Τη μνήμη του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης τιμά σήμερα η Εκκλησία με μία μεγάλη γιορτή.
Η Αγία Ελένη γεννήθηκε το 247 μ.Χ. στο Δρέπανο της Βιθυνίας και είχε λαϊκή καταγωγή, καθώς ήταν κόρη ξενοδόχου. Στο Δρέπανο φαίνεται πως γνώρισε και παντρεύτηκε τον Κωνστάντιο τον Χλωρό, ο οποίος τότε ήταν Ρωμαίος αξιωματικός στη στρατιά του Δούναβη. Σε ηλικία 41 ετών γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Πέντε χρόνια μετά τη γέννηση του Κωνσταντίνου, επειδή ο Κωνστάντιος επρόκειτο να ανακηρυχθεί Καίσαρ της επαρχίας της Γαλατίας, ήταν αναγκασμένος να διαζευχθεί την Ελένη. Η ρωμαϊκή νομοθεσία δεν επέτρεπε σε άτομα ταπεινής καταγωγής, όπως ήταν η Ελένη, να ανέλθουν σε υψηλά αξιώματα. Μετά το χωρισμό τους ο Κωνστάντιος ξαναπαντρεύτηκε την Θεοδώρα, τη θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού και απέκτησε κι άλλους γιους. Έτσι, η Ελένη εγκαταστάθηκε τιμητικά στη Τρέβηρα, την πρωτεύουσα της επαρχίας της Γαλατίας, όπου ο Κωνστάντιος ήταν έπαρχος. Αργότερα, όταν ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας έδωσε στο μητέρα του τον τιμητικό τίτλο της Αυγούστας.
Ο Τίμιος σταυρός
Η Ελένη Αυγούστα, όπως μεταδίδει το ekklisiaonline.gr, είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό και σε ηλικία 80 ετών ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους στην Παλαιστίνη. Παρά την προχωρημένη ηλικία της, ξεκίνησε από τη Ρώμη δια θαλάσσης στην Παλαιστίνη και έπειτα, περνώντας με τη συνοδεία της διαμέσου της Φοινίκης, της Συρίας και της Μικράς Ασίας, κατέληξε στη Νικομήδεια, την προσωρινή εκείνη την εποχή έδρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Στα Ιεροσόλυμα έμεινε έναν χρόνο και σύμφωνα με την παράδοση αναζήτησε και βρήκε τον Γολγοθά, τον Τάφο του Χριστού, και τον Τίμιο Σταυρό. Ένα μέρος του Τιμίου Ξύλου το μετέφερε στη Ρώμη, στη βασιλική του.Η ιστορία της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού από αυτό το προσκύνημα της Ελένης Αυγούστας έγινε γνωστό στην αυτοκρατορία γύρω στα 350 μ.Χ. Η παράδοση σχετικά με την εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη άρχισε να διαδίδεται από τα τέλη του 4ου αιώνα και έχει συριακή προέλευση.
Σε έναν λόγο του μοναχού Αλεξάνδρου, αναφέρεται πως η Αγία Ελένη είχε δει ένα ουράνιο όραμα το οποίο τη διέτασσε να πάει στα Ιεροσόλυμα και να φέρει στο φως τους Αγίους Τόπους, που ήταν κρυμμένοι από πολύ καιρό. Επειδή πολλοί αμφέβαλλαν, παρακίνησε τους πάντες να προσεύχονται ένθερμα. Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος Α΄ (314-333) ανακάλυψε τον τόπο του Θείου Πάθους, στον οποίο βρισκόταν το άγαλμα της Αφροδίτης. Η αυτοκράτειρα διέταξε να κατεδαφιστεί ο ναός και τότε αποκαλύφθηκε το μνήμα του Ιησού Χριστού και, όχι πολύ μακριά από εκεί, τρεις σταυροί. Μετά από προσεκτική έρευνα, βρέθηκαν ακόμη και τα καρφιά.
Βέβαια, μαρτυρούνται πολλές και διαφορετικές εκδοχές του ταξιδιού της Ελένης στην Παλαιστίνη, πράγμα που συσκοτίζει την πραγματικότητα και δυσκολεύει την εύρεση της ιστορικής αλήθειας. Μοναδική σύγχρονη πηγή των γεγονότων ήταν το έργο του Ευσέβιου, «Ο Βίος του Κωνσταντίνου», που συνέγραψε λίγο μετά το θάνατο του αυτοκράτορα.
Το έργο της Αγίας Ελένης
Ο Ευσέβιος μαρτυρεί ότι η Ελένη επιθύμησε να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους, τις επαρχίες, τους δήμους και τους λαούς της Ανατολής με βασιλική μεγαλοπρέπεια. Το ταξίδι της είχε επίσημο και δημόσιο χαρακτήρα. Η Ελένη δεν ταξίδεψε ως ιδιώτις, αλλά ως Αυγούστα με πολυπληθή αυλική και στρατιωτική συνοδεία. Στις πόλεις της Ανατολής, όπου στάθμευε, μοίραζε σε πολίτες και στρατιώτες νομίσματα με τυπωμένη τη μορφή της ως Αυγούστας.
Επίσης, στα πλαίσια της αυτοκρατορικής φιλανθρωπίας έδωσε χρηματικές χορηγίες στους φτωχούς και τους στρατιώτες, απέδωσε χάρη σε φυλακισμένους, απελευθέρωσε κατάδικους σε ορυχεία, έδωσε εντολή να επιστρέψουν οι εξόριστοι στις εστίες τους και πρόσφερε απλόχερα δωρεές σε πολλές εκκλησίες. Η Αυγούστα Ελένη κατά την περιοδεία της στις ανατολικές επαρχίες ανέλαβε επιτυχώς το ρόλο του αυτοκρατορικού ευεργέτη.
Τώρα, αν βρήκε η ίδια ή όχι τον Τίμιο Σταυρό, είναι ένα θέμα που παρουσιάζει εξαιρετική δυσκολία για να αποφανθεί με βεβαιότητα κάποιος ιστορικός ερευνητής.
Η Ελένη Αυγούστα απεβίωσε το 335 μ.Χ., σε ηλικία 81 ετών στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ενταφιάστηκε στη Ρώμη. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι το λείψανό της τοποθετήθηκε στο μαυσωλείο Tor Pignattara στη Ρώμη σε μεγαλοπρεπή σαρκοφάγο από πορφυρίτη, η οποία σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο του Βατικανού.
Η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία και ισαπόστολο. Η μνήμη της εορτάζεται από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς μαζί με το γιο της Κωνσταντίνο στις 21 Μαΐου , ενώ από τους Καθολικούς στις 18 Αυγούστου.
Η κοίμηση της Αγίας
Ο Μ. Κωνσταντίνος υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, που μετέφερε με μεγάλη ευλάβεια η μητέρα του στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και τους αγίους Ήλους ο ευσεβής αυτοκράτορας αναφέρεται πως τοποθέτησε στην περικεφαλαία και τα χαλινάρια του αλόγου του, για προστασία και ευλογία στους πολέμους.
Αφού λοιπόν διήλθε η μακαρία Ελένη τη ζωή της με προσευχή, ταπείνωση και τόσα θαυμαστά έργα και αγαθοεργίες, ανεπαύθη εν Κυρίω πιθανώτατα στην Κωνσταντινούπολη περί τα έτη 328/329, σε ηλικία ογδόντα περίπου ετών. Το άγιο σκήνος της μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον υιό της και κατατέθηκε στο μαυσωλείο (ροτόντα) γνωστό με το όνομα Tor Pignattara, μέσα σε μεγαλοπρεπή σαρκοφάγο από πορφυρίτη λίθο. Η σαρκοφάγος αυτή φυλάσσεται σήμερα στο Βατικανό Μουσείο.