Πλαφόν στον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων που θα μπορούν να προάγονται από ένα βαθμολογικό κλιμάκιο στο επόμενο βάζει η κυβέρνηση. Στο ανώτατο κλιμάκιο θα φτάνουν μόνο δύο στους δέκα υπαλλήλους, καθώς θα προηγείται αυστηρή αξιολόγηση μεταξύ αυτών που έχουν τις προϋποθέσεις.
Οι ριζικές αλλαγές στον τρόπο εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων θα περιληφθούν στο νέο μισθολόγιο και έχουν διττό στόχο: αφενός να εισάγουν για πρώτη φορά ουσιαστικό σύστημα αξιολόγησης και μέτρησης της αποδοτικότητας, αφετέρου να περιορίσουν τις μισθολογικές δαπάνες, σύμφωνα με δημοσίευμα των «Νέων». Ο δεύτερος στόχος θα επιτευχθεί καθώς πλέον η μισθολογική προαγωγή συνδέεται με τη βαθμολογική προαγωγή, με αποτέλεσμα όσο λιγότεροι υπάλληλοι κατορθώνουν να ανεβαίνουν βαθμό τόσο μικρότερες θα είναι οι αυξήσεις μισθών που πρέπει να καταβληθούν.
Στελέχη του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης ανέφεραν μάλιστα πως το σύστημα της ποσόστωσης θα λειτουργήσει και ως αντίβαρο στο κόστος της «προσωπικής διαφοράς», που αποφασίστηκε να αντικαταστήσει μέρος των επιδομάτων.
Κλειδί χαρακτηρίζουν την ποσόστωση και στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που θα έχει η ηγεσία του υπουργείου με τους εκπροσώπους της τρόικας, όπου θα τεθεί μεταξύ των άλλων και το θέμα της μείωσης του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου.
Με το νέο σύστημα θα καθιερωθούν 6 βαθμολογικά κλιμάκια, αντί για 5 που προβλέπονται σήμερα, και μόνο κατά τη μετάβαση από το έκτο – χαμηλότερο – κλιμάκιο στο πέμπτο, η οποία επιτυγχάνεται μετά τη συμπλήρωση της διετούς δοκιμαστικής περιόδου για όλες τις εκπαιδευτικές κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, δεν θα ισχύει η ποσόστωση – θα περνάει δηλαδή το 100% των εργαζομένων. Για τα ανώτερα όμως βαθμολογικά κλιμάκια θα εφαρμοστεί κλιμακωτή ποσόστωση.
Μόνο 90% των υπαλλήλων που πληρούν τα κριτήρια προαγωγής θα περνάει από τον πέμπτο στον τέταρτο βαθμό, ενώ το ποσοστό μειώνεται σε 80% για τη μετάβαση από τον τέταρτο στον τρίτο βαθμό, 60% από τον τρίτο στον δεύτερο βαθμό και καταλήγει στο 20% των υπαλλήλων που θα παίρνουν το εισιτήριο της ανέλιξης από τον δεύτερο στον πρώτο – ανώτατο – βαθμό.
Για τον σκοπό αυτό θα καθιερωθούν αντικειμενικοί δείκτες, που θα είναι γνωστοί στους δημοσίους υπαλλήλους και ήδη έχει αρχίσει η επεξεργασία τους σε συνεργασία και με το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης. Οι δείκτες και τα κριτήρια αξιολόγησης θα είναι πιο αυστηρά όσο πλησιάζει κάποιος υπάλληλος στους καταληκτικούς βαθμούς.
«Θα υπάρχει δυνατότητα μεγάλης διάκρισης με βάση την απόδοση και δεν θα κρίνονται από τα Υπηρεσιακά Συμβούλια με τον τρόπο που ισχύει σήμερα. Ακόμη και οι μικρές διαφοροποιήσεις θα δίνουν τη δυνατότητα να κριθούν διαφορετικά οι υπάλληλοι και να επιλεγούν αυτοί που θα περάσουν στο επόμενο κλιμάκιο», σχολίαζαν στελέχη του Δημοσίου στην εφημερίδα.
Διαφοροποιήσεις ως προς τη βαθμολογική εξέλιξη θα προβλεφθούν και ανάλογα με την εκπαιδευτική κατηγορία των δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι, υπάλληλοι Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης θα μπορούν να φτάσουν έως τον τρίτο βαθμό και υπάλληλοι Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης θα έχουν ως ανώτατο κλιμάκιο τον δεύτερο βαθμό.
Η ενίσχυση της αποδοτικότητας επιτυγχάνεται και με τους περιορισμούς που τίθενται για την κατάληψη θέσεων ευθύνης. Ένας υπάλληλος για να διεκδικήσει θέση τμηματάρχη, διευθυντή ή γενικού διευθυντή πρέπει υποχρεωτικά να έχει φτάσει στο πρώτο βαθμολογικό κλιμάκιο.
Με το νέο μισθολόγιο, όμως, η κατάληψη μιας θέσης ευθύνης θα είναι εξαιρετικά ελκυστική για τους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις για τις οποίες θα προβλέπεται επίδομα, το οποίο μπορεί να φθάσει έως και τα 800 ευρώ για θέση γενικού διευθυντή.
Συγκεκριμένα θα είναι ένα από τα τέσσερα επιδόματα που θα διατηρηθούν μαζί με το οικογενειακό, των ειδικών συνθηκών απασχόλησης και το επίδομα παραμεθόριων περιοχών.
Το σύστημα αυτό είχε εφαρμοστεί και παλαιότερα, αλλά επικράτησε αλαλούμ καθώς δεν υπήρχαν συγκεκριμένες περιγραφές θέσεων, εργασιών και στόχων βάσει των οποίων να γίνεται αντικειμενική αξιολόγηση για τους «άριστους» που θα περνούσαν κάθε φορά στο ανώτερο κλιμάκιο.