγήθηκε στις «πυροβολημένες» πολυκατοικίες της οδού Κέννεντυ και συνομίλησε με κατοίκους που ζουν σε αυτά τα σπίτια πάνω από 60 και 70 χρόνια.
«Μορφή» των προσφυγικών ο 90χρονος κ. Δημήτρης που ζει με τη σύζυγό του, Φωτούλα περίπου 70 χρόνια στο ίδιο σπίτι. Γεννημένος στη Λέσβο, σε ηλικία μόλις 6 χρόνων ήρθε στην Καισαριανή και στην αρχή έμεναν με την οικογένειά του σε παράγκες.
«Ήμασταν μία πενταμελής οικογένεια, οι γονείς μου πρόσφυγες από τη Σμύρνη, έφυγαν το 1922. Πρώτα έμειναν για λίγο στη Λέσβο κι από εκεί όταν ήμουν 6 ήρθαμε στην Καισαριανή, μέναμε σε παράγκες. Σκεφτείτε ότι όταν έβρεχε η μητέρα μου έβαζε μία σκάφη τσίγκινη για να μαζέψει τα νερά και τις λάσπες που γέμιζε η παράγκα από τις βροχές» λέει ο κ. Δημήτρης.
Και προσθέτει: «Κυκλοφορούσαμε ξυπόλυτοι είτε κρύο είχε είτε ζέστη. Το χειμώνα κοιμόμασταν παγωμένοι και ξυπνούσαμε παγωμένοι… Και μετά ήρθε η Κατοχή. Φτώχεια, πείνα, εξαθλίωση… Και μετά από αυτό ο Εμφύλιος… Ήμουν 15, 16 χρόνων… Τα απομεινάρια του εμφυλίου είναι εμφανή σε όλη την περιοχή. Είτε αριστερός ήσουν είτε ουδέτερος σε έστελναν εξορία… Μου χει μείνει ακόμα αποτυπωμένη στο μυαλό μου η εικόνα να περνάνε και να φωνάζουν “Κομμουνιστές θα σας σκοτώσουμε”».
Από μικρή ηλικία ο κ. Δημήτρης άρχισε να δουλεύει κάνοντας το λούστρο για να μπορέσει να επιβιώσει μαζί με την οικογένειά του. «Περίπου 50 χρόνια δούλευα, δούλευα για να ζήσω και πλέον δεν μπορώ ακόμα και τώρα να μην απασχολούμαι με κάτι, ακόμη κι αν έχω πάρει τη σύνταξή μου σχεδόν 30 χρόνια τώρα», συμπληρώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Τα προσφυγικά μας δεν τα αλλάζω με τίποτα, όταν ήρθαμε εμείς, ήταν τα καλύτερα σπίτια που μπορούσε να βρει κανείς. Από τις ταράτσες μας βλέπαμε τις βόμβες που έσκαγαν στις άλλες περιοχές της Αθήνας. Σε αυτό το σπίτι πέρασα όλη μου τη ζωή… Όλες τις ιστορικές περιόδους της Ελλάδας από το 1935 και μετά. Εδώ παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια».
Η κ. Μάρω από την πλευρά της, γειτόνισσα και φίλη του ζευγαριού, διηγείται τη δική της ιστορία. «Ζω 60 χρόνια στην Καισαριανή. Στην κατοχή μας ρήμαξαν τα σπίτια. Κάποια έχουν πάνω τους τα σημάδια από τις σφαίρες, κάποια άλλα κάηκαν και κάποια εγκαταλείφθηκαν. Ο άντρας μου, που ήταν βέρος Καισαριανιώτης, μου έλεγε ότι την Πρωτομαγιά του 1944, που εκτέλεσαν τους 200 στο Σκοπευτήριο, η λεωφόρος είχε γεμίσει με αίματα, από τα φορτηγά που είχαν φορτώσει τους νεκρούς επάνω», σημειώνει η κ. Μάρω. «Η ιστορία αυτής της περιοχής είναι απερίγραπτη. Θυμάμαι, επί δικτατορίας να ακούγεται η φράση ”Σβήστε τα φώτα”, ”Μαζέψτε τα παιδιά”. Κλεινόμασταν μέσα, φοβόμασταν να βγούμε έξω κι όταν έπεφτε ο ήλιος μαζευόμασταν στο σπίτι».
Η κ. Ανθούλα, αν και από το Μεσολόγγι κατοικεί στα προσφυγικά της Καισαριανής από το 1967. Οι πιο έντονες στιγμές που έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη της, είναι σκηνές από την εποχή της δικτατορίας. «Μου χτύπησε την πόρτα, θυμάμαι τότε, ένας αστυνομικός, μπήκε στο σπίτι για έλεγχο, ψάχνοντας τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε φάκελο στην ασφάλεια, -αριστερός βλέπετε- και φακελωμένος. Δε μιλούσα καθόλου όταν μπήκε, τι να μιλήσεις, τολμούσες να μιλήσεις; Τον πατέρα μου τον προσήγαγαν αλλά τον άφηναν να φύγει. Δεν τολμούσες να μιλήσεις τότε κι ειδικά στην Καισαριανή, που είχε τη φήμη και το όνομα της περιοχής με τους αριστερούς και τους κομμουνιστές», διηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Κουβαλώντας μία ιστορία πολλών δεκαετιών, τα προσφυγικά χτίστηκαν μετά το 1922 για να στεγάσουν τους πρόσφυγες που ήρθαν από τη Μικρά Ασία και που για ένα διάστημα αναγκάστηκαν να μείνουν σε παράγκες μέχρι να βρουν μια πιο φυσιολογική στέγη. Στις ιδιόμορφες αυλές των σπιτιών μεγάλωσαν γενιές και γενιές που είχαν προσαρμοστεί λόγω των συνθηκών να ζουν με λίγα… Από τη δεκαετία του 1970 ωστόσο αρκετοί άρχισαν να μετακινούνται σε άλλα προάστια και σε άλλα σπίτια, πουλώντας τα δικά τους ή δίνοντάς τα αντιπαροχή.
Μερικοί όμως επέλεξαν να συνεχίσουν να ζουν εκεί καθώς δεν επιθυμούσαν να αποχωριστούν αυτή την τόσο μεγάλη ιστορία που έχουν και που κάνουν τους μικρότερους να ανατριχιάζουν. Όσοι παρέμειναν, όπως ο κ. Δημήτρης, η κ. Φωτούλα κι η κ. Μάρω, έχουν ανοιχτές τις πόρτες τους για όσους θέλουν να ακούσουν κι από μία προσωπική τους μαρτυρία, που θα θυμούνται οι παλιοί και θα μαθαίνουν οι νεότεροι…
Οι φωτογραφίες δημοσιεύονται από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων