Επικήδειος ή αυτοέπαινος; Η Ρίκα Βαγιάνη εξακολουθεί να μας εκπλήσσει… θετικά ή αρνητικά, τα συμπεράσματα, δικά σας. Διαβάστε, τι απάντησε σήμερα στις επιθέσεις που δέχτηκε…
«Είναι η τρίτη νύχτα μετά από ένα φρικαλέο, ύπουλο και απεχθές( τρομοκρατικό όπως δείχνουν οι πρώτες εκτιμήσεις) χτύπημα. Είναι η τρίτη νύχτα που περνάω άγρυπνη, προσπαθώντας να απαντήσω σε κάθε ένα προσωπικά από τα σχόλια των αναγνωστών του post με τίτλο «Ενας από μας». Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τα καταφέρω, απαντάω σε πενήντα και ξεφυτρώνουν άλλα εκατό. Δεν χρειάζομαι ύπνο, ούτε φαγητό. Εχω πολλή αγάπη γύρω μου. Με τη λέξη «αγάπη» δεν εννοώ τα εκατοντάδες σχόλια που επαίνεσαν το κείμενο και εμένα προσωπικά, με χαρακτηρισμούς συχνά υπερβολικούς, τους οποίους φυσικά δεν αξίζω.
Εχω πολλή αγάπη γύρω μου γιατί με περιέβαλλαν με αυτή οι φίλοι και υποστηρικτές του Σωκράτη Γκιόλια. Με την πρώτη ανάγνωση μπορεί να μην την αντιληφθεί κάποιος, καθώς αυτή η επίθεση αγάπης διανθίζεται από, ας πούμε, επίσης υπερβολικές κατηγορίες προς το πρόσωπό μου. Τις οποίες κατηγορίες, σε αντίθεση με τα εγκώμια, αποδέχομαι πλήρως. Είχα πλήρη συναίσθηση των προσωπικών επιθέσεων που θα ακολουθούσαν- αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα διαβάζω κάποιον που με συμβουλεύει «να κρυφτώ, γιατι είμαι μάνα», και άλλον ένα κύριο που με πληροφορεί ότι με «χαρά θ’ ακούσει το μαντάτο μου» (το μαντάτο του θανάτου μου). Εννοείται ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν στ’ αλήθεια να πεθάνω. Θέλουν μόνο να ξαναγυρίσει στη ζωή το πρόσωπο την απώλεια του οποίου βιώνουν με συντριβή.
Καλοί μου φίλοι, με την ψυχή σας τόσο γεμάτη αγάπη: από τη φράση «Τους αντιπάλους μου τους θέλω ολοζώντανους, υγιέστατους, και στην καλύτερή τους φόρμα, για να μπορώ να τους αντιμάχομαι, με ιδέες, πράξεις και επιχειρήματα», ποια λέξη δεν μπορέσατε να καταλάβετε; Ποιο κομμάτι από την εικόνα «ένα και μόνο χτύπημα κουδουνιού στις πέντε το πρωϊ, σ’ ένα διαμερισματάκι στην Ηλιούπολη, στις πέντε το πρωί; Ένας νέος άντρας που αφήνει ξεψυχώντας, τη γυναίκα που αγαπούσε, μ΄ ένα μωράκι στην αγκαλιά κι άλλο ένα στην κοιλιά;” σας έδωσε να καταλάβετε ότι πέρασα αβασάνιστα στην προσβολή της μνήμης ενός εκτελεσμένου από τρομοκράτες ανθρώπου;
Κι αν χρειάζεται να το γράψω κι αυτό, αν και το έχω ξαναγραψει σε ανύποπτο χρόνο: Τους μισώ τους δολοφόνους κι αυτό που προσπαθούν να καταφέρουν. Προσπαθούσα να μην έχω στην καρδιά μου μίσος, αλλά τους μισώ, πάντα τους μισούσα, με όλη μου την καρδιά. Θέλω να τους βρουν και θέλω να μη μας σκοτώνουν πια. Ούτε τους εμάς, ούτε τους εσάς. Πάνω απ΄όλα θέλω να τους βρούν, επειδή τώρα μας έστρεψαν να σκιζόμαστε μεταξυ μας. Νικάνε; Πείτε μου ότι δεν νικάνε.
Τώρα για το troktiko, δεν έχω διαφορετική γνώμη. Ούτε μια τελεία δεν θα άλλαζα σε όλο το κείμενο. Δεν μ΄αρέσει παλικάρια, έτσι όπως γράφετε εκεί. Δεν μου αρέσει που εδώ (για παράδειγμα) σας φιλοξενούμε όλους, (βρισιές και βρωμόλογα εξαιρούνται)με όλες σας τι απόψεις. Δυο κλικ παραπάνω, στην μοντέρνα γειτονιά σας, δείχνετε πολύ επιλεκτικοί στις αναρτήσεις των αναγνωστών (βρισιές, κατάρες και απειλές επιβάλλονται, αλλά καμιά διαφορετική άποψη). Δεν πειράζει. Αφ’ ενός κλαίτε άνθρωπο, και αφ΄ετέρου, τυχαίνει κι εγώ να μην παίρνω πολύ σοβαρά τον εαυτό μου.
Παίρνω όμως πολύ σοβαρά τους ανθρώπους που μπήκαν στον κόπο να σχολιάσουν. Αυτό που πόνεσε ποιο πολύ ήταν της «Αννούλας» που μου θύμισε την επιβεβλημένη νεκρική σιγή πάνω από το σκοτωμένο. Αν και η Ηλέκτρα η Ευριπίδεια, γλώσσα δεν έβαλε πάνω από το κομματιασμένο του Αίγισθου σαρκίο, τον ξεφτίλισε εντελώς, πεθαμένο άνθρωπο, σα δε ντρέπεται. Εγώ βέβαια δεν είμαι Ηλέκτρα και η οικογενειά μου δεν είναι ο οίκος των Ατρειδών. Αλλά το ιερό ταμπού που απαγορεύει να μιλήσεις για θέμα που σχετίζεται με άταφου ανθρώπου έργο, το είχα και θα το έχω. Ελληνίδα είμαι, με αρκετή πείρα σε θανάτους και σε εξόδιες.
Τότε, ευγενική Αννούλα, τι μύγα με τσίμπησε; Γιατί άνοιξα το μεγάλο μου στόμα και, όπως με ρωτάς, γιατί το άνοιξα τώρα, στην πιο ιερή στιγμή ενός μεγάλου πένθους;
Μου ήταν αφάνταστα δύσκολο. Το κομμάτι γράφτηκε σε είκοσι λεπτά, κι έμεινε εκεί, ξερό στον υπολογιστή περισσότερες από εννιά ώρες. Πάτησα το send μαύρα μεσάνυχτα. Ηξερα ότι με τη δημοσίευση του «Ενας από Μας», θα έχανα, προδίδοντας την αρχή της σιωπής για τον άταφο νεκρό, ένα μικρό κομμάτι από την ψυχή μου.. Ανεβάζοντάς όμως το κείμενο, θα κατάφερνα να σώσω το μεγαλύτερο κομμάτι της. Κατάλαβα ότι δεν είχα επιλογή. Ζητώ βαθειά, βαθειά, συγγνώμη Αννούλα (και Άρη) και από όλους τους άλλους που αναφέρθηκαν στο ζήτημα. Ηξερα από την αρχή ότι έθιγα ένστικτα ελληνικά, αρχέγονα και απείρως πιο σημαντικά από τη χαμένη τιμή της ορθογραφίας. Ή της δημοσιογραφίας. Για την οποία, όπως ωμά έθιξε μια άλλη σχολιάστρια, «ποιος χέστ…, όταν κείται στην άσφαλτο ένας σκοτωμένος»; Αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, ο ανεμοστρόβιλος είχε χτυπήσει το σπίτι-δεν ήμουν πια στο Κάνσας.
ΥΓ. Για τους κολλημένους με τις λεπτομέρειες: Ο Μαίριλιν Μάνσον ήταν αυτός που εξαρχής είχα κατά νου, και όχι το τέρας Τσάρλς Μάνσον.
ΥΓΓ. Για τους σχολιαστές που με συμβουλεύουν να «κρυφτώ». Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι στις προθέσεις μου.
ΥΓΓΓ. αυτό που από την αρχή όφειλα να γράψω πρώτο και καλύτερο. Τα θερμά μου συλλυπητήρια στους οικείους του θύματος: το βαρύ πένθος τους δεν μοιράζεται, αλλά η φρίκη μας είναι κοινή. Να είναι ο τελευταίος»