Πλήθος παραπόνων δέχεται από επιχειρηματίες το Επιμελητήριο Ηρακλείου σχετικά με τις οφειλές του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα, οι οποίες διογκώνονται και για την δραματική καθυστέρηση στην εξόφληση τιμολογίων.
Όπως σημειώνεται σε επιστολή του επιμελητηρίου προς το υπουργείο Οικονομικών, κυρίαρχο ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση έχουν αφενός οι αλλεπάλληλες περικοπές του τελευταίου διαστήματος και αφετέρου η στάση του Δημοσίου που δεν καταβάλλει τις οφειλές του και ζητά φόρους ακόμα και για τα ποσά που οφείλει.
Σημειώνεται στην επιστολή ότι παράδειγμα αποτελούν οι εκδοτικές επιχειρήσεις αλλά και οι επιχειρήσεις του κατασκευαστικού κλάδου, που καλούνται να καταβάλλουν στο δημόσιο ταμείο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, για ανεξόφλητα τιμολόγια δυο και πλέον ετών αλλά και να συμμετάσχουν στην περαίωση καταβάλλοντας επιπλέον ποσά.
Το επιμελητήριο θεωρεί σκόπιμη την αναστολή καταβολής του ΦΠΑ που αφορά ανεξόφλητα τιμολόγια του Δημοσίου.
Πρόταση του είναι να δίνεται η δυνατότητα ώστε να τηρούνται δυο λογιστικές καταστάσεις για τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, από τιμολόγια ιδιωτών και από τιμολόγια που έχουν εκδοθεί από πώληση προϊόντων ή παροχή υπηρεσιών προς δημόσια πρόσωπα.
Για την μεν δεύτερη, προτείνεται να αναστέλλεται η πληρωμή και να αποδίδεται μόνο όταν εξοφλείται το εκάστοτε τιμολόγιο.
Εναλλακτικά σημειώνεται ότι θα μπορούσε να εξεταστεί η περίπτωση, ώστε ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας που αφορά πωλήσεις στο Δημόσιο και σε Νομικά Πρόσωπα του Δημοσίου, να παρακρατείται από τον λήπτη του Τιμολογίου (Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ.) και να αποδίδεται για λογαριασμό του εκδότη με την εξόφληση του τιμολογίου, διαδικασία που γίνεται ήδη για τον Φόρο Εισοδήματος (4% ή 8% επί της αξίας των Τιμολογίων) από το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ.
Το συγκεκριμένο μέτρο εκτιμά το επιμελητήριο ότι είναι δίκαιο και θα έχει θετική επίδραση τόσο στην αγορά, αμβλύνοντας τα προβλήματα ρευστότητας, όσο και στην είσπραξη οφειλών προς τα ταμεία.
Υπενθυμίζεται ότι με στοιχεία που δημοσιεύει ο σύνδεσμος ανωνύμων τεχνικών εταιρειών, το ύψος των χρεών του Δημοσίου προς τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις, εκτιμάται σε πάνω από 1,8 δις ευρώ ενώ σε εκδοτικές επιχειρήσεις σ’ όλη την επικράτεια ακυρώθηκαν τιμολόγια υπηρεσιών που είχαν εκδώσει και είχαν πληρώσει το ΦΠΑ και επιστράφηκαν ανεξόφλητα.