Σε πολλά κεντρικά σημεία, σε πλατείες, πεζοδρόμους και στάσεις μετρό και ηλεκτρικού σιδηροδρόμου μοιράζονται ακόμα και σήμερα διαφημιστικά φυλλάδια για φροντιστήρια. Τι και αν είναι αρχές Νοεμβρίου και η σεζόν των φροντιστηρίων άρχιζε κανονικά τον Οκτώβρη; Η οικονομική κρίση έφτασε στο κατώφλι της ιδιωτικής εκπαίδευσης, προκαλώντας σημαντικές αναταράξεις.
«Ο αριθμός των μαθητών μας στη Γ΄ Λυκείου παραμένει ίδιος με πέρυσι», επισημαίνει στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδας, κ. Κώστας Πετρόπουλος. Η σταθερότητα αυτή ερμηνεύεται ως εξής: «Πολλές οικογένειες, που παλιά θα επέλεγαν τη λύση του ιδιαίτερου, στέλνουν σήμερα για οικονομία τα παιδιά στο φροντιστήριο. Παράλληλα, σημειώνεται διαρροή από μαθητές που δεν ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν στις Πανελλήνιες».
Σημαντική, όμως, είναι η μείωση των εγγραφών στις μικρότερες τάξεις. «Παρατηρούμε 10 με 15% πτώση στη Β΄ Λυκείου και ακόμα μεγαλύτερη έως και 40% στην Α΄ Λυκείου» υπογραμμίζει ο κ. Πετρόπουλος, που έχει φροντιστήριο στη Θεσσαλονίκη. «Στις μικρές, λοιπόν, τάξεις περιμένουμε ακόμα μαθητές για να συμπληρωθούν τα τμήματα». Και οι απόφοιτοι που σκοπεύουν να δώσουν εκ νέου Πανελλήνιες εμφανίζονται συγκρατημένοι.
Ο κ. Πετρόπουλος εκτιμά, βέβαια, ότι μετά τα Χριστούγεννα και τους ελέγχους, περισσότεροι μαθητές θα στραφούν στο φροντιστήριο. «Ο παλιός προϋπολογισμός των 2.000 ευρώ ετησίως για τα μαθήματα κατεύθυνσης σήμερα είναι απαγορευτικός για τα περισσότερα νοικοκυριά, έτσι ρίχνουμε τις τιμές» ομολογεί, «πάνω απ’ όλα είμαστε εκπαιδευτικοί». Έτσι, ισχύουν πλέον «ονομαστικά» δίδακτρα.
Παρόμοιο το σκηνικό και στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Μικρή αύξηση ενδιαφέροντος παρατηρείται στα βόρεια προάστια, όπου οι οικογένειες συνήθιζαν να δίνουν στα παιδιά τους τη δυνατότητα του ιδιαίτερου μαθήματος, αλλά σήμερα δεν μπορούν να επωμισθούν το κόστος. Μείωση περίπου 30% των εγγραφών, όμως, επισημαίνεται στην υπόλοιπη Αττική. «Οι οικογένειες πλέον θέτουν διαφορετικές προτεραιότητες» εξηγεί στην «Κ» καθηγήτρια σε φροντιστήριο στα δυτικά προάστια, «είχα πάντοτε 12 ώρες την εβδομάδα μάθημα και φέτος έχω μόνο 4».
Οι γονείς, πιεσμένοι από τα επιπρόσθετα έξοδα, στέλνουν πια τα παιδιά τους να μάθουν μόνο μία ξένη γλώσσα -συνήθως αγγλικά- ενώ η δεύτερη ξένη γλώσσα, που για πάνω από δύο δεκαετίες αποτελούσε προαπαιτούμενο, γράφεται προσωρινά στις «ελληνικές καλένδες». «Το μεταθέτουν λίγο χρονικά, επαφίονται στο σχολείο ή “ενεργοποιούνται” οι ίδιοι, όταν είναι γλωσσομαθείς» σχολιάζει η ίδια. «Άλλοτε διακόπτουν τα μαθήματα, όταν το παιδί τους δεν είναι επαρκώς επιμελές». Προκειμένου να αναχαιτιστεί η εν λόγω τάση, τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών εξαπολύουν εκστρατείες «προσέλκυσης» πελατών: μειώνουν τα δίδακτρα, κάνουν «δώρο» τη δεύτερη ξένη γλώσσα, προσφέρουν εκπτωτικά πακέτα σε οικογένειες που έχουν δύο παιδιά, συμμετέχουν σε προσφορές μέσω Διαδικτύου υπό την προϋπόθεση ότι οι μαθητές θα παραμείνουν όλη τη σχολική χρονιά. Παράλληλα, για να μειώσουν τα έξοδά τους, μισθώνουν μικρότερα κτίρια ή κάνουν ακόμα και «περικοπές μισθών». Φημολογείται ότι πίσω από πολύ δελεαστικά πακέτα «κρύβονται» απλήρωτοι καθηγητές ή εργαζόμενοι χωρίς ασφάλιση.
Ζωηρό ενδιαφέρον, ωστόσο, παρατηρείται ακόμα από μερίδα ενηλίκων, που μπαίνουν στην εκπαιδευτική διαδικασία με συγκεκριμένο κίνητρο: τη βελτίωση του εργασιακού τους status ή τη μετανάστευση. Σκόπελος, όμως, παραμένει το οικονομικό για πολλούς φοιτητές, που θέλουν να εμπλουτίσουν το βιογραφικό τους, όπως και για εργαζόμενους φοιτητές που χάνουν ξαφνικά τη δουλειά τους μεσούσης της ακαδημαϊκής χρονιάς.