«Το χρονοδιάγραμμα είναι δεδομένο και σε αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε» είναι το σχόλιο κυβερνητικών αξιωματούχων στον απόηχο της επίσκεψης Ομπάμα στο Βερολίνο αλλά και του νέου ηχηρού «όχι» του Βόφλγκανγκ Σόιμπλε στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Του Νίκου Ανδριόπουλου
Σχετικό μήνυμα -απάντηση στον Σόιμπλε, στην ίδια γραμμή της πίστης για την επίτευξη του στόχου μέχρι το τέλος του έτους έστειλε με αφορμή την ομιλία του για την επέτειο του Πολυτεχνείου ο Αλέξης Τσίπρας, τονίζοντας πως το «τέλος της ανηφόρας» είναι πλέον ορατό αναφερόμενος στην δεύτερη αξιολόγηση, την συμφωνία για το χρέος και την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Εξάλλου, μεγαλύτερη έκπληξη θα ήταν για το Μέγαρο Μαξίμου μία ενδεχόμενη αναδίπλωση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών παρά η επιμονή στο μπλόκο για την ελάφρυνση του χρέους. Την ίδια ώρα, τα βλέμματα όλων στην Ηρώδου Αττικού το απόγευμα της Πέμπτης ήταν καρφωμένα στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν Άνγκελα Μέρκελ και Μπαράκ Ομπάμα, από την οποία απουσίασε πλήρως το ελληνικό ζήτημα, με τους δύο ηγέτες να επικεντρώνονται στα μείζονα ζητήματα της επέκτασης των κυρώσεων στη Μόσχα, στην TTIP και τη Συρία.
Ωστόσο κυβερνητικοί αξιωματούχοι σημείωναν με νόημα πως μετά τις επανειλημμένες αναφορές του Προέδρου των ΗΠΑ στην ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους της Ελλάδας και την ανάσχεση της λιτότητας, το θέμα δεν μπορεί να εξαφανίστηκε ως διά μαγείας από την ατζέντα, αφήνοντας να εννοηθεί πως τέθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες της Καγκελαρίας στην κατ’ ιδίαν συνάντηση Ομπάμα – Μέρκελ.
Παράλληλα, με ενδιαφέρον παρατηρούν πολλοί τη σπουδή του Γερμανού υπουργού Οικονομικών να «απαντήσει» στον Μπαράκ Ομπάμα, χαρατηρίζοντας το αίτημα για ελάφρυνση του χρέους «κακή υπηρεσία στις μεταρρυθμίσεις και την Ελλάδα», δεδομένου ότι με αυτόν τον τρόπο «καπέλωσε» και την ίδια την Καγκελάριο Μέρκελ, δίνοντας αυτός τη γραμμή της γερμανικής κυβέρνησης.
Το θέμα από τη μία μπορεί να φανερώνει μία εσωτερική τριβή μεταξύ των δύο κορυφαίων πολιτικών, ωστόσο πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος να εντάσσεται στο παιχνίδι του «καλού και του κακού μπάτσου» από την πλευρά του Βερολίνου, όσο μάλιστα οι πιέσεις από τις τάξεις των θεσμών κλιμακώνονται, όπως φάνηκε και από τις προχθεσινές τοποθετήσεις Κομισιόν και Eurogroup.
«Η αλήθεια που δεν ομολογούν Μητσοτάκης και Σταϊκούρας»
Την ίδια ώρα στο εσωτερικό μέτωπο, κυβερνητικές πηγές εξαπολύουν σφοδρή επίθεση στη ΝΔ με αφορμή την επιμονή του Χρήστου Σταϊκούρα στο αφήγημα του success story της κυβέρνησης Σαμαρά Βενιζέλου, σύμφωνα με το οποίο η πορεία ανάκαμψης διακόπηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Από το περιβάλλον του πρωθυπουργού παρέπεμπαν χαρακτηριστικά στα όσα δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, ότι δηλαδή «δεν πανηγυρίζουμε για τα θετικά στοιχεία καθώς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι αριθμοί δεν αντανακλούν την εικόνα της κοινωνίας που ακόμη στενάζει εξαιτίας της πολυετούς ύφεσης και της λιτότητας, αλλά η σελίδα αλλάζει και μπορούμε πλέον να είμαστε πολύ πιο αισιόδοξοι για το μέλλον».
Παράλληλα, σηκώνοντας το γάντι που πέταξε ο κ. Σταϊκούρας στο Μαξίμου προσθέτουν πως στη ΝΔ αποσιωπούν πως «ο λόγος για τον οποίο η ελληνική οικονομία σημείωσε μικρή ανάπτυξη το 2014 μετά από 4 χρόνια σωρευτικής ύφεσης της τάξης του 25% ήταν επειδή η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, εν όψει της πιθανότητας εκλογών, σταμάτησε να εφαρμόζει το καταστροφικό πρόγραμμα που είχε συμφωνήσει το 2012 και δεν πήρε άλλα υφεσιακά μέτρα. Γι’ αυτό δεν κατάφερε να πιάσει και το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2014 που ήταν 1,5% (το αποτέλεσμα με βάση τα στοιχεία της Eurostat ήταν 0,2% )»
«Η αλήθεια που δεν μας λέει ο κος Σταϊκούρας είναι ότι αν η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ τολμούσε να κλείσει την πέμπτη αξιολόγηση θα έπρεπε να πάρει μέτρα ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ για την διετία 2015 – 2016 κατακρημνίζοντας την ελληνική οικονομία σε νέα βαθύτατη ύφεση και την ελληνική κοινωνία στην απόλυτη απελπισία. Συγκεκριμένα 2,2 δισ. για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό του 2014 (1,5% – 0,2% = 1,3% ΑΕΠ), 2,7 δισ. για να πιάσει το στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος του 2015 που ήταν 3% και άλλα 2,7 δισ. ευρώ για να πιάσει τον στόχο του 4,5% για το 2016. Θα έπρεπε επίσης να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό του 2014 με άλλα 2,2 δισ. ευρώ. Στο σύνολο 9,8 δισ. ευρώ!»