Προειδοποίηση στη Γερμανία και στους υπόλοιπους δανειστές της Ελλάδας να καταλήξουν σε συμφωνία για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους τις επόμενες εβδομάδες, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα χαθεί η καλύτερη ευκαιρία να μπει τέλος στην επταετή κρίση που μαστίζει την Ελλάδα, απευθύνει μέσω της Wall Street Journal ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Ο υπουργός Οικονομικών σημειώνει ότι η κωλυσιεργία θα μπορούσε να υπονομεύσει τις ελπίδες της χώρας για ανάκαμψη το 2017 και προσθέτει ότι στις επόμενες εβδομάδες η ευρωζώνη έχει μία σημαντική ευκαιρία για να δείξει ότι μπορεί να διορθώσει και όχι να αποφύγει τα προβλήματά της.
«Εάν καθυστερήσουμε αυτή την απόφαση ακόμη περισσότερο και πούμε ‘θα αποφασίσουμε σε δύο χρόνια’ για το πώς θα καταστήσουμε βιώσιμο το χρέος της Ελλάδας, τότε και οι επενδυτές επίσης θα αναβάλουν τις αποφάσεις τους για επενδύσεις στην Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών.
Το να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο θα διευκόλυνε την συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, βήμα που, όπως πιστεύει ο κ. Τσακαλώτος, θα μπορούσε να γίνει μέχρι τον Μάρτιο του 2017 και να βοηθήσει ώστε να «ξεκλειδώσει» η πολυαναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη.
Όπως υπογράμμισε, είναι ζωτικής σημασίας να υπάρξουν γρήγορα ενέργειες. Αν δεν υπάρξει συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο, τότε η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα της ΕΚΤ τον Μάρτιο και αυτό θα απέτρεπε την επιστροφή της χώρας στις αγορές αργότερα το 2017 ή στις αρχές του 2018. «Θα ήταν πολύ κοντόφθαλμο να σταματήσει η διαδικασία που θα μας έβγαζε από το πρόγραμμα, κάτι που είναι κοντά», είπε.
Ο κ. Τσακαλώτος απέρριψε πάντως τη θεωρία ότι το Βερολίνο αποφεύγει το θέμα του ελληνικού χρέους λόγω των επερχόμενων εκλογών. Η ελάφρυνση του χρέους δεν θα «μεταφραζόταν» σε σημαντικό κόστος για τον μέσο ψηφοφόρο στο Αμβούργο, σημείωσε. Όπως είπε χαρακτηριστικά , η Γερμανία δείχνει μια έλλειψη εμπιστοσύνης στην αποφασιστικότητα της Ελλάδας να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, εάν επιτύχει την ελάφρυνση χρέους. «Σε κάποιο στάδιο μίας σχέσης, πρέπει να εμπιστευτείς τον άλλον, διότι η έλλειψη εμπιστοσύνης έχει τεράστιες συνέπειες».
Η αποτυχία να υπάρξει ένα «ενάρετος κύκλος» ανάκαμψης, στον οποίον θα δοθεί ώθηση από την ελάφρυνση χρέους, την εμπιστοσύνη των επενδυτών και την αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ικανότητα της Ελλάδας να βγει από το πρόγραμμα διάσωσης σύμφωνα με τον σχεδιασμό, «κάτι που θα είναι μειονέκτημα τόσο για εμάς όσο και για τους πιστωτές», δήλωσε ο κ. Τσακαλώτος.
Ο κ.Τσακαλώτος σημείωσε ότι ο συνδυασμός της ελάφρυνσης χρέους, της αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ και της ανάκαμψης, θα έδιναν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να αρχίσει και πάλι να εκδίδει ομόλογα στα τέλη του 2017 ή τις αρχές του 2018, προτού λήξει το πρόγραμμα επώδυνο διάσωσης το καλοκαίρι του 2018.
Ο έλληνας υπουργός Οικονομικων επέκρινε το ΔΝΤ για τις πιέσεις που ασκεί στην Ελλάδα να σφίξει κι άλλο το δημοσιονομικό ζωνάρι, αντί να βοηθά τη χώρα να πάρει κάποια ανάσα με τη βοήθεια της ελάφρυνσης χρέους –κάτι που και το ΔΝΤ επιθυμεί. Είπε πως οι διαπραγματεύσεις της Ελλάδας χρειάζονται μια διαφορετική σειρά, με την ελάφρυνση χρέους και τους στόχους για τη λιτότητα να γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από κοινού.
Ο κ. Τσακαλώτος εξέφρασε την ελπίδα ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να ακούει τον απερχόμενο Αμερικανό Πρόεδρο, σχολιάζοντας πως η άνοδος του λαϊκισμού στις χώρες της Δύσης –επιτομή του οποίου υπήρξε η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ- αποτελεί προειδοποίηση για τα κεντροαριστερά κόμματα της Ευρώπης.
Η αριστερά πρέπει να προσδιορίσει «μια ατζέντα ώστε ο κόσμος να μπορέσει να δει τη θέση του σε μια πιο παγκοσμιοποιημένη οικονομία». Και η άνοδος του αντισυστημικού λαϊκισμού σε χώρες της Δύσης είναι ως ένα βαθμό σφάλμα των κομμάτων που βρίσκονται στα αριστερά του κέντρου. Κατά τον ίδιο, τα αριστερά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το Κέντρο και η Κεντροαριστερά δεν αντέδρασαν με επάρκεια στην ευρεία οικονομική ανασφάλεια πολλών ψηφοφόρων της εργατικής και της μεσαίας τάξης, εν μέσω των ταχύτατων οικονομικών αλλαγών. Πρέπει να διαμορφώσουν ένα πρόγραμμα το οποίο προωθεί την ευημερία και την ασφάλεια αυτών των κοινωνικών στρωμάτων.