Θα πρέπει να μάθουν τζούντο και καράτε, αν δεν ξέρουν ήδη, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν μια ένοπλη συμπλοκή, να χειρίζονται άριστα τα σύγχρονα συστήματα ασφαλείας, να φορούν στολές, επιτέλους, και αν υπάρχουν και «μυστικοί» ανάμεσά τους ακόμη καλύτερα. Οι καιροί άλλαξαν και αυτά που ως πριν από λίγα χρόνια θα θεωρούνταν υπερβολικές απαιτήσεις από έναν αρχαιοφύλακα τώρα τίθενται επιτακτικά.
Η κλοπή στην Αρχαία Ολυμπία προκαλώντας απότομη προσγείωση στη νέα πραγματικότητα έρχεται να ανατρέψει όσα ίσχυαν και να υπαγορεύσει σύγχρονους κανόνες στην προστασία των αρχαιοτήτων. Γιατί ο τρόπος και τα μέσα φύλαξης των μουσείων αποδείχθηκαν για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό διάστημα παιδαριώδη. Στην Εθνική Πινακοθήκη ένας νυχτοφύλακας έτρεχε να προλάβει τους ψεύτικους συναγερμούς. Και στην Αρχαία Ολυμπία μία και μόνη υπάλληλος προσπαθούσε να ανοίξει ένα μουσείο.
Με τέτοιες συνθήκες ήταν απλώς θέμα χρόνου όσα συνέβησαν. Το έγκλημα προχώρησε αλλά εμείς είχαμε μείνει στη νιρβάνα ότι τα μουσεία μας φυλάσσονται καλά. Ετσι τώρα είναι το υπουργείο Πολιτισμού εκείνο που τρέχει για να καλύψει το χαμένο έδαφος ώστε να βρεθεί μπροστά από ληστές και αρχαιοκάπηλους, αλλά και από όσους για οποιοδήποτε άλλον λόγο επιβουλεύονται την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Ομάδα κρούσης αποτελούμενη από τον απόστρατο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ. κ. Σωτήρη Τσενέ, που είχε συμμετάσχει στην οργάνωση της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων – στην ακτίνα της οποίας συμπεριλαμβάνονταν και τα μνημεία – και στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού συστάθηκε την επομένη της κλοπής προκειμένου να εξετάσει το ζήτημα της φύλαξης πάνω σε εντελώς νέες βάσεις. Κύριο αίτημα πλέον δεν είναι η απλή ασφάλεια, αλλά η αναζήτηση, σε συνεργασία και με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, νέων τρόπων προστασίας μνημείων και ανθρώπων.
Τα πρώτα μέτρα ήδη έχουν προταθεί και σε αυτά σημαντικός εμφανίζεται ο ρόλος της Αστυνομίας.
Μεγάλα μουσεία και χώροι ιδιαίτερης σημασίας, όπως το Αρχαιολογικό της Θεσσαλονίκης και η Βεργίνα, φυλάσσονται ήδη και από αστυνομικούς επί 24ώρου βάσεως, ενώ Εφορείες Αρχαιοτήτων άλλων περιοχών συνεργάζονται με τα τοπικά αστυνομικά τμήματα.
«Δεν τηρούνται ούτε το πρωτόκολλο ούτε το ωράριο φύλαξης» λέει στο Βήμα της Κυριακής, ο κ. Παναγιώτης Ηλίας, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Νυχτοφυλάκων – Αρχαιοφυλάκων. «Από τις 6 το πρωί που τελειώνει η δική μας βάρδια ως τις 07.30 που θα αναλάβουν οι αρχαιοφύλακες υπάρχει κενό φύλαξης στα μουσεία, τα οποία προστατεύονται μόνο από τα συστήματα ασφαλείας» προσθέτει.
Αλλο ευαίσθητο σημείο είναι ότι ένα μουσείο δεν ανοίγει μόνο από έναν άνθρωπο. Απαιτούνται τουλάχιστον δύο, ενώ κατά την απενεργοποίηση του συναγερμού η πόρτα προφανώς πρέπει να είναι κλειστή, αφού μεσολαβούν 40 δευτερόλεπτα. Πολύς χρόνος δηλαδή, που αφήνει περιθώρια για εγκληματική ενέργεια.
Η μείωση του αριθμού των φυλάκων εμφανίζεται ως ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα, αφού όπως λέει ο κ. Γιάννης Μαυρικόπουλος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Υπαλλήλων Φυλάξεως Προσωπικού, αυτή τη στιγμή υπηρετούν σε όλη τη χώρα περί τα 1.800 άτομα, ενώ απαιτούνται γύρω στα 3.000.
Αντίστοιχα, για τη νυχτερινή φύλαξη υπάρχουν 285, ενώ θα έπρεπε να είναι διπλάσιοι. «Ακόμη και το μικρότερο μουσείο χρειάζεται δύο νυχτοφύλακες, γιατί υπάρχουν οι άδειες, τα ρεπό κτλ.» λέει ο κ. Π. Ηλίας. Σε κάθε περίπτωση εξάλλου η εφαρμογή εκ νέου της εφεδρείας θα αποψιλώσει εντελώς τις υπηρεσίες φύλαξης.
Μεταξύ των προτάσεων που συζητούνται τώρα περιλαμβάνεται και η εκπαίδευση του φυλακτικού προσωπικού του υπουργείου Πολιτισμού από την Αστυνομία. Διότι ούτε εκπαίδευση, πόσω μάλλον μετεκπαίδευση, έχει υπάρξει για τους φύλακες. Αν και στην πραγματικότητα, άπαξ τουλάχιστον, συνέβη αυτό με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μόνο που τότε δεν μετείχαν οι μόνιμοι φύλακες αλλά κυρίως οι εποχικοί! Και αυτοί στη συνέχεια έφυγαν από το υπουργείο.
Χαμένοι στην εκπαίδευση
Πώς έχουν εκπαιδευθεί λοιπόν οι φύλακες; Από τους παλαιότερους, είναι η απάντηση, εκτός από λίγους νεοπροσληφθέντες από ΙΕΚ, όπου υπάρχει η ειδικότητα του «φύλακα μουσείων και αρχαιολογικών χώρων».
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της σχολής οι απόφοιτοί της θα πρέπει να γνωρίζουν ιστορία του πολιτισμού και της τέχνης, μουσειολογία, κανόνες πρώτων βοηθειών, τη χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων (ανίχνευση κίνησης, μαγνητικές επαφές, πύλες προσπέλασης, κλειστά κυκλώματα αντιμετώπισης αναίτιων συναγερμών), πώς να αντιδρούν σε περίπτωση κινδύνων (σεισμοί, φωτιά, πλημμύρα), ένοπλης συμπλοκής (πόλεμος, βομβαρδισμός, κλοπή, βανδαλισμός) και τέλος να κατέχουν τεχνικές αυτοάμυνας.
Η πολιτεία επομένως γνωρίζει τι χρειάζεται για τη σωστή κατάρτιση των φυλάκων, αρκεί να αποφασίσει ότι πρέπει αυτή να επεκταθεί σε όλους. Βέβαιο είναι εξάλλου ότι αναβάθμιση απαιτείται και στα συστήματα ασφαλείας, όπως π.χ. η ενδοσυνεννόηση των φυλάκων. Και τέλος το ερώτημα είναι ποιος θα μετεκπαιδεύσει προϊσταμένους Εφορειών Αρχαιοτήτων, διευθυντές μουσείων και τους απλούς αρχαιολόγους, καθώς τα λάθη και οι παραλείψεις από κεφαλής αρχίζουν.
Ουδεμία σκέψη υπάρχει πάντως αυτή τη στιγμή στο υπουργείο Πολιτισμού για την ανάθεση της φύλαξης σε ιδιωτικές εταιρείες, κάτι το οποίο βρίσκει ούτως ή άλλως αντίθετους τους αρχαιοφύλακες.