Τη βαριά σκιά της στη σημαντικότερη απόφαση ενός ζευγαριού, αυτή σχετικά με την απόκτηση ή μη ενός παιδιού, ρίχνει σήμερα η οικονομική κρίση. Με τα οικονομικά των νοικοκυριών πιο σφιχτά από ποτέ, διάχυτη την ανασφάλεια και τα πλοκάμια της ανεργίας να απλώνονται ανεξέλεγκτα, το κόστος ενός τοκετού αποτελεί συχνά δυσβάσταχτο βάρος.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πληθυσμός της χώρας παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ήπια αύξηση, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μετανάστευση και όχι στις γεννήσεις. Από το 2008 ώς σήμερα, οι γεννήσεις διατηρούνται σε περίπου ίδια επίπεδα (λίγο πάνω από τις 100.000), με τον δείκτη ολικής γονιμότητας να παραμένει κάτω από το όριο αντικατάστασης γενεών (2,1). Χαρακτηριστικό είναι επιπλέον ότι τα ζευγάρια μεταθέτουν για όλο και πιο αργά την απόφαση τεκνοποίησης: η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση είναι σήμερα τα 31,1 έτη, έναντι 25,9 έτη το 1975.
Όπως αναφέρει η Καθημερινή, η σαφής στροφή των Ελληνίδων στα κρατικά μαιευτήρια έναντι των ιδιωτικών, που μέχρι πρότινος κατείχαν τη μερίδα του λέοντος των τοκετών, είναι επίσης ενδεικτική της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Το 2011, οι γεννήσεις στα δημόσια μαιευτήρια παρουσίασαν αύξηση της τάξης του 15% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ αντίστοιχη μείωση εμφάνισαν οι τοκετοί στις ιδιωτικές κλινικές, οι οποίες, ωστόσο, εξακολουθούν να λαμβάνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της συγκεκριμένης πίτας.
Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, η πτώση στα ιδιωτικά μαιευτήρια θα ήταν μεγαλύτερη εάν δεν είχαν προχωρήσει σε αναμόρφωση των τιμών και των υπηρεσιών τους, μειώνοντας κατά 40% περίπου το συνολικό κόστος του τοκετού. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι το 65% των πελατών των ιδιωτικών μαιευτηρίων επιλέγει σήμερα την οικονομική θέση, έναντι περίπου 50% τα προηγούμενα χρόνια.