Με έναν τρόπο γραφής προσωπικό και ιδιαίτερο, μπήκε στο χώρο του τραγουδιού αλλάζοντας το τοπίο της ελληνικής στιχουργικής. Έδωσε πνοή σε μία νέα ανάγνωση του λαϊκού τραγουδιού, ενώ στίχοι της έχουν περάσει στην καθημερινότητά μας σαν αυτόνομες ατάκες («Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», «Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια», «Σ’ όποιον αρέσουμε για τους άλλους δε θα μπορέσουμε»…). Στα 36 χρόνια παρουσίας της στο ελληνικό τραγούδι, η Λίνα Νικολακοπούλου εξέφρασε και εκφράζει το κοινό αίσθημα αγγίζοντας την ουσία των πραγμάτων.
Σήμερα παραμένει το ίδιο δραστήρια και δυναμική με το ξεκίνημα της. Αυτόν τον καιρό διοργανώνει, για δεύτερη χρονιά μαζί με την δημοσιογράφο Αλεξάνδρα Χρηστακάκη, βραδιές λόγου και μουσικής στη μουσική σκηνή Σφίγγα, κάθε Τετάρτη βράδυ, με τίτλο «Ο δρόμος μιλάει..». Στο πρώτο μέρος γίνεται συζήτηση με πρόσωπα από τον χώρο του θεάτρου, της ποίησης, των επιστημών, της λογοτεχνίας, ενώ στη συνέχεια το λόγο έχει η μουσική και το τραγούδι από το μουσικό σύνολο «ΚουΑRΤέτο».
«Αν εδώ και 30 χρόνια, ο κόσμος έχει αγκαλιάσει τα τραγούδια μου, πάει να πει ότι κάτι απ’ την καρδιά του και κάτι απ’ την καρδιά μου έχει επικοινωνήσει. Με αυτήν, λοιπόν τη βεβαιότητα ότι με ξέρουν, γιατί ο λόγος μου είναι κομμάτι του εαυτού μου, τούς καλώ και σε μιαν άλλη γεύση. Να ακούσουν και να δουν από κοντά κάποιους ανθρώπους και να γνωρίσουν το έργο τους. Αυτό δημιουργεί μνήμη» αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η στιχουργός.
Ωστόσο, δηλώνει ότι η σκηνή της Σφίγγας δεν φιλοξενεί μόνο γνωστά ονόματα. «Μου αρέσει να παίρνω και ρίσκα, δηλαδή να φέρνω και ανθρώπους που μπορεί να μην τους ξέρει κανείς, με την επιθυμία να τους μάθει. Και αυτό δεν είναι κάτι εύκολο, γιατί δεν είμαι σε έναν χώρο που επιχορηγείται από κάποιον πολιτιστικό σύλλογο. Αλλά σε έναν χώρο που κανονικά είναι για νυχτερινή διασκέδαση. Το ότι ο κόσμος έρχεται, το θεωρώ ένα μικρό θαύμα. Και γι’ αυτό και φέτος είπα οκ, προχωράμε» επισημαίνει.
Σε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, η Λίνα Νικολακοπούλου μίλησε στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τα παιδικά της χρόνια στα Μέθανα, τις συνεργασίες που την καθόρισαν, το ρόλο που έχει παίξει ο έρωτας στη ζωή της, την ελληνική δισκογραφία και το βιβλίο της που θα κυκλοφορήσει την προσεχή άνοιξη.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης της Λίνας Νικολακοπούλου στη δημοσιογράφο Νάντια Μπακοπούλου
Λένε πως η παιδική ηλικία είναι η πατρίδα μας. Τα δικά σας παιδικά χρόνια πως ήταν;
Ήταν πλούσια, επειδή τα πρώτα χρόνια του Δημοτικού τα έκανα στα Μέθανα. Το γεγονός ότι μπορούσα να τελειώσω το μάθημα και να πάρω το ποδήλατο μου να βγω να παίξω, να είναι η θάλασσα από κάτω, με έκανε να νιώθω ελεύθερη. Οι θείοι μου είχαν κοτούλες, προβατάκια, με πήγαιναν να βλέπω αυτά που φύτευαν, το πώς μάζευαν τις ελιές, άρα είμαι γεμάτη από πρωταρχικά πράγματα στη ζωή: γλέντια, στεναχώριες, αγωνίες… Η πραγματικότητα αυτή επέτρεπε στη φαντασία μου να καλπάσει. Γιατί όταν ζεις στη φύση, σε κάθε αλλαγή της ώρας το φως λέει και άλλη ιστορία. Αυτά είναι τόσο έντονα, που νομίζω ότι ακόμα και τώρα τα κουβαλάω και με λυτρώνουν.
Μπορείτε να θυμηθείτε πότε γράψατε τους πρώτους σας στίχους; Ακόμη κι αυτούς που μπορεί να κρατήσατε φυλαγμένους στο συρτάρι.
Δεκατριών χρονών άρχισα να γράφω ποιηματάκια. Έμμετρο έγραψα μια φορά στο γυμνάσιο σε μια έκθεση που βαριόμουν το θέμα και το έκανα γρήγορα έμμετρο. Όταν το είδε η φιλόλογος μου είπε: «έχεις ταλέντο, έχεις πολύ ωραίο μέτρο, έχεις ρυθμό ωραίο, να διαβάσεις Παλαμά, Κάλβο..».
Πώς γεννιούνται οι στίχοι σας;
Άλλοι γεννιούνται από αυτό που λέμε έμπνευση, που δεν μπορεί κανένας να εξηγήσει τι είναι, ούτε εγώ η ίδια. Άλλα πράγματα έχουν δύσκολο «τοκετό», δηλαδή μπορεί κάτι να αρχίζει να δημιουργείται σαν εικόνα, σαν φανταστικό σενάριο, και για να το φέρω σε λογαριασμό να κάνω τρεις και τέσσερις μέρες. Να πηγαίνω γραμμή-γραμμή, σαν να χτίζεις οικοδομή: Μπορώ να σηκώσω άλλο πάτωμα, ή θα πέσουν όλα μαζί; Είναι μια κρυφή αρχιτεκτονική το πώς θα πεις μια ιστορία. Άλλα έρχονται πολύ ώριμα και γρήγορα. Μεταξύ μας, όμως, τα τραγούδια που έγραψαν ας πούμε ιστορία, είχαν πολύ κόπο. Οπότε, θεωρώ πως καλό είναι να ιδρώνεις, όχι γιατί δεν ξέρεις πώς να πεις κάτι, αλλά για να το πεις με τρόπο που και εκατό χρόνια μετά το νόημα του να στέκει.
Εσείς πώς αισθάνεστε που οι στίχοι σας έχουν τραγουδηθεί από τόσα χείλη, έχουν γίνει σημείο αναφοράς;
Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό το δούναι και λαβείν όλα αυτά τα χρόνια. Όμως, μαζί με αυτά που έχω γράψει εγώ, υπάρχει μια φωνή που τα έχει περάσει μες στο αυτί και στην καρδιά του άλλου και μια μουσική που σαν τη βάρκα έχει κουβαλήσει τα δικά μου νοήματα. Άρα είμαι εγώ η μια πλευρά, είναι ο συνθέτης η δεύτερη και ο ερμηνευτής η τρίτη. Προχθές, σ’ ένα αθλητικό άρθρο, ένας δημοσιογράφος έγραφε στο τέλος: «Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια». Όταν βλέπω στίχους μου, όπως τον συγκεκριμένο ή το «Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί», να περνούν στην καθημερινή ζωή αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Ξέρω ότι αν δεν τα έκανα όλα αυτά θα ήμουν δυστυχισμένη. Αλλά το ότι τα έκανα και είχαν αποδοχή με κάνει πολύ περήφανη. Όχι για μένα, αλλά για την ελευθερία που δίνει το τραγούδι.
Σίγουρα θα έχετε δει και κόσμο να κλαίει με τα τραγούδια σας.
Βεβαίως, και εγώ κλαίω με άλλων. Αυτό είναι κάτι που ποτίζει την καρδιά γιατί πολλές φορές στεγνώνουμε συναισθηματικά ή θάβουμε τα πράγματα που μας πονάνε. Αλλά όταν καταφέρνει και κατεβαίνει μια ακτίνα φωτός εκεί, καθαρίζει την πληγή και δίνει δύναμη. Γι’ αυτό θεωρώ το τραγούδι ένα μέσο ιαματικό, έναν τρόπο να έχεις τις βιταμίνες σου ή ένα κομμάτι ψωμί την ώρα που πεινάς ή ένα ποτήρι κρασί την ώρα που θες κάτι να σε στηρίξει.
Από όλα τα τραγούδια που έχετε γράψει υπάρχει κάποιο που ξεχωρίζετε;
Κοίταξε, μικρά κομματάκια του εαυτού μου υπάρχουν στα πιο πολλά τραγούδια. Πιστεύω ότι το «Μαμά γερνάω» ίσως έχει το μοναδικό μου δακτυλικό αποτύπωμα. Αλλά και το «Ανθρώπων Έργα» με αντιπροσωπεύει, επίσης τα «Αδιόρθωτα τα μάτια κι οι καρδιές» και «Τα πιο ωραία λαϊκά» περιέχουν τον πυρήνα της καρδιάς μου. Το «μη μου κλαις, σε γιάτρεψα», ήταν μια ανάγκη μου πάντα, αν μπορώ να κάνω τον άλλον να μην είναι λυπημένος.
Μιλήσατε για τον έρωτα από πολύ μικρή ηλικία, με έναν τρόπο ξεχωριστό. Τι ρόλο έχει παίξει στη ζωή σας;
Πήγαινα όπως η πεταλούδα στο φως. Είχα τρομερή ανάγκη να νιώσω πολύ δυνατά συναισθήματα και πολλές φορές έτρωγα τα μούτρα μου, αλλά έμοιαζε να ξέρω ότι αυτός είναι ένας τρόπος, ένα βίωμα, το οποίο εμένα μου άνοιγε το «ορυχείο» μου.
Έχετε πάρα πολλές συνεργασίες στο βιογραφικό σας, αλλά στη συνείδηση του κόσμου, έχετε συνδεθεί με τον Στ. Κραουνάκη. Τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η σχέση;
Όταν γνωριστήκαμε ήμασταν και οι δύο πολύ νέοι, είχαμε αγάπη πολλή και ταιριάξαμε. Ο κόσμος πιστεύω ότι έχει δίκιο γιατί ξέρει ότι η χημεία που είχαμε με αυτό τον άνθρωπο, και με την Άλκηστη (Πρωτοψάλτη) σαν τραγουδίστρια, έβγαλε περιεχόμενα που ήταν ιδιαίτερα αγαπητά. Όπως όταν περνάς έξω από έναν φούρνο που το ψωμί μοσχοβολάει και λες «θα μπω να πάρω, πεινάω δεν πεινάω», κάπως έτσι ήταν και αυτά τα τραγούδια, ο λόγος μου με την μελωδία του ταίριαξαν πολύ. Συνεπώς, ξεχωρίζω και δέχομαι αυτό που νιώθει ο κόσμος για το ιδιαίτερο που υπήρχε στα τραγούδια μου με τον Σταμάτη.
Πέρα από τον Σταμάτη, άλλες συνεργασίες που νιώθετε ότι σας καθόρισαν;
Ήταν η συνάντησή μου με τον Θάνο Μικρούτσικο στο «Μια πίστα από φώσφορο», που πέρυσι μας έφερε πάλι ξανά κοντά, με τον Αντώνη Μιτζέλο στο «Με το ίδιο μακό», με τον Μπρέγκοβιτς στο «Θεός αν είναι», αλλά και στο «Βενζινάδικο» και στο «Να ήταν η χαρά οικόπεδο», δηλαδή συναντήσεις που πήραν φωτιά. Όπως, η στιγμή που βρέθηκα στο ίδιο στούντιο με τον Μίκη Θεοδωράκη να κάνουμε την «Πολιτεία Γ’», όταν ο γιος Χατζιδάκις μου ζήτησε να γράψω πάνω στις μελωδίες του Μάνου τον οποίο είχα γνωρίσει νωρίτερα, όταν έγραψα την «Έξοδο Κινδύνου» πάνω στη μουσική του Γιάννη Σπανού… Δηλαδή υπήρχαν άνθρωποι που μ’ εμπιστεύτηκαν και μου άνοιξαν την πόρτα με γενναιοδωρία. Με τόσο καλούς συνοδοιπόρους από τα πρώτα μου βήματα, απέκτησα εμπειρία, αυτοπεποίθηση και τη δυνατότητα να ρισκάρω, κι αυτό ήταν τρομερά πολύτιμο για μένα. Γι’ αυτό και ο κόσμος είπε «αυτή γράφει ωραία». Αν αυτοί μου έκλειναν την πόρτα, από πού θα έβγαινε ότι εγώ γράφω ωραία;
Για εσάς ποια είναι η ιδανική εικόνα αντίδρασης στη σημερινή εποχή κρίσης;
Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο από το να δω, ας πούμε την ώρα που είμαι στο λεωφορείο, τα πρόσωπα ότι έχουν επίγνωση. Όπως στην κατοχή δεν γινόταν τίποτα, αλλά έβλεπες ότι τα πρόσωπα είχαν επίγνωση. Ότι είναι κατακτημένοι, αλλά αξιοπρεπείς, ενώ είχαν φέξει τα κεφάλια και τα πόδια από την ασιτία. Γνώριζαν την συνθήκη. Ιδανική λοιπόν παράμετρος είναι όσο γίνεται να γνωρίζεις τη συνθήκη. Που σημαίνει ότι όταν ξέρεις ότι είναι τα πράγματα σε κρίση, φαίνεται στο πρόσωπό σου.
Η σημερινή εποχή δημιουργεί έμπνευση για ένα δημιουργό ή φέρνει περισσότερη εσωστρέφεια;
Να σου πω την αλήθεια, χειρότερα ήμουν δέκα χρόνια πριν. Δηλαδή, κάποια πράγματα τα είχα πει λίγο πριν την ώρα τους, για να το πω κι έτσι. Όπως το «Πετούν γεράκια απ’ τις φωλιές την τρομαγμένη μας ζωή να δουν εικόνα» ή το «Δυνατά, δυνατά γίναν όλα δυνατά τ’ αδύνατα» και «Αναμμένο πετά σπίρτο η γη στον ουρανό», κάποια πράγματα τα είχα πιάσει πολύ νωρίτερα. Τώρα προσωπικά εγώ είμαι σε δημιουργική κατάσταση. Όχι επειδή είναι η εποχή, αλλά επειδή επαληθεύτηκα μέσα μου από αυτά που έβλεπα. Δηλαδή ήμουν έτοιμη πριν από αυτό το σκοτάδι. Υπάρχουν χιλιάδες άσχημα πράγματα αυτή τη στιγμή που συμβαίνουν, εκτός από τις ραγισματιές που βλέπεις σε κάθε σπίτι.
Οπότε γράφετε με πιο έντονους ρυθμούς από ότι παλιότερα;
Όχι. Στη δική μου περίπτωση και των ανθρώπων του τραγουδιού που ξέρω, μιλάμε για ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Δηλαδή, συνεχίζεις και γράφεις όπως οι άνθρωποι γεννούσαν παιδιά, χωρίς να ξέρεις πώς θα τα μεγαλώσεις. Είναι κατεστραμμένη υπόθεση το τραγούδι.
Η ελληνική δισκογραφία;
Δεν είναι η εποχή των παχιών αγελάδων, αλλά εάν τύχει και κάτι πάρει μπρος, πρέπει να το συνεχίσεις. Γιατί τα χρόνια περνάνε και δεν είναι ωραίο να έχεις πράγματα να δώσεις και να μην το κάνεις.
Υπάρχει κάποια φράση που μπορεί να χωρέσει τη διαδρομή σας;
Συμπυκνωμένη μου ζωή με τι να σ’ αραιώσω. Η μεγαλύτερή μου επίγνωση είναι ότι από όλα τα περιστατικά που είσαι αναγκασμένος να ζήσεις, τα πρόσωπα, τις στιγμές, τις διαδρομές, εάν έχεις τα κουράγια μαθαίνεις τον εαυτό σου, αν δεν έχεις τα κουράγια τα κουκουλώνεις όλα και συνεχίζεις απτόητος να ξανακάνεις τα ίδια λάθη από τότε που γεννήθηκες.
Έχετε συμπληρώσει 36 χρόνια παρουσίας στο ελληνικό τραγούδι. Σας ενδιαφέρει η υστεροφημία σας;
Όσο περνάνε τα χρόνια και πριν να φύγω από αυτή τη ζωή, με ενδιαφέρει να είμαι όσο πιο αληθινή γίνεται, εγώ με τον εαυτό μου. Δηλαδή, εγώ με μένα παλεύω, δεν παλεύω με κανέναν άλλον. Από καθετί που συμβαίνει, εμένα αναζητώ. Εάν καταφέρω να είμαι αληθινή, όσα χρόνια είμαι στη ζωή, και φύγω έτσι, θα είναι το μεγαλύτερο βραβείο που μπορώ να ελπίζω.
Υπάρχει κάτι άλλο που ετοιμάζετε αυτό τον καιρό;
Το βιβλίο μου που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη. Θα περιλαμβάνει τα έμμετρα μου, αλλά ίσως και κάποια κειμενάκια και φωτογραφίες.
Τίτλο έχετε βρει;
Μέχρι τώρα είχα πει «Με τα πέδιλά μου τα άσπρα». Αλλά δεν δεσμεύομαι πως θα είναι αυτό, γιατί μπορεί να έρθει και κάτι άλλο.