Τον εργασιακό μεσαίωνα που βιώνουν χιλιάδες εργαζόμενοι οι οποίοι παίρνουν μισθούς πείνας, παρουσίασε η Εφη Αχτσιόγλου στο Βερολίνο. Η υπουργός Εργασίας έδωσε στοιχεία που δείχνουν την πραγματική κατάσταση της αγοράς εργασίας στη χώρα θέλοντας να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλες, αρνητικές παρεμβάσεις, όπως ζητούν οι δανειστές και κυρίως το ΔΝΤ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
«Η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας είναι ένα από τα πιο ουσιαστικά θέματα της δεύτερης αξιολόγησης» σημείωσε στην εισήγησή της η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, στο Βερολίνο. Τόνισε δε ότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί υψίστης σημασίας την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η υπουργός στη γερμανική κοινή γνώμη:
- 125.000 εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερα από 100 ευρώ το μήνα, και 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερα από 1.000 ευρώ το μήνα.
- Ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22%, και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών. Επομένως η Ελλάδα είναι πλέον μία χώρα με χαμηλό κατώτατο μισθό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με μία ιδιαίτερα απορρυθμισμένη αγορά εργασίας.
- Οι μειώσεις στους κατώτατους μισθούς δεν βοήθησαν στην επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας, αντιθέτως αύξησαν τα ποσοστά της ανεργίας, από 7% το 2009 στο 27,9% το 2013, και η ανεργία των νέων διαμορφώνεται περίπου στο 50% στο 2016.
- Οι συνέπειες ήταν η σημαντική αύξηση της μετανάστευσης υψηλά καταρτισμένου νεανικού εργατικού δυναμικού, οι δραματικές επιπτώσεις στην καταναλωτική ζήτηση και η μεγάλη αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
- Περισσότερο από το 50% των προσλήψεων το 2015 αφορούν ευέλικτες μορφές απασχόλησης, με αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά ο αριθμός αυτών που ονομάζουμε «φτωχοποιημένοι εργαζόμενοι», ενώ επίσης αυξήθηκε κατά πολύ και η αδήλωτη εργασία.
Όπως υποστήριξε η υπουργός Εργασίας, «οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έπαψαν να είναι πραγματικότητα για την πλειοψηφία των εργαζόμενων στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι οι ατομικές συμβάσεις εργασίας ορίζουν τους κανόνες για την πλειοψηφία των εργαζομένων, και ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα δεν υφίστανται».
«Είναι αυτό συμβατό με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο ή είναι αυτό συμβατό με την έμφαση που θέλει να δώσει η Συνθήκη της Λισαβόνας στον κοινωνικό διάλογο; Προφανώς όχι» είπε η κ. Αχτσιόγλου.
«Ενώ ο στόχος», όπως είπε, «ήταν να περάσουμε σε ένα αποκεντρωμένο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, οδηγηθήκαμε σε κατάρρευση του συστήματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τώρα στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ιδιαίτερης σημασίας την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα. Η συμφωνία που υπογράψαμε με τους δανειστές το 2015 προέβλεπε ότι οι ελληνικές αρχές πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές στους τομείς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ομαδικών απολύσεων και του συνδικαλιστικού νόμου. Με σκοπό να προσδιοριστεί ο “θολός” αυτός όρος (οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές στα ζητήματα αυτά) συστάθηκε από κοινού με τους θεσμούς μία επιτροπή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων. Η επιτροπή κατέληξε σε ένα πόρισμα τον Σεπτέμβριο. Η πλειοψηφία των συστάσεων του πορίσματος, σχεδόν το 90%, υποστηρίζει τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης ότι ένα ισχυρό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων θα έπρεπε να επιστρέψει στη χώρα. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης υποστηρίζεται και από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας και αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την κοινή διακήρυξη των εθνικών κοινωνικών εταίρων, του καλοκαιριού του 2016».
Η υπουργός Εργασίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ελληνική κυβέρνηση, αυτήν τη στιγμή, στα θέματα της αγοράς εργασίας δεν ζητά τίποτε παραπάνω από αυτό που συμφωνήθηκε στο μνημόνιο: «Ότι, δηλαδή, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα θα επιστρέψει σε αυτό που περιγράφεται ως το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, στις αρχές του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου ή ότι οι αρχές του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου θα επιστρέψουν στην Ελλάδα και ότι το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα επανέλθει».
Σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις, είπε ότι «το ΔΝΤ αρνείται να συζητήσει το θέμα της αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα διακινδύνευε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, παρά το γεγονός ότι δεν παρουσιάζει στοιχεία, για να υποστηρίξει αυτή την άποψη».