Ως μία πρώτη επιτυχία και ως συμφωνία ρεαλιστικότερη από τις προηγούμενες, εκτιμά την επιτευχθείσα συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και στους δανειστές, ο διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας και καθηγητής Μακροοικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, Μαρσέλ Φράτσερ, σε σημερινή συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ», τονίζοντας ότι η Ελλάδα, πρέπει μεν να συνεχίσει τη λιτότητα, αλλά από την άλλη έχουν μετριαστεί οι όροι σε σύγκριση με τα δύο πρώτα προγράμματα βοήθειας, ώστε η χώρα να βοηθηθεί να σταθεροποιήσει την οικονομία της.
Για να μπορέσει και πάλι να υπάρξει ανάπτυξη στην Ελλάδα, ο ίδιος θεωρεί αναγκαίο να επανακτήσουν οι Ελληνες πολίτες και οι επιχειρήσεις, την εμπιστοσύνη στο μέλλον της χώρας – και για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθεί και αναδιαμορφωθεί το τραπεζικό σύστημα και να εφαρμοστούν με ταχείς ρυθμούς οι συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις.
Προσθέτει δε, ότι πρέπει τελικά να γίνει κάτι σε σχέση με το δημόσιο χρέος, καθώς το Διεθνές Νομισματικό ταμείο επιμένει σε μια σαφή ελάφρυνσή του – και στην πράξη αυτό θα ήταν σημαντικό για να διαλυθεί οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Ο ίδιος υποστηρίζει την μετατροπή του ελληνικού χρέους σε δάνεια που θα συνδέονται με την ανάπτυξη, δηλαδή τόσο οι αποπληρωμές αυτών των δανείων όσο και το ύψος των επιτοκίων να συνδέονται με την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, ενώ πέραν αυτού, σημαντικό θεωρεί, να εξεταστεί το πώς μπορεί να δοθεί ώθηση, για να βοηθηθεί η χώρα να σταθεί στα πόδια της.
Για το σκοπό αυτό ο Μαρσέλ Φράτσερ θεωρεί σκόπιμη τη δημιουργία ενός είδους Ειδικής Οικονομικής Ζώνης σε μια από τις περιφέρειες της Ελλάδας, όπου επιχειρήσεις θα μπορούν να επενδύουν χωρίς τη χρονοβόρα γραφειοκρατία. Αναγκαία είναι και μία θετική ώθηση «σοκ» – εξάλλου μια τέτοια Ειδική Οικονομική Ζώνη μπορεί να δημιουργηθεί μέσα σε σύντομο χρόνο.
Όπως σημειώνει, με αυτό το μοντέλο, πολλές αναδυόμενες χώρες όπως η Κίνα είχαν επιτυχία, με τα πλεονεκτήματα να είναι ευνόητα, καθώς στις ειδικές περιφέρειες τα εμπόδια για επενδύσεις θα είναι πολύ χαμηλότερα από ό, τι στην υπόλοιπη χώρα και οι επιχειρήσεις θα έχουν οικονομικά κίνητρα – και σε αντάλλαγμα θα πρέπει να δεσμεύονται για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ως προς τους χρηματοδότες, αναφέρει ότι πέρα από τους ξένους επενδυτές, το μοντέλο αυτό θα είναι ενδιαφέρον και για Έλληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι θα μπορούν να φέρνουν πίσω τα χρήματά τους από το εξωτερικό, μια και θα επικρατεί πλέον περισσότερη σαφήνεια ως προς το μέλλον, και θα μπορούν επιπλέον να αξιοποιηθούν πόροι από τον ευρωπαϊκό προυπολογισμό.
Σύμφωνα με τον Μαρσέλ Φράτσερ, στη συμφωνία προβλέπονται λεπτομερείς όροι, καθώς σε τελική ανάλυση, στόχος των μέτρων είναι η δημιουργία ενός έντιμου ανταγωνισμού, που ο ίδιος θεωρεί ως εξαιρετικά σημαντικό για μια οικονομία, διότι, όπως σημειώνει, οι επιχειρήσεις δεν πρόκειται να επενδύσουν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, εάν δεν είναι σίγουρες ότι υπάρχει έντιμος ανταγωνισμός και ότι θα επιτύχουν.
Από την Ελλάδα, όπως αναφέρει, ζητούνται 35 μεταρρυθμίσεις σε ένα πρώτο βήμα, και από μόνα τους τα μέτρα αυτά αποτελούν μια μικρή συνεισφορά. Προστιθέμενα όμως, όλα αυτά τα μέτρα, μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τη δυνατότητα της χώρας να δημιουργήσει από μόνη της ανάπτυξη.
Στο τέλος της συνέντευξής του στην αυστριακή εφημερίδα ο διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Ερευνας, παραδέχεται ότι πολλές από αυτές τις απαιτούμενες από την Ελλάδα μεταρρυθμίσεις, δεν είναι πραγματικότητα ούτε στην ίδια την Αυστρία και στη Γερμανία, στην οποία όπως σημειώνει, κυριαρχεί συχνά μια υπεροψία ότι σε καμιά περίπτωση δεν χρειάζεται διαρθρωτικές αλλαγές. Κατά την άποψή του ωστόσο, και η Γερμανία θα ωφελούνταν από έναν καλύτερο ανταγωνισμό σε μερικούς τομείς παροχής υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα στα ελεύθερα επαγγέλματα και τον δικηγορικό κλάδο.