«Πού βόσκεις;» συνηθίζουμε να ρωτάμε τους αφηρημένους των οποίων ο λογισμός τρέχει αλλού.
Η φράση αυτή μάς έρχεται από την Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα από τη Γένεση, όπου αναφέρεται (37:13-16):
«καὶ εἶπεν Ἰσραὴλ πρὸς Ἰωσήφ· οὐχὶ οἱ ἀδελφοί σου ποιμαίνουσιν εἰς Συχέμ; δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς αὐτούς. εἶπε δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἐγώ. εἶπε δὲ αὐτῷ Ἰσραήλ· πορευθεὶς ἰδέ, εἰ ὑγιαίνουσιν οἱ ἀδελφοί σου καὶ τὰ πρόβατα, καὶ ἀνάγγειλόν μοι. καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν ἐκ τῆς κοιλάδος τῆς Χεβρών, καὶ ἦλθεν εἰς Συχέμ. καὶ εὗρεν αὐτὸν ἄνθρωπος πλανώμενον ἐν τῷ πεδίῳ· ἠρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος λέγων· τί ζητεῖς; ὁ δὲ εἶπε· τοὺς ἀδελφούς μου ζητῶ· ἀπάγγειλόν μοι, ποῦ βόσκουσιν».
Η απόδοση στη νεοελληνική:
«Ο Ιακώβ (έπειτα ίσως από μερικάς εβδομάδας) είπε προς τον Ιωσήφ· “οι αδελφοί σου δεν βόσκουν τα πρόβατα εις την Συχέμ; Λοιπόν θα σε στείλω προς αυτούς”. “Είμαι πρόθυμος να μεταβώ” είπεν ο Ιωσήφ. Είπε δε προς αυτόν ο Ιακώβ· “πήγαινε εκεί να ιδής, εάν είναι καλά εις την υγείαν των οι αδελφοί σου, πως είναι τα πρόβατα και έλα κατόπιν να με πληροφορήσης”. Εστειλε δε αυτόν από την κοιλάδα της Χεβρών, εις την οποίαν έμενε, και ο Ιωσήφ μετέβη εις την Συχέμ. Καθώς περιεπλανάτο εις την πεδιάδα της Συχέμ τον συνήντησε κάποιος άνθρωπος και τον ηρώτησε· “τι ζητείς εδώ;” Εκείνος απήντησε· “ζητώ να εύρω τους αδελφούς μου. Πές μου, εάν γνωρίζης που βόσκουν τα πρόβατα”».