Το συνεχώς αυξανόμενο επενδυτικό κενό αποτελεί έναν από τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες που περιορίζουν τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί σε μια σύγχρονη, ανταγωνιστική δύναμη. Παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών, το ποσοστό των επενδύσεων στη χώρα παραμένει σημαντικά χαμηλό, κυμαινόμενο μόλις στο 5% με 7% του ΑΕΠ, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ξεπερνά το 20%.
Ο Ντέκλαν Κοστέλο, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επεσήμανε ότι η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτό το επενδυτικό χάσμα, το οποίο ενδυναμώνει την αίσθηση ότι υστερεί σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς εταίρους της και το χάσμα αυτό δεν φαίνεται να καλύπτεται με την απαιτούμενη ταχύτητα. Αν και η οικονομία έχει καταφέρει να σταθεροποιήσει τα βασικά της μεγέθη, εξακολουθεί να στερείται τη δυναμική που θα μπορούσε να της εξασφαλίσει μακροχρόνια ανάπτυξη.

Οι χαμηλές επενδύσεις επηρεάζουν κάθε πτυχή της οικονομικής δραστηριότητας: από την περιορισμένη καινοτομία και τις αργές εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας, μέχρι την αναγκαστική καθυστέρηση στην αναβάθμιση υποδομών και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Όταν οι επενδύσεις παραμένουν τόσο περιορισμένες, οι επιχειρήσεις αδυνατούν να εκσυγχρονιστούν, οι θέσεις εργασίας δεν δημιουργούνται με τον ρυθμό που απαιτείται και η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής παραγωγικότητας και αδύναμης οικονομικής δυναμικής.
Αυστηρό και σαφές το μήνυμα από τις Βρυξέλλες
Το μήνυμα από τις Βρυξέλλες είναι σαφές και μάλλον αυστηρό. Ο Ντέκλαν Κοστέλο, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημείωσε με έμφαση ότι το Ταμείο Ανάκαμψης, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει γίνει, δεν μπορεί να αποτελέσει το «game changer» που αναμένεται για την ελληνική οικονομία, εάν δεν συνοδευτεί από άμεση και αποφασιστική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. Το γεγονός ότι το Ταμείο Ανάκαμψης ολοκληρώνεται το 2026 χωρίς καμία παράταση καθιστά την τρέχουσα χρονική συγκυρία μια μοναδική ευκαιρία που δεν επιτρέπεται να χαθεί. Αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να υλοποιήσει τις κρίσιμες διαρθρωτικές αλλαγές μέσα σε αυτήν την προθεσμία, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές, όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για το μέλλον των νέων γενεών.

Η έλλειψη επενδύσεων δεν περιορίζεται μόνο στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά εκτείνεται και στον τομέα της δημόσιας πολιτικής. Οι επιδοτήσεις και τα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, αποτελούν μια σπάνια ευκαιρία για την Ελλάδα να «κλείσει» το επενδυτικό κενό και να αναπτύξει βιώσιμους τομείς που θα επιτρέψουν την οικονομική ανανέωση. Ωστόσο, τα παραδοσιακά προβλήματα του ελληνικού κράτους, όπως η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματική διοίκηση, συνεχίζουν να αποτρέπουν την αποτελεσματική αξιοποίηση αυτών των πόρων. Η αγωνία των Βρυξελλών, αλλά και των εγχώριων αναλυτών, είναι ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει αυτή την κρίσιμη ευκαιρία και να μείνει πίσω από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Ειδικά σε αυτήν την κρίσιμη καμπή, η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης να στραφεί περισσότερο στις μικροοικονομικές παραμέτρους και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αποκτά νέα βαρύτητα. Η τοποθέτηση του Κωστή Χατζηδάκη, υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ότι το κράτος «πρέπει να κάνει στροφή από τα μακροοικονομικά στα μικροοικονομικά», είναι ένα ξεκάθαρο δείγμα της νέας κατεύθυνσης. Στόχος είναι η ενίσχυση των επενδύσεων, η δημιουργία ενός πιο ανταγωνιστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και η στήριξη της εξωστρέφειας μέσω δράσεων όπως η επιδότηση των εξαγωγικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων με 200 εκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα, η μείωση φόρων και εισφορών, οι παρεμβάσεις στο τραπεζικό σύστημα και η ενίσχυση της Κεφαλαιαγοράς αποτελούν βασικά εργαλεία για να αυξηθεί η ελκυστικότητα της ελληνικής αγοράς.
Ωστόσο, το ζήτημα των επενδύσεων δεν είναι κάτι που μπορεί να επιλυθεί μόνο με κυβερνητικές πρωτοβουλίες και εξωτερική χρηματοδότηση. Χρειάζεται μια ευρύτερη προσπάθεια από όλους τους κοινωνικούς και οικονομικούς φορείς, για να δημιουργηθεί ένα συνεκτικό αναπτυξιακό μοντέλο που θα προσελκύει και θα διατηρεί τις επενδύσεις μακροπρόθεσμα. Αυτό απαιτεί όχι μόνο τη διάθεση κεφαλαίων, αλλά και τη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης, καινοτομίας και κοινωνικής συνεργασίας που θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις μοναδικές ευκαιρίες που προσφέρονται στην παρούσα συγκυρία.
Αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση και να γεφυρώσει το τεράστιο επενδυτικό κενό, οι συνέπειες θα είναι μοιραίες. Η ανάκαμψη μπορεί να παραμείνει μια υπόσχεση χωρίς ουσία και η χώρα να χάσει την ευκαιρία να ενταχθεί δυναμικά στο νέο αναπτυξιακό κύμα της Ευρώπης.