Τα σενάρια περί επικείμενης χρεοκοπίας της Ελλάδας «ξύπνησαν» εφιάλτες, όχι μόνο στη 46χρονη κτηνοτρόφο, η οποία τράβηξε πάνω της τα φώτα με τη δημόσια παρέμβασή της, αλλά και σε χιλιάδες άλλους μετανάστες οι οποίοι βίωσαν στις πατρίδες τους τον όλεθρο της οικονομικής κατάρρευσης
Αναμφισβήτητα είναι ένα από τα κεντρικά πρόσωπα των ημερών. Ο λόγος για τη 46χρονη Πολωνέζα κτηνοτρόφο Μαργαρίτα Αργυράκου-Μιέρνικ, που τράβηξε πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας όταν φώναξε, παρουσία του Ευάγγελου Βενιζέλου σε προεκλογική ομιλία του στη Λιβαδειά, στον ελληνικό λαό να ξυπνήσει!
Όπως αναφέρεται στο «Έθνος της Κυριακής», ανήκει σε εκείνους που βίωσαν τις συνέπειες της οικονομικής καταστροφής της Πολωνίας και τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα συγκλονίζεται όταν ακούει να λέγεται με ελαφρότητα «ας πτωχεύσουμε να τελειώνουμε».
Παντρεμένη με Έλληνα, η 46χρονη Μαργαρίτα, η οποία ζει από το 1989 στην Ελλάδα, στο Μαυρονέρι Βοιωτίας, είναι μία γυναίκα δυναμική, με τσαγανό, που δεν μασάει τα λόγια της.
Όταν τη ρωτάνε αν μετάνιωσε που εκτέθηκε αυτές τις ημέρες τόσο πολύ στα ΜΜΕ, η ίδια απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια στην εφημερίδα: «Είχα ηθική υποχρέωση να το κάνω. Η οικονομική κατάρρευση μιας χώρας ή η χρεοκοπία της δεν είναι παιχνίδι. Δεν θέλω να ζήσουν οι Ελληνες μία τόσο τραγική εμπειρία, όπως την έζησα το ’81 στην Πολωνία».
Είναι γνωστό ότι το καλοκαίρι του 1981 η πολωνική οικονομία κατέρρευσε, το εθνικό εισόδημα άρχισε να μειώνεται κατά 30% και το χρέος προς τη Δύση έφτανε τα 27 δισ. δολάρια. Τότε η Μαργαρίτα ήταν μόλις 15 ετών και το σοκ που υπέστη μεγάλο «Θυμάμαι ότι ρώτησα τον πατέρα μου τι πρόκειται μας συμβεί κι εκείνος μου απάντησε, κόρη μου, από δω και πέρα θα ζήσουμε τραγικές καταστάσεις». Οι σχετικά καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τη Μαργαρίτα και τους συμπατριώτες της εκείνης της περιόδου έφταναν στο τέλος…
«Για χρόνια, οι Πολωνοί ήταν υποχρεωμένοι να ζουν με δελτίο για το κρέας και τα καύσιμα, η μαύρη αγορά βρισκόταν σε άνθηση, ενώ έλειπαν ακόμα και οι στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας», εξηγεί η κ. Αργυράκου. «Το πρώτο εξάμηνο το ρεύμα κοβόταν σε καθημερινή βάση. Αμέσως μετά την κατάρρευση της χώρας τα σούπερ μάρκετ άδειασαν σε χρόνο μηδέν. Οταν πέρασαν οι έξι μήνες και κανένας δεν μπορούσε να βρει τροφή στην ελεύθερη αγορά, το κράτος μας την παρείχε με δελτίο. Οι ποσότητες που δικαιούμασταν μόλις που έφταναν για να επιβιώσουμε. Κανένας δεν μπορούσε να πάει στο νοσοκομείο, εκτός κι αν η κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ σοβαρή. Για να νοσηλευτεί κάποιος που δεν αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο έπρεπε να αγοράσει και να έχει μαζί του τα απαραίτητα υλικά.
Τέλος, θέλω να το γράψετε αυτό, πρέπει να σταματήσουμε να καταδικάζουμε συνεχώς όλους τους πολιτικούς. Δεν είναι όλοι διεφθαρμένοι. Υπάρχουν πολιτικοί που βοηθούν τους πολίτες και ενδιαφέρονται γι’ αυτούς.
Οξάνα Ραζτομπούτκο
Η Οξάνα Ραζτομπούτκο γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας, αλλά μεγάλωσε και σπούδασε στη Μόσχα. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνα μετέπειτα σύζυγό της και απέκτησαν μία κόρη. Είναι γνωστή ζωγράφος και ιδιοκτήτρια ενός τουριστικού γραφείου στη Γλυφάδα. Η ζωή τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολη όταν έπεσε ο κομμουνισμός. Το 1991, η ΕΣΣΔ κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες. Εκατοντάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους για να αντιπαρατεθούν στο σκληροπυρηνικό πραξικόπημα κατά της περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
«Ο σύζυγός μου συνήθως περίμενε τουλάχιστον δύο ώρες για να προμηθευτεί τυρί, γάλα ή κρέας. Ουρές παντού… Τα προϊόντα το πρωί υπήρχαν και μέχρι το μεσημέρι είχαν εξαφανιστεί. Ημασταν ήδη ζορισμένοι, οπότε κατά κάποιο τρόπο συνηθισμένοι στις αντιξοότητες. Παιδιά και ειδικότερα ηλικιωμένοι ζητιάνευαν παντού. Ολοι σχεδιάζανε το πώς θα φύγουν από τη χώρα. Θυμάμαι ότι μετά από κάποιες γιορτές ο σύζυγός μου, επιστρέφοντας από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καλαμάτα, έφερε λάδι και μελιτζάνες. Πατάτες, μελιτζάνες και λάδι ήταν το ωραιότερο γεύμα της ζωής μου.
Όταν πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα, αντάλλασσα τους πίνακές μου για μερικές κονσέρβες του σούπερ μάρκετ. Φτώχεια υπάρχει ακόμη στην επαρχία της Ρωσίας, αλλά η ζωή σταδιακά βελτιώνεται. Δεν θέλω αυτά που έζησα στη Ρωσία να γίνουν και εδώ. Πείνα, αυτοκτονίες, εγκληματικότητα, πορνεία, ναρκωτικά και αλκοόλ ήταν τα εντονότερα προβλήματα που εμφανίστηκαν στη Ρωσία τότε. Με τρομάζει πολύ το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας. Αγαπάω αυτή τη χώρα και δεν θέλω να τη δω να καταστρέφεται».
Γκαμπριέλ Μαρίνο
Η εικόνα της Αργεντινής του 2001 ήταν τελείως διαφορετική από ό,τι σήμερα. Η χώρα βίωνε τη χειρότερη κρίση στην ιστορία της. Χιλιάδες άνθρωποι κατέβαιναν στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες διαμαρτυρόμενοι για την τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας.
Ο 34χρονος Γκαμπριέλ Μαρίνο, δάσκαλος χορού, που ζει στην πατρίδα μας τα τελευταία τριάσιμισι χρόνια, αναφέρει χαμογελώντας ειρωνικά «η χρεοκοπία με ακολουθεί…».
«Την περίοδο εκείνη ήμουν φοιτητής και έχω έντονες αναμνήσεις και εικόνες συμπατριωτών μου υποσιτισμένων, όπως στις χώρες της Αφρικής. Τότε ξεκίνησαν και οι λεηλασίες που ήταν πολύ καλά οργανωμένες και συμμετείχε μεγάλο και ετερόκλητο πλήθος κόσμου. Ταυτόχρονα οι τράπεζες δεν επέτρεπαν στον κόσμο να σηκώσει τις αποταμιεύσεις του. Επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος που απαγόρευε τις συγκεντρώσεις και την κυκλοφορία μετά τις 10:00 το βράδυ. Την πρώτη μέρα όλοι πειθάρχησαν, τη δεύτερη δημιουργήθηκε αυθόρμητα το «κίνημα της κατσαρόλας» με τα γνωστά επακόλουθα.
Όταν έφυγε η πολιτική ηγεσία, συνειδητοποιήσαμε ότι πιάσαμε πάτο, αλλά υπήρχε μια διάχυτη αισιοδοξία ότι όλα θα βελτιωθούν. Στο διάστημα που βρίσκομαι και εργάζομαι εδώ, έχω δει πολλές εικόνες που μου θυμίζουν την Αργεντινή του 2001 και επειδή παρακολουθώ την κατάσταση στενά, βλέπω ομοιότητες όχι μόνο στα μέτρα που επιβάλλονται από το ΔΝΤ και που είναι τα ίδια με αυτά που επέβαλαν και σε εμάς. Φοβάμαι, όπως όλοι.
Ντιλιάνα Μπαϊρακτάροβα
Γεννημένη στην πόλη Καζανλάκ της Βουλγαρίας, η 53χρονη Ντιλιάνα Μπαϊρακτάροβα, εκδότρια της εφημερίδας «Βουλγαρική Φωνή» και πρόεδρος του Συλλόγου Ελληνο-Βουλγαρικής Φιλίας θυμάται την οικονομική κατάρρευση της πατρίδας της στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Οπως αναφέρει η ίδια, «η μετάβαση από τον κομμουνισμό στη δημοκρατία έριξε τη Βουλγαρία κατευθείαν στον πολύ έντονο καπιταλισμό.
Το επίπεδο διαβίωσής μας μέχρι το 1996 δεν είχε διαφοροποιηθεί τόσο πολύ. Βέβαια, κανείς δεν είχε προειδοποιήσει τον λαό για την επικείμενη καταστροφή… Εκείνη τη χρονιά υποτιμήθηκε το εθνικό μας νόμισμα, το λέβα, κατά 300%, με αποτέλεσμα όλοι να χάσουν τις καταθέσεις τους.
Ενδεικτικά σας αναφέρω ότι ένας θείος μου υπολόγιζε να αγοράσει ένα αυτοκίνητο με τις οικονομίες του και τελικά πήρε δύο λάστιχα για το ποδήλατό του!
Γίνονταν ουρές για να προμηθευτούμε ακόμα και τα πιο βασικά προϊόντα, όπως ψωμί, λάδι, τυρί. Το 1997 δεχθήκαμε το ΔΝΤ και τη… βοήθειά του. Από τότε ακολουθήσαμε πιστά και συνεχίζουμε να ακολουθούμε μέχρι και σήμερα, αν και μας έχουν αποδεσμεύσει πλέον από την κηδεμονία τους, τις εντολές τους.
Οι μισθοί κυμαίνονται από 130 ευρώ έως 320 ευρώ μηνιαίως, προκειμένου να προσελκύσουμε νέες επενδύσεις και ξένα κεφάλαια, που όμως δεν ήρθαν ποτέ. Τη χώρα τη στηρίζουμε εμείς οι μετανάστες, που επαναπατρίζουμε 2 δισ. ευρώ κάθε χρόνο.
Ρόμπερτ Γκόρο
Ο Ρόμπερτ Γκόρο, εκδότης της αλβανόφωνης εφημερίδας «Tribuna» που εκδίδεται στην Αθήνα και ανταποκριτής του αλβανικού καναλιού ABC, δίνει τη δική του διάσταση για τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που διαδραματίστηκαν μετά την κατάρρευση της πάλαι ποτέ σοσιαλιστικής Αλβανίας του Ενβέρ Χότζα.
«Στην Αλβανία κανείς δεν μας είπε ότι χρεοκοπήσαμε. Δουλειές και χρήματα υπήρχαν, επάρκεια προϊόντων δεν υπήρχε… Ουρές σχηματίζονταν για ψωμί, αβγά, γάλα. Πιο δυσεύρετα προϊόντα, όπως βενζίνη, λάδι, κρέας τα προμηθευόμασταν μόνο με δελτίο.
Το κράτος κατέρρεε. Το αποθεματικό στην τράπεζα της Αλβανίας ήταν τότε 700.000 δολάρια και οι εισαγωγές τροφίμων δεν μπορούσαν να γίνουν. Θυμάμαι πως ένας ξένος επενδυτής ίδρυσε μια τράπεζα και με την εγγύηση ενός εκατ. μάρκων που κατέθεσε, εισάγαμε γάλα σε σκόνη. Τον Μάρτιο του ’91 έγιναν οι πρώτες λεηλασίες σε καταστήματα τροφίμων και εμπορικές αμαξοστοιχίες. Το σιτάρι στις κρατικές αποθήκες εξαντλήθηκε και ο φόβος του επικείμενου γενικευμένου λιμού εντάθηκε. Ευτυχώς άμεσα παρενέβη η διεθνής κοινότητα αποστέλλοντας ανθρωπιστική βοήθεια, όπως τρόφιμα, ρούχα και εξομαλύνθηκε λίγο η κατάσταση.
Το πρώτο κύμα μετανάστευσης προς Ελλάδα και Ιταλία ξεκίνησε εκείνη την περίοδο και κορυφώθηκε λίγα χρόνια μετά με την κατάρρευση του συστήματος των πυραμίδων. Τότε πολλοί συμπατριώτες μου έχασαν τα σπίτια τους.
Από το 2000 και μετά προσπαθούμε και πάμε καλύτερα, χωρίς όμως να έχουμε ρυθμίσει το εξωτερικό μας χρέος. Πιστεύω ότι δεν θα ζήσουμε στην Ελλάδα εικόνες Αλβανίας του ’97. Εκτιμώ ότι λόγω της δυναμικής της ελληνικής κοινωνίας και της ευρωπαϊκής της νοοτροπίας δεν θα πέσει η ψυχολογία της, ώστε να γίνουν τόσο μεγάλα έκτροπα. Η δεύτερη πατρίδα μου, η Ελλάδα, δεν είχε προνοητικότητα. Πλούτος υπήρχε, οι Ελληνες πολιτικοί όμως λανθασμένα επένδυσαν στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, μετατρέποντας μια χώρα με 90% διατροφική επάρκεια σε 90% εισαγωγέα τροφίμων πρώτης ανάγκης».